ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Ρέκβιεμ για ένα «γουρούνι»


Καλοκαιράκι του 2007. Ιούλιος, βράδυ Παρασκευής. Γλυκιά νύχτα, ξάστερη, πριν να μας χτυπήσει το τσουνάμι της κρίσης. Η Αθήνα πλημμυρισμένη κέφι και ζωή. Τα τραπεζάκια έξω, γεμάτα. Τα εφηβάκια βγαίναν ραντεβού. Ήταν 11, κι ένα παλληκαράκι λίγο μεγαλύτερο, 24 χρονών, ετοιμαζόταν να πάει στο δικό του ραντεβού – με τον θάνατο.

Ήταν αστυνομικός. Είχε υπηρεσία στη συναυλία που γίνονταν στο γήπεδο του Baseball. Στη σκηνή θα ανέβαινε η αφρόκρεμα του ελληνικού ροκ. Το παλληκαράκι, πηγαίνοντας να συναντήσει τον θάνατο, μπορεί να είχε βάλει το CD από τα «Διάφανα Κρίνα» που θα έπαιζαν εκείνη τη νύχτα και να σιγοτραγουδούσε μαζί τους: «Τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου». Δεν ήξερε ότι σε λίγο θα «παραχωρούσε τις πληγές του, να εξασκηθούν οι μανιακοί και οι αρχάριοι”.

Είχε και έναν συνάδελφο παρέα. Λίγο μεγαλύτερος εκείνος, παιδιά και οι δύο. Στην είσοδο του γηπέδου συνάντησαν τα «άλλα» παιδιά. Ίδιας πάνω - κάτω ηλικίας. Μπορεί να ήταν συμμαθητές στο σχολείο, μπορεί να παίζαν στις ίδιες γειτονιές, μπορεί να αγαπούσαν τα ίδια κορίτσια. Τώρα όμως εκπροσωπούσαν δύο κόσμους. Ο ένας είχε τη στολή της αστυνομίας. Δηλαδή του μπάτσου, του γουρουνιού, του δολοφόνου. Ο άλλος κόσμος είχε τη στολή του «αντεξουσιαστή».

Η συνέχεια είναι γνωστή. Χωρίς κανέναν λόγο, χωρίς καμία αφορμή, 30 περίπου στολές αντεξουσιαστών επιτέθηκαν σε δύο στολές αστυνομικών. Οι αστυνομικοί είχαν και περίστροφα. Κανένας τους δεν τράβηξε. Πώς να ρίξεις σε παιδιά της ηλικίας σου… Οι αντεξουσιαστές είχαν λοστούς και σιδερογροθιές. Τις τράβηξαν. Και σακάτεψαν τις δύο μισητές στολές χωρίς να σκεφτούν ότι μέσα ήταν συμμαθητές τους.

Ο ένας αστυνομικός «γλύτωσε» με βαρειά κατάγματα. Ο άλλος ήταν από τότε στην εντατική, κλινικά νεκρός. 

Το «κλινικά» σβύστηκε προχθές. Το παλληκαράκι των 24 που τώρα θα ήταν 30 (αλήθεια, μεγαλώνουν οι κλινικά νεκροί;) έφυγε απ’ αυτόν τον κόσμο, χωρίς να ξέρει γιατί. 

Καμιά διαδήλωση για χάρη του. Καμιά δήλωση πολιτικού. Στην κηδεία, η μάνα του θα κλαίει βουβά. 6 χρόνια είχε μια μικρή ελπίδα. Τώρα, είναι κι αυτή νεκρή. Θα είναι μερικοί συγγενείς και συνάδελφοι. Ανάμεσά τους κάποιος που σε έναν μήνα, σε έναν χρόνο, κανείς δεν ξέρει πότε, θα πάει στο δικό του ραντεβού με τον θάνατο, όπως πήγαν τόσοι και τόσοι, πριν το παλληκαράκι. Κι αυτός, χωρίς να ξέρει το γιατί. (Θυμάται κανείς μας έστω και έναν από τους 100 περίπου αστυνομικούς που τα τελευταία χρόνια σκοτώθηκαν σε ώρα υπηρεσίας; Ας πούμε, τα ονόματα Γιώργος Ανδριτσόπουλος, Γιάννης Ευαγγελινέλης, σας λένε κάτι;)

Κανένας δημοσιογράφος δεν ασχολήθηκε με τη ζωή του, κανένας δεν νοιάστηκε για το ποιος ήταν, ποιους αγαπούσε, τι όνειρα έκανε

Κανένας «αρμόδιος» δεν τηλεφώνησε στη μάνα του να την ρωτήσει πώς ένοιωθε αυτά τα 6 χρόνια που χάιδευε το κεφάλι του γιου της στην εντατική κι εκείνος δεν αποκρίνονταν. 

Κανένας δεν θα γράψει ποτέ, σε κανένα τοίχο το σύνθημα «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφονημένοι». 

Αστυνομικός, άρα αναλώσιμος, ε;

Αν άξιζε να κάνουμε μια διαδήλωση, αν άξιζε να βγούμε στους δρόμους για κάτι, αυτό θα ήταν για να φωνάξουμε με όσο οξυγόνο μπορούμε να μαζέψουμε στα πνευμόνια μας: 
«ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ ΜΕ ΤΟ ΜΙΣΟΣ!» Δεν έχει μέλλον αυτή η χώρα, ούτε αυτό το έθνος, αν τα παιδιά μας αλληλοσκοτώνονται. Δεν θα έχουμε ούτε παρόν, αν συνεχίσουμε να ανήκουμε στους στρατούς μας, στις φατρίες μας, στις συντεχνίες μας, στις κλίκες μας. Κι αν όλους τους άλλους τους βλέπουμε σαν εχθρούς. Επέσατε θύματα, αδέρφια εσείς, σε άνιση μάχη κι αγώνα. Κι εσείς και οι άλλοι. Και το παλληκαράκι που έφυγε προχθές κι ο Γρηγορόπουλος. Αλλά κι ο Κορκονέας. Είναι ΟΛΟΙ θύματα! Είναι όλοι τους, είμαστε όλοι μας, οι παράπλευρες απώλειες μιας εξουσίας που σκηνοθετεί μάχες στα Εξάρχεια και στις ροκ συναυλίες για αντιπερισπασμό. Για να νομίζεις ότι εχθροί είναι οι δύο στολές, και να σου τραβάει την προσοχή από το πραγματικό πεδίο της μάχης. Μόνο που σ’ αυτό το πεδίο - τι περίεργο! - δεν υπάρχει μάχη. Τα δήθεν «επιτελεία των αντιπάλων» τα έχουν βρει, γιατί είναι πολλά τα κλοπιμαία, Άρη.

Σ’ έναν άλλο, παράλληλο κόσμο, οι ψυχές του Γρηγορόπουλου και του αστυνομικού που έσβησε προχθές (ούτε το όνομά του δεν μπόρεσα να μάθω) ίσως να τραγουδάνε μαζί την τελευταία στροφή από τα “Διάφανα Κρίνα”, διάφανες κι οι δυο σαν την αλήθεια, και σαν τα κρίνα αθώες:

Άραγε θα θυμάται κάποιος τ’ όνομά μας,
της ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια,
τα πάθη μας, τις λύπες, τα δεινά μας;
Άραγε υπήρξαμε ποτέ; Στα όνειρα μας!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου