Αν δεν μπορείς να μετρήσεις,
δεν μπορείς να διοικήσεις. Στην Ελλάδα ούτε μετράμε, ούτε διοικούμε.
Ποιο είναι το αίτιο και ποιο το αιτιατό μικρή σημασία έχει. Η ουσία
είναι πως κανένα σχέδιο δεν συνοδεύεται από μια, υποτυπώδη έστω, μελέτη
για το πώς υλοποιείται και πόσο κοστίζει.
Πάρτε για παράδειγμα την «αξιολόγηση». Είναι η
καραμέλα της μόδας. «Θα γίνω υπουργός της αξιολόγησης», είπε, μόλις
ανέλαβε, ο Κυριάκος. Μακάρι. Όμως για να το πετύχει, θα χρειαστεί την
μακροβιότητα του πατέρα του επί πέντε, τουλάχιστον.
Η αξιολόγηση σε όλες τις σοβαρές επιχειρήσεις δεν
είναι κάτι που το ξεκινάς σήμερα, εκ του μηδενός. Είναι μια μόνιμη
διαδικασία που συνδέεται με στόχους: ατομικούς, ομαδικούς, εταιρικούς,
με συμπεριφορές, με πρωτοβουλίες, με δημιουργικότητα, με σχέσεις με
συναδέλφους και πελάτες και με καμιά δεκαριά ακόμα κριτήρια που θέτει
κάθε εταιρεία ανάλογα με το αντικείμενό της. Κι επειδή πάντα
καιροφυλακτεί το υποκειμενικό στοιχείο, τα συστήματα αξιολόγησης
εξελίσσονται (ενσωματώνοντας και εφαρμογές της πληροφορικής όπως π.χ.
ηλεκτρονικό πρωτόκολλο) με σκοπό να δημιουργήσουν όσο το δυνατόν
περισσότερες δικλείδες ασφαλείας, ώστε το τελικό αποτέλεσμα για κάθε
εργαζόμενο, οποιασδήποτε βαθμίδας, να αποτυπώνει κατά το δυνατόν
ακριβέστερα την πραγματική του επίδοση.
Όλα αυτά, βέβαια, προϋποθέτουν ανάλογη κουλτούρα,
αλλά και επίγνωση της αυταπόδεικτης αλήθειας ότι ένας μόνιμα
ακατάλληλος, ανεπαρκής ή τεμπέλης «συνάδελφος», στην πραγματικότητα
υπονομεύει την πορεία όλων.
Ας υποθέσουμε ότι μια εταιρεία δεν έχει κανένα
σύστημα αξιολόγησης και ο νέος διευθυντής θέλει να εφαρμόσει κάποιο. Θα
πρέπει να απευθυνθεί σε μια εξειδικευμένη εταιρεία συμβούλων HR
(Ανθρωπίνων Πόρων), η οποία θα του προτείνει δύο επιλογές. Η μία είναι η
«εγκατάσταση» ενός συστήματος, στη λογική του οποίου θα εκπαιδευθούν
όλοι οι εργαζόμενοι, σιγά – σιγά θα γίνει μέρος της εταιρικής τους ζωής
και θα αποδώσει πλήρως μετά από δύο τουλάχιστον χρόνια (θα πρέπει π.χ.
να επιστρέψουν στη δουλειά και όσες έχουν άδεια εγκυμοσύνης).
«Ναι, αλλά δεν μπορώ να περιμένω τόσο πολύ»
θα αντιτείνει ο νέος διευθυντής. Τότε θα του προτείνουν κάτι άλλο:
άμεση αξιολόγηση όλων των εργαζομένων με ένα σύνολο μεθόδων που
περιλαμβάνει μελέτη του βιογραφικού και του φακέλου, αρκετά τεστ
(ψυχομετρικά, νοημοσύνης, ομαδικότητας), ασκήσεις προσομοίωσης, case
studies ειδικά διαμορφωμένες για κάθε θέση εργασίας, ατομικές
συνεντεύξεις, συνεντεύξεις με προϊσταμένους, υφισταμένους, ομοιόβαθμους.
Χρόνος για κάθε εργαζόμενο: από έναν έως αρκετούς μήνες, δεδομένου ότι
όλα θα γίνονται παράλληλα με τη δουλειά του. Κόστος: από 5.000 έως
10.000 ευρώ το άτομο. Ακριβά; Καθόλου, αν σκεφτεί κανείς ότι ένας
αποδοτικός εργαζόμενους μπορεί να φέρει κι ένας ακατάλληλος να «κάψει»
πολλαπλάσια.
Ο ένας μήνας είναι το μικρότερο χρονικό διάστημα για
μια σοβαρή αξιολόγηση, καθώς από την πληρότητά της εξαρτάται το
επαγγελματικό μέλλον ενός ανθρώπου, αλλά και της επιχείρησης! Όσο πιο
έμπειροι είναι οι αξιολογητές, όσο περισσότερα «εργαλεία»
χρησιμοποιήσουν, όσο περισσότερο χρόνο αφιερώσουν στον αξιολογούμενο,
τόσο ακριβέστερη, αλλά και ακριβότερη, θα είναι η «ετυμηγορία» τους.
Υπάρχει και συνδυασμός των δύο επιλογών: άμεση αξιολόγηση για τους
εργαζόμενους σε θέσεις ευθύνης και μακροπρόθεσμη για αυτούς των
κατώτερων βαθμίδων.
Αυτά στον Ιδιωτικό. Στον Δημόσιο ποιο σύστημα μπορεί
να εφαρμοστεί; Μπορεί «να τρέξει» η αξιολόγηση εσωτερικά; Ποιοι θα
είναι οι αξιολογητές; Ποιος και πώς θα τους ορίσει; Ποιος θα ορίσει
αυτόν που θα τους ορίσει; Μπορούν σάπιες ή απολιθωμένες αλλά, πάντως,
εντελώς ξένες με την έννοια της ποιότητας και της σχέσης κόστους /
αποτελέσματος, δομές, να αξιολογήσουν τον εαυτό τους;
Μπορεί το
κομματόσκυλο - διευθυντής να αξιολογήσει αντικειμενικά το αντίπαλο
κομματόσκυλο - τμηματάρχη;
Το παιδαριώδες ερωτηματολόγιο που μας
παρουσίασε πρόσφατα η Δημόσια Διοίκηση ως κίνηση αξιολόγησης, με τις
επιεικώς γελοίες ερωτήσεις είναι ενδεικτικό του πόσο ασύμβατα μεταξύ
τους είναι το Δημόσιο και η έννοια της αξιολόγησης. Μπροστά τους ο
φάντης και το ρετσινόλαδο είναι δίδυμα.
Και ποιος θα αναλάβει το
πολιτικό κόστος να απομακρύνει όσους κρίθηκαν ανεπαρκείς όταν είναι
σίγουρο ότι θα βγουν στα κάγκελα, καταγγέλοντας ότι ήταν θύματα της
«κλίκας» του κάθε υπουργού;
Και ποιος μπορεί να είναι σίγουρος ότι αυτό
δεν θα είναι, όντως, αλήθεια;
Άρα, την αυτοαξιολόγηση του Δημοσίου την ξεχνάμε.
Τι
μένει;
Οι εξωτερικοί σύμβουλοι.
Πρώτο πρόβλημα: πώς τους επιλέγεις.
Ποιος έχει στο Δημόσιο την ικανότητα να κρίνει ποια εταιρεία είναι
επαρκής και ποια όχι; Και επίσης, ποιος μπορεί και θέλει να πολεμήσει με
τους μηχανισμούς της διαφθοράς που ξέρουν να μεταλλάσσονται γρηγορότερα
κι από τον HIV;
Διότι, να είστε σίγουροι, μόλις ανακοινωθεί παρόμοια
πρόθεση θα δημιουργηθούν στο άψε – σβήσε μαϊμουδοεταιρείες αξιολόγησης,
έτοιμες να μειοδοτήσουν στην τιμή αλλά και στην ηθική, για να κάνουν τα
θελήματα του συστήματος που θα προσπαθήσει ακόμα μια φορά να
προστατεύσει τα “δικά του παιδιά”.
Ας πούμε, όμως, ότι, ως δια μαγείας, και εταιρεία
βρίσκουμε, και καλή είναι, και κανένας δεν της στέλνει ραβασάκι του
τύπου: “για την Γ.Χ. ενδιαφέρεται προσωπικά ο κ. Υπουργός”. Πώς
αξιολογούνται 750.000 άτομα;
Να βγάλουμε στρατιωτικούς και αστυνομικούς
απ’ έξω; Να τους βγάλουμε, για την οικονομία του υπολογισμού μολονότι,
αν θέλετε τη γνώμη μου, από κει θα έπρεπε να ξεκινήσει η αξιολόγηση. Ας
πούμε, λοιπόν, ότι μένουν 500.000 του “στενού” Δημόσιου και των ΔΕΚΟ.
Για πάρτε μολύβι και χαρτί: 500.000 άτομα επί έναν
μήνα και 5.000 ευρώ “το κεφάλι” μας κάνουν 500.000 ανθρωπομήνες και 2,5
δισ. ευρώ. Πόσοι θα είναι οι αξιολογητές; Να είναι 100; (Στην ελληνική
αγορά πάντως δεν υπάρχουν 100 έμπειρα στελέχη του HR που να μπορούν να
αναλάβουν τόσο σημαντική ευθύνη.)
Ας δεχθούμε όμως ότι τους βρήκαμε και
τους βάζουμε, και τους 100, να δουλεύουν πυρετωδώς, χωρίς διακοπές τον
Αύγουστο. Ο χρόνος μειώνεται… δραστικά στους 5.000 μήνες, δηλαδή η
αξιολόγηση θα τελειώσει το 2429, τον Δεκέμβριο, λίγο πριν τις γιορτές!
Αν κάνουν διακοπές, θα τελειώσει το 2467! Για τα λεφτά, όπως
αντιλαμβάνεστε, δεν υπάρχει πρόβλημα. Μπορούμε άνετα να υπογράψουμε μια
επιταγή 2,5 δισ. ευρώ με ημερομηνία Νοεμβρίου (του 2429 ή και του 2467
μ.Χ.), λίγο αργότερα από τότε που θα εισπράξουν οι ομολογιούχοι τις
κουρεμένες τους αποταμιεύσεις. Αν ζούσε ο Αντρέας θα το είχε κάνει ήδη.
Άρα ποια είναι η λύση;