ΙΣΤΟΡΙΚΑ - ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ: Πώς φτάσαμε στον ξεριζωμό

Η ελληνική πολιτικοστρατιωτική εμπλοκή στη Μικρασία και η συμπαρομαρτούσα κοινωνικοπολιτική και οικονομική απίσχνανση των ομοεθνών πληθυσμών της Ιωνίας θα σηματοδοτήσει την απαρχή της γεωπολιτικής συρρίκνωσης του εξωελλαδικού Ελληνισμού και συνακόλουθα, κατά τον Γ. Κοντογιώργη, «θα σημάνει την οριστική μετάβαση του Ελληνισμού από το καθεστώς του έθνους-κοσμοσυστήματος στο έθνος-κράτος».

Για μια σειρά από λόγους και αιτίες που συνέχονται με τη διαδικασία διαμόρφωσης και εφαρμογής της ελληνικής υψηλής στρατηγικής, δηλαδή της σύζευξης και χρήσης όλων των διαθέσιμων συντελεστών ισχύος του κράτους για την επίτευξη του/των προσδιορισμένου/ νων πολιτικού/ών στόχου/ων, η καταστροφική απόληξη του ελληνικού εγχειρήματος στην Ανατολία θα οδηγήσει στον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας και στην εξάλειψη του μείζονος Ελληνισμού της Μικράς Ασίας.

Στο πλαίσιο αυτό και με γνώμονα τα προσδιοριστικά κριτήρια της στρατηγικής ανάλυσης, θα πραγματωθεί συγκριτικά και διαλεκτικά μια αξιολογικά ουδέτερη περιγραφική ανάλυση των αιτίων της ήττας στη Μικρά Ασία, τα οποία εντοπίζονται κυρίως στο εσωτερικό μέτωπο χωρίς ωστόσο να παροραθούν οι περιορισμοί και οι ευκαιρίες του διεθνούς συστήματος.
 
Προσκλήσεις και προκλήσεις
Εκκινώντας από την ιστορική απόφαση του Ελ. Βενιζέλου για την πολιτικοστρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας στην Ιωνία δύναται να υποστηριχθεί ότι η εν λόγω υψηλή στρατηγική συναρμόσθηκε (κατά μείζονα βαθμό) με τις γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές μεταβλητές του εξωτερικού περιβάλλοντος, με απότοκο την ανάσχεση των άμεσων εξωτερικών απειλών και την αξιοποίηση των παράθυρων ευκαιρίας. Συγκεκριμένα, η αποδοχή της διασυμμαχικής πρόσκλησης/πρόκλησης για την αποστολή ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (Μάιος 1919) αποσκοπούσε στην αξιοποίηση του αναφυόμενου παραθύρου ευκαιρίας στην Ανατολία, λόγω της οριστικής αποδιάρθρωσης-διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ταυτόχρονα στην ανάσχεση της άμεσης εξωτερικής απειλής, απότοκους της αποβίβασης ιταλικών στρατευμάτων στην Αττάλεια (Μάρτιος 1919) για τη δημιουργία εδαφικών τετελεσμένων.

Τοιουτοτρόπως καθίσταται πρόδηλη η στρατηγική ανεπάρκεια των μετανοεμβριανών ελληνικών κυβερνήσεων για το σχεδιασμό-εφαρμογή ενός συγκροτημένου εθνικού προτάγματος υψηλής στρατηγικής, συναρμοσμένου με τις επιταγές του εξωτερικού και του εσωτερικού περιβάλλοντος.

Ειδικότερα, η προβλεπόμενη αδυναμία της μετανοεμβριανής κυβέρνησης στις άμεσες εξωτερικές απειλές -π.χ. το τελεσίγραφο των συμμαχικών δυνάμεων για το ζήτημα της επανόδου του βασιλιά Κωνσταντίνου- επιτάχυνε την αναφαινόμενη αλλαγή στις ισορροπίες ισχύος-συμφερόντων στην Ανατολία. Παρεπόμενο ήταν η εξωτερική οικονομικοστρατιωτική -Γαλλοκεμαλική, Ιταλοκεμαλική και Ρωσοκεμαλική συνθήκη- και πολιτικοδιπλωματική ενίσχυση (διεθνής αναγνώριση) της κεμαλικής κυβέρνησης.

Συνακόλουθα, οι μετανοεμβριανές ελληνικές κυβερνήσεις απώλεσαν τη δυνατότητα αξιοποίησης μιας σειράς παραθύρων ευκαιρίας, όπως ήταν: 

1 Η σύμπηξη ενός πλαισίου πελατειακών σχέσεων με τις συμμαχικές δυνάμεις (κυρίως με τη Μεγάλη Βρετανία) για την πρόσκτηση των ικανών και αναγκαίων συντελεστών ισχύος -οικονομική, στρατιωτική, διπλωματική. 

2 Η αποδοχή των προτάσεων της Διασκέψεως του Λονδίνου (Μάρτιος - Ιούνιος 1921) για τη διαμεσολάβηση των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων μερών, γεγονός που θα νομιμοποιούσε διεθνώς την ελληνική υψηλή στρατηγική ως σύννομη με τις επικρατούσες διεθνείς ηθικοκανονιστικές αρχές -π.χ. η διακήρυξη των δεκατεσσάρων σημείων του Αμερικανού προέδρου Ουίλσον. 

3 Ανάλογη κατάσταση παρατηρείται και στο επίπεδο της εσωτερικής πολιτικής λόγω του υψηλού πολιτικοκοινωνικού και οικονομικοστρατιωτικού κόστους που ενείχε η αποκλειστική εφαρμογή μιας επιθετικής στρατιωτικής στρατηγικής για την επιβολή της ελληνικής πολιτικής βουλήσεως στην κεμαλική κυβέρνηση. Παρεπόμενο ήταν η δημιουργία επαναστατικού κινήματος στους κόλπους του ελληνικού στρατού με στόχο την ανατροπή της αντιβενιζελικής κυβέρνησης και την εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου. 

Εξίσου σημαίνουσα παράμετρος για την έκβαση του πολιτικοστρατιωτικού εγχειρήματος ήταν η ανεπιτυχής εφαρμογή της ελληνικής διπλωματικής στρατηγικής λόγω της εσωτερικής της υπονόμευσης από την πολιτική πράξη της μετανοεμβριανής κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απόφαση των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων για συμμετοχή στη συμμαχική διάσκεψη του Λονδίνου (Φεβρουάριος - Μάρτιος 1921) παράλληλα με τη χρήση στρατιωτικής ισχύος (Μάρτιος 1921) για τη δημιουργία εδαφικών τετελεσμένων.

Η αδυναμία της ελληνικής διπλωματίας ήταν επακόλουθο της πολιτικοστρατηγικής ανικανότητας της μετανοεμβριανής κυβέρνησης να συνυφάνει τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα με όρους ισχύος, αποκτώντας την ικανότητα διεξαγωγής ισόρροπων πολιτικών διαπραγματεύσεων.

Ποιο ήταν όμως το μέτρο αποτελεσματικότητας της υψηλής στρατηγικής του Ε. Βενιζέλου; 

Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα συνυφαίνεται, πρώτον, με το εάν και σε ποιο βαθμό αναφύονταν οι προϋποτιθέμενες συνθήκες για την ανάληψη του μικρασιατικού εγχειρήματος και, δεύτερον, με την πραγμάτωση των ικανών και αναγκαίων προπαρασκευαστικών, πολιτικοστρατηγικών ενεργειών για την επιτυχή διεξαγωγή της μικρασιατικής επιχείρησης.

Συντομογραφικά δύναται να υποστηριχθεί ότι ο βαθμός αποτελεσματικότητας της υψηλής στρατηγικής του Ελληνα πρωθυπουργού, κρινόμενος εκ του προσωρινού και τυπικού αποτελέσματος της υπογραφής της Συνθήκης των Σεβρών με την οποία εδημιουργείτο (έστω και στα χαρτιά) η Μεγάλη Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, ήταν υψηλός.

Αντίστροφα το μέτρο αποτελεσματικότητας της υψηλής στρατηγικής των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων ήταν ισχνό. Η ολοκληρωτική εξάντληση των οικονομικών πόρων και του έμψυχου δυναμικού της Ελλάδας και η υποπλασία της υψηλής της στρατηγικής υπονόμευσαν την εσωτερική νομιμοποίηση του στρατιωτικού εγχειρήματος στην Ανατολία. Συγκεκριμένα, το απόλυτο στρατιωτικό κόστος για την περίοδο 1921-1922 ανέρχεται στους 20.800 νεκρούς, 46.700 τραυματίες και αποβιώσαντες και 18.000 αγνοουμένους.

Ακολούθως η οικονομική εξουθένωση του ελληνικού κράτους αντικατοπτρίζεται στην προοδευτική αύξηση των επιμελητειακών αναγκών της Ελληνικής Στρατιάς και στην υπέρμετρη αύξηση του δημόσιου χρέους. Συνεπακόλουθα, τα διαφυγόντα κέρδη της υψηλής στρατηγικής των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων αποκρυσταλλώνονται στην ολική επαναφορά του status quo ante (αναθεώρηση των όρων της Συνθήκης των Σεβρών) και στην αποσάθρωση της πολιτικής και στρατιωτικής της διάστασης με απότοκο τη γεωγραφική, πολιτικοοικονομική και στρατηγική συρρίκνωση του ρόλου και της θέσης της Ελλάδας στο περιφερειακό υποσύστημα των Βαλκανίων.
 
Κόστος μη αντιστρέψιμο
Καταλήγοντας, η περιπτωσιολογική μελέτη της Μικρασιατικής εμπλοκής αναδεικνύει τον υψηλό βαθμό προσαρμοστικότητας, αποτελεσματικότητας και το χαμηλό βαθμό τρωτότητας της υψηλής στρατηγικής του Ε. Βενιζέλου. 

Το διατακτικό της εξέλιξης αυτής ανάγεται στην αγαστή συνέργεια των αλληλοτροφοδοτούμενων και αλληλοϋποστηριζόμενων εσωτερικών της διαστάσεων.

Δηλαδή ο Ελληνας πρωθυπουργός, συνωθούμενος από τον αέναο εθνικό στόχο της Μεγάλης Ιδέας, προέβη μέσω της αξιοποίησης και της μεθοδικής λειτουργίας των συντελεστών εσωτερικής/εξωτερικής ισχύος στη συνεργατική χρήση και συνύφανση των εναλλακτικών όψεων της ελληνικής υψηλής στρατηγικής, με τις επικρατούσες διεθνείς αξίες και τις πολιτικές προτεραιότητες των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ).

Στον αντίποδα, οι μετανοεμβριανές κυβερνήσεις δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν την αναγκαία συνύφανση και αλληλοϋποστηρικτική λειτουργία των εναλλακτικών διαστάσεων της υψηλής τους στρατηγικής, με παρεπόμενο την αλληλοϋπονόμευση και αλληλοεξουδετέρωση της λειτουργικής τους αποτελεσματικότητας.

Κατά τούτο, η ανάληψη ενός μακροχρόνιου στρατιωτικού εγχειρήματος υπό την απουσία συντελεστών εξωτερικής εξισορρόπησης, για την πραγμάτωση ενός απονομιμοποιημένου εσωτερικά και εξωτερικά πολιτικού στόχου (παγίωση των εδαφικών τετελεσμένων) έναντι ενός μεθοδικά οργανωμένου κοινωνικοπολιτικά και οικονομικοστρατιωτικά συγκροτημένου αντιπάλου (κεμαλική κυβέρνηση) δημιουργούσε ένα αναντίστρεπτο και ευμέγεθες οικονομικοστρατιωτικό και πολιτικοκοινωνικό κόστος για την Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου