Είναι σύνηθες, ανθρώπινο και απόλυτα δικαιολογημένο, τούτες τις
τελευταίες ημέρες του καλοκαιριού, με ζωντανό ορόσημο τον
Δεκαπενταύγουστο, οι σκέψεις να ξεγλιστρούν: Από τη δύσκολη
καθημερινότητα, προς τις παιδικές «πατρίδες», οι οποίες παραμένουν
ανέγγιχτες στη μνήμη, ή τις ανέμελες διακοπές του παρελθόντος και τις
ποικίλες ευχάριστες στιγμές της ζωής.
Η συμπεριφορά αυτή είναι απολύτως
αιτιολογημένη ως συναισθηματική αντίδραση στο τέλος μιας δύσκολης
χρονιάς. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν η συμπεριφορά αυτή επιμηκύνεται.
Αλλοτε, ο Σεπτέμβριος ήταν ο μήνας της νέας αρχής, των σχεδίων, της
επανατοποθέτησης των πραγμάτων σε στερεές βάσεις. Τώρα, ο Σεπτέμβριος
είναι και αυτός ένας μήνας σαν όλους τους άλλους. Μελαγχολικός,
συνηθισμένος, δίχως κάποιο ορόσημο να τον ξεχωρίζει. Ετσι, η νοσταλγία
γίνεται βουνό και η απόσταση από την πραγματικότητα μεγαλώνει.
Ο Λουδοβίκος Β΄, βασιλιάς της Βαυαρίας (1864 -1886), αποτελεί ένα από τα
πρόσωπα της παγκόσμιας ιστορίας που δεν έχει γίνει γνωστό για
κατακτήσεις, μεγαλεπήβολα σχέδια, σημαντικά επιτεύγματα. Εχει μείνει
στην ιστορία για τις τάσεις φυγής, οι οποίες, κατά μία εκδοχή, κόστισαν
και τη ζωή του. Εχτιζε παλάτια (πλέον χαρακτηριστικό το Neuschwanstein),
δημιουργούσε τεχνητές σπηλιές στις οποίες χωρούσαν επιθυμίες και
φαντασιώσεις ενός ιδεατού παρελθόντος. Σχεδίαζε να χτίσει στη δασώδη
Βαυαρία ακόμη και ένα φανταστικό αντίγραφο βυζαντινού παλατιού.
Οι σύγχρονοι «Λουδοβίκοι» της Ελλάδας δεν έχουν, βεβαίως, ούτε ελάχιστη
από την αγάπη του Βαυαρού μονάρχη για την τέχνη. Ούτε, βεβαίως,
διαθέτουν ίχνος ευαισθησίας. Εχουν ωστόσο ένα κοινό στοιχείο: Τις τάσεις
φυγής από την πραγματικότητα. Επίσης, δεν διαθέτουν τους πόρους. Ο
Λουδοβίκος της Βαυαρίας έχτιζε παλάτια που στέκονται ακόμη και, 150
χρόνια μετά, αξιοποιούνται ως τουριστικοί πόλοι έλξης. Οι εγχώριοι, τα
μόνα παλάτια που χτίζουν είναι στην άμμο. Το μεσημέρι ορθώνονται
μεγαλοπρεπή στο φως του ήλιου, το απόγευμα τα σκορπάει το κύμα.
Ο μέσος Ελληνας δέχεται καθημερινά ριπές εικονικής πραγματικότητας. Ζει
σε πόλεις οι οποίες ήταν –ακόμη και πολύ πριν από το Μνημόνιο– βρώμικες,
αφιλόξενες, απάνθρωπες. Δανειζόταν για να πληρώσει υπηρεσίες τις οποίες
το Δημόσιο δεν του παρείχε. Ηταν δέσμιος συμφερόντων τα οποία ακόμη και
σήμερα επιβιώνουν, σαν να λοιδορούν την προσπάθειά του. Και τώρα,
σαστισμένος μπροστά σε συνθήκες οιονεί κατάρρευσης, αντιμετωπίζει τη
ρητορική της ανέξοδης νοσταλγίας.
Η Ελλάδα δεν πρόκειται να γίνει καλύτερη χώρα απλώς και μόνον επειδή θα
έχει πρωτογενή πλεονάσματα. Ούτε επειδή θα εγκαθιδρυθεί σε αυτήν ένα
Δημόσιο το οποίο θα είναι ο στοργικός «πατερούλης» όλων. Πολλώ δε
μάλλον, ούτε αν διώξουμε όλους τους ξένους για να ζήσουμε σαν
Σπαρτιάτες. Θα γίνει, ωστόσο, πολύ καλύτερη, όταν αρχίσουμε να
αντικρίζουμε ψύχραιμα ο ένας τον άλλον.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου