ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Πολιτική, Μεταρρυθμίσεις και Δημοκρατία

Του ΠΑΣΧΟΥ ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗ

(1) Η μηχανική των μεταρρυθμίσεων

Απέτυχε το «μεταρρυθμιστικό Μπλίτσκριγκ» που επιχείρησε  ο κ. Σαμαράς. Η ΕΡΤ όχι μόνο δεν έκλεισε, αλλά άνοιξε αμέσως σαν κάτω Πλατεία Συντάγματος. Μια σειρά ανθρώπων –εντός κι εκτός του οργανισμού– δούλεψε γρήγορα και εθελοντικά για να αποκαταστήσει το σήμα· πρώτα διαδικτυακά και μετά στα ερτζιανά. Τα κατάφεραν μια χαρά· τώρα σχεδόν όλοι βλέπουν ΕΡΤ. Εκτός αυτού υπήρξαν κι ευφάνταστες κινήσεις με την κατοχύρωση του διαδικτυακού ονόματος nerit.gr, διά του οποίου μεταδιδόταν το πρόγραμμα της «υπό εργατικό έλεγχο ΕΡΤ». Το τελευταίο έκανε τον ειδησεογραφικό οργανισμό Bloomberg να σκάσει στα γέλια, χλευάζοντας την κυβέρνηση ότι «ήταν πολύ αργή σε ό,τι αφορά την κατοχύρωση του ονόματος, όταν έβαλε το στοίχημα να κλείσει τον οργανισμό».

Η κυβέρνηση απέτυχε και σε ένα άλλο επίπεδο. Κίνητρο της τολμηρής αυτής κίνησης ήταν να δείξει στους Ευρωπαίους δανειστές μας ότι είναι αποφασισμένη «να σπάσει αυγά», αλλά τελικά έσπασε τα μούτρα της και στο εξωτερικό. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι, ακόμη κι αυτοί που επιμένουν να κάνουμε γρήγορα μεταρρυθμίσεις, θεωρώντας προφανώς ότι η ΕΡΤ είναι κάτι σαν το BBC, την Deutsche Welle, τη RAI κ.λπ., φρίκαραν από το «μαύρο» της ελληνικής κρατικής τηλεόρασης. Οι επικρίσεις κατά της Ελλάδας ήταν μεγαλύτερες και από τις προηγούμενες, εκείνες που εμπεριείχαν τον ψόγο περί αδυναμίας της «να κλείσει έστω έναν οργανισμό».

Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, αποδείχθηκε ότι το εγχείρημα του πρωθυπουργού ήταν ασχεδίαστο, δεν είχε ευρύτερες συναινέσεις, δεν είχε επαρκή νομική τεκμηρίωση, δεν είχε καν ένα μίνιμουμ ηθικού ερείσματος. Το τελευταίο είναι αυταπόδεικτο. Τον τελευταίο χρόνο, στην ΕΡΤ έγινε πάλι το «έλα να δεις» με προσλήψεις ημετέρων, αποπομπές επαγγελματιών που δεν ήταν του γούστου του αρμόδιου υπουργού, εργολαβίες εκπομπών κ.λπ. Συνεπώς, από ηθικής απόψεως το εγχείρημα ήταν εξ αρχής υπονομευμένο. Δεν ήταν αναμάρτητη η κυβέρνηση για να ρίξει τον πρώτο λίθο στην αμαρτωλή ΕΡΤ.

Πιο ουσιαστική, όμως, είναι η κριτική για το «ασχεδίαστο του εγχειρήματος» και την «απουσία ευρύτερων συναινέσεων». Οι συναινέσεις εντός μιας τρικομματικής κυβέρνησης είναι αναγκαίες. Κατ’ αρχάς πολιτικά· πέρα από το τυπικό των αριθμών, υπάρχει και η ουσία: οι πολυκομματικές κυβερνήσεις δεν είναι χρήσιμες μόνο για να βγαίνουν τα κουκιά στη Βουλή. Aυτά τα είχε και ο κ. Γιώργος Παπανδρέου, αλλά δεν μπόρεσε τελικώς να κυβερνήσει. Μεγαλύτερη χρησιμότητα των πολυκομματικών κυβερνήσεων είναι για να δημιουργηθούν ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις σε μια ασκούμενη πολιτική. Στην περίπτωση της υπάρχουσας κυβέρνησης, η πολυκομματική κυβέρνηση χρειάζεται για να συναποφασίζουν περισσότεροι και διά της συναπόφασης να δημιουργούνται ευρύτερες κοινωνικές πλειοψηφίες. Σ’ αυτή τη βάση έχει δίκιο ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου κ. Σταύρος Τσακυράκης όταν έγραψε ότι «στην περίπτωση πολυκομματικής κυβέρνησης, η βούληση του υπουργικού συμβουλίου δεν τεκμαίρεται ούτε εκφράζεται από την πλειοψηφία των μελών του, αλλά πρέπει να αντιστοιχεί στη βούληση του κυβερνητικού συνασπισμού» («Παράνομη και βαθιά αντιδημοκρατική», protagon 13.6.2013).
 
Το ζήτημα του σχεδιασμού των μεταρρυθμίσεων είναι ακόμη πιο σύνθετο

(2) Η διαβούλευση των μεταρρυθμίσεων

Σε ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιο σύνθετος κανείς δεν ξέρει εκ των προτέρων τις επιπτώσεις μιας απόφασης και από πού θα του έρθουν οι αντιδράσεις. Το έμαθε με σκληρό τρόπο ο κ. Ταγίπ Ερντογάν που δεν περίμενε «το μεγαλύτερο βάσανο του κόσμου», δηλαδή το twitter· το έμαθε και ο κ. Αντώνης Σαμαράς, που μπορεί μεν να περίμενε αντιδράσεις των κυβερνητικών εταίρων και κοινωνικών φορέων για το κλείσιμο της κρατικής ραδιοτηλεόρασης, αλλά προφανώς δεν περίμενε τον ομόθυμο σχεδόν ψόγο των Ευρωπαίων εταίρων. 

Η πολυπλοκότητα που κάνει ελλιπείς τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς φάνηκε ανάγλυφα και στην περίπτωση του σήματος της ΕΡΤ. Ενώ, όπως δείχνουν τα πράγματα, η κυβέρνηση είχε σχέδιο να κλείσει τους πομπούς των κρατικών καναλιών δεν υπολόγισε την παράμετρο ΕΒU, την ένωση δηλαδή ευρωπαϊκών καναλιών που συνέχισε την αναμετάδοση από την υπό κατάληψη ΕΡΤ. Κυρίως δεν υπολόγισε την εκστρατεία βάσης (grassroot campaign) που παρέκαμψε διά του Διαδικτύου την κυβερνητική απαγόρευση μετάδοσης μετά το κλείσιμο.

Πώς μπορεί, λοιπόν, να αποφασίζει ένας οργανισμός -και στην περίπτωσή μας μια κυβέρνηση- σε ένα διαρκώς πιο σύνθετο περιβάλλον, μεγιστοποιώντας τις πιθανότητες επιτυχίας μιας πολιτικής;  

Πώς μπορεί να αποτιμήσει εκ των προτέρων τις περισσότερες δυνατές παραμέτρους μιας απόφασης σε ένα εξαιρετικά σύνθετο περιβάλλον; 

Ισως διά της μεθόδου του κ. Γιώργου Παπανδρέου, που πρώιμα εισήγαγε στην ελληνική πολιτική διαδικασία. Η διαβούλευση, για την οποία τόσο επικρίθηκε, ωφελεί. Οχι μόνο διότι δημιουργεί ευρύτερες συναινέσεις. Κυρίως διότι είναι μια μορφή brainstorming διά του οποίου αποκαλύπτονται και λαμβάνονται υπόψη διάφορες παράμετροι ενός ζητήματος, παράμετροι που κανένας άνθρωπος ή μικρή ομάδα ανθρώπων δεν μπορεί να σκεφτεί. Η διαβούλευση δεν είναι απλώς κάποιο δημοκρατικό ξόανο, το οποίο για ηθικούς λόγους όλοι οφείλουν να προσκυνούν και να εφαρμόζουν. Εχει πολιτικές ρίζες, αλλά οι επιχειρήσεις έδειξαν διά του brainstorming πόσο αποτελεσματική είναι. Τώρα, μάλιστα, πειραματίζονται, ανοίγοντας τη διαβούλευση στο ευρύ κοινό (βλ. σχετικά: «Wikinomics, η συμμετοχική οικονομία», «Καθημερινή», 25.5.2008).

Η διαβούλευση, λοιπόν, είναι μια διαδικασία που μεγιστοποιεί τις πιθανότητες επιτυχίας μιας απόφασης αλλά έχει ένα κακό: απαιτεί χρόνο και γι’ αυτό είναι ευάλωτη στον λαϊκισμό. Ειδικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που δεν έχει καν παράδοση του απλού κοινοβουλευτικού διαλόγου, το πείραμα του κ. Παπανδρέου με τις διπλές αναγνώσεις νομοσχεδίων στο υπουργικό συμβούλιο, τη σύνθεση απόψεων σε κοινοβουλευτικές επιτροπές, την προσπάθεια εμπλοκής των πολιτών διά της ηλεκτρονικής διαβούλευσης, φαντάζει ως εξωτική πολυτέλεια.

Το τακτικό πλεονέκτημα του λαϊκισμού είναι ότι απλοποιεί μέχρι απλοϊκότητας, παραβλέποντας σημαντικές παραμέτρους της πραγματικότητας. Ειδικά τη δημοκρατική διαδικασία την απλοποιεί και μέχρι θανάτου της· «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται». Γίνεται ελκυστικός διότι (εκτός όλων των άλλων) κάνει την πολιτική να μοιάζει εύκολη και θέμα «τσαμπουκά», τον οποίο πολλοί μπερδεύουν με την «πολιτική βούληση». Αυτό στην αρχή μοιάζει ελκυστικό, αλλά μακροχρόνια γίνεται εκρηκτικό.

(3) Το «χασομέρι» της Δημοκρατίας

Η οικονομική κρίση έδωσε ένα επιπλέον επιχείρημα στους επικριτές των «εξωτικών θεσμών διαβούλευσης». Το εκπληκτικό είναι ότι αυτή η κριτική δεν έγινε μόνο από τους γνήσιους λαϊκιστές, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς θεωρούν τη δημοκρατία περιττό παραφερνάλιο της πολιτικής, αλλά η αίσθηση του επείγοντος έκανε πολλούς εκσυγχρονιστές να φλερτάρουν με την ιδέα της παράκαμψης των χρονοβόρων διαδικασιών προς όφελος της ουσίας· ασχέτως αν εξ ορισμού η «ουσία» προκύπτει από την απόφαση των πολιτών, δηλαδή απαιτεί τη διαδικασία.

Σε πρώτο επίπεδο η κριτική είναι εύλογη και δεν είναι μόνο εγχώρια. Με το ίδιο επιχείρημα επικρίνονται και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία κατηγορείται διαρκώς ότι διαβουλεύεται τόσο πολύ, ώστε βρίσκεται διαρκώς ένα βήμα πίσω από τις ανάγκες αντιμετώπισης της κρίσης.

Αυτό είναι ένα διογκούμενο πρόβλημα της σύγχρονης δημοκρατίας. Γράφαμε παλαιότερα ότι «η οικονομία δεν είναι ένας απλός ισολογισμός εσόδων και δαπανών. Εμπεριέχει κι ένα πράγμα που λέγεται κοινωνία. Αυτή αντιδρά με ποικίλους τρόπους και μπορεί να ακυρώσει ακόμη και τις καλύτερες προθέσεις. Μπορεί, δηλαδή, όσα ξέρει ο κυβερνήτης να μην τα ξέρει ο κόσμος όλος, αλλά ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας προαπαιτεί να το καταλάβει ο κόσμος όλος. Διότι μπορεί οι αγορές να κινούνται πλέον με τις ταχύτητες του φωτός, οι κοινωνίες, όμως, έχουν τους δικούς τους ρυθμούς. Δεν αντιδρούν με το πάτημα ενός κουμπιού, όπως γίνεται με τη μεταφορά μερικών δισ. από τη Σιγκαπούρη στη Νέα Υόρκη σε κλάσματα δευτερολέπτου. Οι κοινωνίες έχουν διαδικασίες, συζητήσεις, διαπραγματεύσεις.  

Αυτήν τη χασομέρια την ονομάζουμε δημοκρατία. Και όπως πάνε τα πράγματα αναδεικνύεται ένα επιπλέον ερώτημα. Συμφωνήσαμε ότι οι αγορές υπαγορεύουν αποφάσεις. Τώρα συζητάμε αν θα πρέπει να ορίζουν και τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, δηλαδή την ίδια τη δημοκρατία;» («Το κόστος της καθυστέρησης» «Καθημερινή», 7.3.2010).

Ο τρόπος διακυβέρνησης του κ. Σαμαρά ήταν στον αντίποδα από εκείνο του κ. Παπανδρέου.  

Πρώτον, υπήρξε πολύ συγκεντρωτικός· συμμετείχε ακόμη και στις διαπραγματεύσεις για τις αποκρατικοποιήσεις και ομολογουμένως χωρίς μεγάλη επιτυχία. 

Δεύτερον πορεύτηκε με το ελάχιστο της διαβούλευσης, ήτοι μόνο με τους άλλους δύο πολιτικούς αρχηγούς. Δεν κατήργησε μόνο τη δεύτερη ανάγνωση των νομοσχεδίων στο υπουργικό συμβούλιο, αλλά και την πρώτη. Δεν έκανε υπουργικά συμβούλια, πέρασε πολλά μέτρα διά Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, και σπανίως πήγε στη Βουλή. Βεβαίως, με αυτόν τον συγκεντρωτικό και «αντιδιαβουλευτικό» τρόπο διακυβέρνησης δεν είδαμε και μεγάλη προκοπή. Αντιθέτως· είδαμε αντιμεταρρυθμίσεις και αποτυχίες στις αποκρατικοποιήσεις. Βλέπουμε επίσης μια τεράστια κρίση με αφορμή την ΕΡΤ, η οποία οδηγεί σε απρόβλεπτες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις.

Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, και ο άλλος, ο «αποτελεσματικός» τρόπος διακυβέρνησης συναντά τον τοίχο της αναποτελεσματικότητας. Μπορεί να λειτουργεί για ένα διάστημα, αλλά, όπως αποδείχθηκε στην Τουρκία με τον πολιτικά πανίσχυρο Ερντογάν, σωρεύει δυσαρέσκειες που μπορεί να προκαλέσουν έκρηξη, εκεί που δεν το περιμένει κανείς...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου