Του Ηλια Μαγκλινη
Αν εκλάβει κάποιος στα σοβαρά όλα όσα ευαγγελίζεται ο Σλαβόι Ζίζεκ,
τότε θα πρέπει να του πει ότι υποστηρίζει τη λάθος Αριστερά στην Ελλάδα.
Οι φωτογραφίες κάτω από το πορτρέτο του Στάλιν, οι αφορισμοί και το
μαύρο χιούμορ του σχετικά με τα γκουλάγκ αρμόζουν ίσως σε ορισμένες
ήσσονος σημασίας συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, δείχνουν όμως ότι μάλλον αγνοεί
πως άλλο κόμμα έχει αποκαταστήσει τον Στάλιν στην Ελλάδα.
Τι να πρωτοπιστέψει κανείς όμως;
Τον Ζίζεκ που αστειεύεται για τα
γκουλάγκ παρόντος του Αλέξη Τσίπρα ή τον Ζίζεκ που τον Ιούλιο του 2004,
σε συνέντευξή του στο περιοδικό The Believer, συνέκρινε τον σταλινισμό
με τον ναζισμό; Σε εκείνη τη συνέντευξη μάλιστα, δήλωνε ότι το σταλινικό
καθεστώς ήταν πολύ πιο «παράδοξο και διεστραμμένο» απ’ ό,τι το
ναζιστικό, καθώς το πρώτο υποχρέωνε τα θύματά του, μέσα από
βασανιστήρια, να ομολογούν τη δήθεν ενοχή τους. Στον «φασισμό, αν ήσουν
Εβραίος απλώς σε σκότωναν. (...) Γιατί αυτή η αλλόκοτη ανάγκη (στον
σταλινισμό) οι μελλοθάνατοι να ομολογήσουν;». Για τον Ζίζεκ, «απλοϊκά
μιλώντας, ο φασισμός είναι σχετικά εύκολο να εξηγηθεί. Είναι ένα
αντιδραστικό φαινόμενο. (...) Η τραγωδία με τον σταλινισμό είναι ότι
περιλάμβανε κάποιου είδους σχέδιο που είχε στόχο την κοινωνική
απελευθέρωση. Θεμέλιό του είναι κάποιος τύπος εργατικής εξέγερσης. Το
πραγματικό αίνιγμα είναι πώς αυτό το σχέδιο απελευθέρωσης πήγε τόσο
στραβά».
Ο Ζίζεκ, για όλους τους παραπάνω λόγους, μελετά εδώ και χρόνια τον
σταλινισμό ως ιστορικό φαινόμενο, απορρίπτοντας τις σχετικές
καταδικαστικές αποφάνσεις συντηρητικών και φιλελευθέρων.
Θα μπορούσε
λοιπόν κάποιος να χαρακτηρίσει τον Σλαβόι Ζίζεκ «νεο-σταλινικό»;
Ο ίδιος
χαρακτηρίζει τον εαυτό του «λακανικό μαρξιστή» πάντως...
Υπάρχει όμως ο νεοσταλινισμός;
Η απάντηση θα μπορούσε να είναι εύκολη αν
περιοριζόμασταν στο ΚΚΕ: το κόμμα του Περισσού αποκατέστησε τον Στάλιν
ανατρέχοντας σ’ εκείνα τα ωραία χρόνια, πριν από την ιστορική τετράωρη
ομιλία του Χρουστσόφ (Φεβρουάριος 1956), όταν ακόμα ουδείς στο ανατολικό
μπλοκ είχε μιλήσει για «εγκλήματα του Στάλιν». Ελλείψει του πατρικού
σοβιετικού κομμουνιστικού κόμματος, το ορφανεμένο παρακλάδι του Περισσού
μπορεί πλέον να κινείται όπως αυτό θέλει.
Ο όρος «νεοσταλινισμός» όμως είναι παλαιός. Για την ακρίβεια, η πρώτη
φορά που διατυπώθηκε ήταν το 1948 και μάλιστα από τον Αμερικανό...
τροτσκιστή Χαλ Ντρέιπερ. Ο τελευταίος διαχώρισε τότε τον προπολεμικό
σταλινισμό από τον μεταπολεμικό, λέγοντας πάντως ότι αυτό που τα ενώνει
(όπως και τον φασισμό) είναι ο «νεο-βαρβαρισμός». Μέσα στη δεκαετία του
’60, Αμερικανοί πράκτορες της CIA μιλούσαν για «νεοσταλινισμό» όταν
συνέκριναν τις αυταρχικές πρακτικές των Σοβιετικών ηγετών με τις
αντίστοιχες του Ιωσήφ Στάλιν. Σήμερα πια, όταν γίνεται λόγος για
νεοσταλινισμό, συνήθως είναι για να περιγραφεί, π.χ., ένα καθεστώς όπως
αυτό της Βόρειας Κορέας.
Κατά τον ιστορικό Ρόι Μεντβέντεφ, πέρα από τις
αναφορές σε κάποια καθεστώτα, ο «νεοσταλινικός» περιλαμβάνει όσους
στοχεύουν σε μια ιστορική αποκατάσταση του Στάλιν, στην ταύτιση μαζί του
και με το καθεστώς που επέβαλε, καθώς και τους νοσταλγούς της
σταλινικής περιόδου, νοσταλγία που συχνά εκπορεύεται από το πνεύμα
ενότητας που διέκρινε τη Σοβιετική Ενωση κατά τη διάρκεια του Μεγάλου
Πατριωτικού Πολέμου.
Αυτό που δεν ομολογούν ανοιχτά οι νοσταλγοί του
σταλινισμού είναι τη νοσταλγία τους για την περίοδο της Τρομοκρατίας,
συνήθως διότι την αμφισβητούν («δεν ήμασταν κι εκεί για να μπορούμε να
μιλήσουμε για εγκλήματα», είχε δηλώσει κάποτε η πρώην Γ.Γ. του ΚΚΕ Αλέκα
Παπαρήγα, επί των ημερών της οποίας αποκαταστάθηκε ο Στάλιν). Πάντως,
είναι συχνό φαινόμενο η νοσταλγία του σταλινισμού να συνδυάζεται με μια
θετική αποτίμηση του Ροβεσπιέρου και του Σεν Ζιστ, υπευθύνων δηλαδή της
άλλης αιματηρής εποχής Τρομοκρατίας στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία (ο
Ζίζεκ έχει εκφράσει μερικές αμφιλεγόμενες κρίσεις και για τον
Μαξιμιλιανό Ροβεσπιέρο...).
Ορισμένες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως το 2008 σχεδόν οι μισοί από τους
πολίτες της Ρωσίας έβλεπαν με καλό μάτι την εποχή του Στάλιν, ενώ πολύ
πρόσφατη δημοσκόπηση του Κέντρου Λεβάντα αναδεικνύει τον Μπρέζνιεφ πρώτο
σε δημοτικότητα (αρνητικά ψήφισε το 29%), τον Λένιν δεύτερο και τον
Στάλιν τρίτο. Προφανώς και αυτό λέει κάτι για τις δεινές συνθήκες ζωής
που βιώνουν οι Ρώσοι πολίτες τα τελευταία χρόνια, καθώς και για το
πνεύμα δεσποτισμού που έχει διαποτίσει τη ρωσική κοινωνία, κατάλοιπο όχι
μόνο του σταλινισμού αλλά κυρίως του μακραίωνου τσαρισμού.
Τι νοσταλγεί όμως ένας νεοσταλινικός;
Μήπως επιστρέφει όμως – έστω και μεταλλαγμένο;
Τον Μάρτιο του 2009
πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο μία συνδιάσκεψη με τον γενικό τίτλο «Η ιδέα
του κομμουνισμού». Ο όρος συμμετοχής των ομιλητών ήταν ο εξής: «Οποια
και αν ήταν η προσέγγισή τους, είχαν να υποστηρίξουν πως η λέξη
“κομμουνισμός” μπορεί και οφείλει να ξαναβρεί σήμερα μια θετική αξία»
(Alain Badiou, «Η κομμουνιστική υπόθεση», εκδ. Πατάκη). Πρωτεργάτες
μάλιστα της συνδιάσκεψης ήσαν οι Badiou και Ζίζεκ. Βεβαίως, σε αντίθεση
με τον Χίτλερ και τον ναζισμό, που είναι αδιαχώρητοι, ο κομμουνισμός
νοείται και χωρίς τον Στάλιν.
Προς τι λοιπόν η έστω και ελαφρά τη καρδία επίκλησή του από έναν σταρ
της φιλοσοφίας όπως ο Ζίζεκ; Η πρόκληση;
Ισως. Μεταξύ σοβαρού και
αστείου πάντως, εντοπίζονται και κάποιες τάσεις. Πιο ανησυχητική, μια
γενική απαξίωση και περιφρόνηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε
συνδυασμό με μια καταφυγή στη βία και στη νοσηρή έλξη που αυτή προκαλεί.
Κάπως έτσι φτάσαμε σήμερα να μιλάμε για νεοσταλινικούς (και βέβαια,
νεοναζιστικούς) βρικόλακες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου