ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Περί προσωπολατρίας

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ

Τα ιστορικά πρόσωπα τα οποία περιλαμβάνονται στο γράφημα που συνοδεύει το άρθρο, έχουν μεταξύ τους αβυσσαλέες διαφορές. Εχουν όμως και ένα κοινό σημείο: όλα έχασαν την εξουσία όταν έχασαν τη ζωή τους – είτε από φυσικό θάνατο (Στάλιν, Μάο) είτε από βίαιο (Χίτλερ, Τσαουσέσκου). 

Κάποια από αυτά τα πρόσωπα κυβέρνησαν ολόκληρες δεκαετίες (ο Μάο, ο Στάλιν, ο Κιμ Ιλ Σουνγκ της Βορείου Κορέας), άλλοι με διακοπές (όπως ο Χουάν Περόν στην Αργεντινή), όλα όμως παρέμειναν αγκιστρωμένα στην εξουσία και, πάνω απ’ όλα, οι ιστορικές αυτές προσωπικότητες αποτέλεσαν αντικείμενο μιας άλλοτε αυθόρμητης και άλλοτε επιβεβλημένης, διά της βίας δηλαδή, προσωπολατρίας.

Ο πρόσφατος, πρόωρος θάνατος του Ούγκο Τσάβες και κυρίως ο θρήνος και ο σπαραγμός που ακολούθησε από τον απλό πολίτη της Βενεζουέλας, επανέφερε στο προσκήνιο ένα σκηνικό που έχουμε ζήσει πολλάκις στο πρόσφατο παρελθόν. Οι εκφράσεις μαζικής υστερίας από τα πλήθη δεν είναι βεβαίως αποκλειστικώς φαινόμενο της πολιτικής. Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά των νεαρών κορασίδων όταν ο Ελβις κουνούσε πονηρά τον γοφό του και όταν οι Μπιτλς έλεγαν απλώς «γιε, γιε», έχουν χαραχτεί στις μνήμες όλων. Σε ό,τι αφορά τα καθ’ ημάς, δύσκολα μπορεί κανείς να λησμονήσει την απίστευτη κοσμοσυρροή στους δρόμους της Αθήνας τον Μάρτιο του 1994 για την κηδεία της Μελίνας Μερκούρη.  

Είναι όμως η ατόφια πολιτική που καταλαμβάνει το μερίδιο του λέοντος στην προσωπολατρία, σε αυτό που οι αγγλόφωνοι ονομάζουν «cult of personality», που πρώτος ανέλυσε ο Μαξ Βέμπερ. Παραμένοντας στα δικά μας, κάποιοι ίσως να θυμηθούν εδώ τις εικονίτσες έξω από το Ωνάσειο όταν νοσηλευόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, το 1996, ή τις κηδείες των Κωστή Παλαμά το 1943 και Γεωργίου Παπανδρέου το 1968.

Εκφράσεις λατρείας όμως όπως οι παραπάνω είχαν περισσότερο χαρακτήρα περίστασης (διαμαρτυρία στην Κατοχή και τη χούντα) και η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα η λατρεία σε ένα πρόσωπο δεν βρήκε ποτέ ανάλογα εύφορο έδαφος όπως σε άλλες χώρες. 

Η εξήγηση είναι μάλλον απλή: επειδή είμαστε διαχρονικά και κατά βάθος ένας λαός διχασμένος, δεν μπορεί ένας να λειτουργήσει για όλους. Κάθε φορά ο διχασμός το αποτρέπει. Γι’ αυτό δύσκολα θα μπορούσαμε να έχουμε έναν Κεμάλ. Εκεί όπου υπήρχε ο Βενιζέλος, υπήρχε και ο βασιλιάς. Και εκεί όπου ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν και ο Γεώργιος Παπανδρέου και, αργότερα, ο Ανδρέας. Επιπλέον, φαίνεται ότι μας ταιριάζει περισσότερο να βρίσκουμε τον εαυτό μας στον εχθρό, στο αρνητικό, στη δαιμονοποίηση, στο μίσος και όχι στην έννοια του ήρωα, του «υπερανθρώπου» που θα κάνει υπερβάσεις με θετικό πρόσημο.

Λέγεται ότι η προσωπολατρία ανθεί σε λιγότερο ανεπτυγμένα έθνη ή, αν προτιμάτε, σε λαούς με πιο ευάλωτη αυτοεκτίμηση και, κυρίως, σε χώρες με έλλειμμα δημοκρατίας –όπως αυτή αναπτύχθηκε στον δυτικό κόσμο–, τα έθνη των οποίων προσπαθούν μέσα από μια ηρωική προσωπικότητα να κάνουν μια προβολή του εαυτού τους. Ουσιαστικά, η προβολή αυτή συμβαίνει στο πρόσωπο ενός «ήρωα», μιας προσωπικότητας με στοιχεία «υπερανθρώπου» ή, όπως και πάλι θα το έλεγαν οι αγγλόφωνοι, ενός ανθρώπου «larger than life». Με άλλα λόγια, η ψυχή των ανθρώπων βρίσκει διέξοδο σε κάτι που δεν ελέγχεται από την πραγματικότητα. Γι’ αυτόν το λόγο, είναι τόσο σπαρακτικό το πένθος μετά τον θάνατο αυτής της προσωπικότητας: ο απλός πολίτης αισθάνεται ότι έχει χάσει ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού του και ώσπου να ξαναβρει εαυτό σε μια καινούργια προσωπικότητα, τα πράγματα ψυχικά είναι μετέωρα.
 
Το βέβαιο είναι ότι τέτοια πρόσωπα «δεν είναι ένας από εμάς». Ο Μάο καθόρισε τη μοίρα της σύγχρονης Κίνας, αλλά «δεν ήταν ένας από τους πολλούς». Ωστόσο, ο Τσάβες ήταν «ένας από εμάς», ή τουλάχιστον έτσι λανσαρίστηκε, και σε σημαντικό βαθμό η ενασχόλησή του με τον απλό, λαϊκό άνθρωπο του τόπου του ήταν κάτι που τον χαρακτήριζε ως δημόσια εικόνα. Από την άλλη, αυτό που έβγαζε προς τα έξω ήταν η εικόνα μιας εξέχουσας προσωπικότητας που ανόρθωσε σημαντικά το εθνικό ανάστημα των συμπατριωτών του, εκμεταλλευόμενος τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της χώρας. Αυτό του έδινε το δικαίωμα να μιλάει επιθετικά προς τους Αμερικανούς στον ΟΗΕ ή, σε άλλες περιπτώσεις, η πληθωρική του συμπεριφορά να εκνευρίζει τον βασιλιά της Ισπανίας.

Φαίνεται λοιπόν ότι τέτοιες προσωπικότητες δημιουργούν μια αύρα γύρω τους ξεφεύγοντας, στα μάτια του απλού λαού, «από τα ανθρώπινα μέτρα». Και όταν οι λαοί βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση, η αναγωγή σε μυθικές εικόνες του ασυνειδήτου δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Π.χ., η λατρεία και κυρίως η βαθιά, η απόλυτη εμπιστοσύνη των Γερμανών προς τον Αδόλφο Χίτλερ είχε σε σημαντικό βαθμό να κάνει με το γεγονός ότι ο Φίρερ ξέπλυνε τη Γερμανία από την ταπείνωση και την ντροπή του 1918 και των χρόνων του Μεσοπολέμου (για να την καταβυθίσει στη συνέχεια σε ακόμα βαθύτερη, τραγικότερη ταπείνωση). Οι Γερμανοί πίστεψαν βαθιά στον Χίτλερ. Και δεν τον πίστεψε μόνο ο απλός λαός, αλλά και ολόκληρη σχεδόν η γερμανική ελίτ σε μια εποχή κατά την οποία σάρωνε τα Νομπέλ: από τον Χάιντεγκερ έως τον Καρλ Σμιτ, τον Σάντεβαλντ κ.ά.

Για τους ψυχαναλυτές, η προσκόλληση αυτή σε ηγέτες σχετίζεται με την προσκόληση του παιδιού στην πατρική φιγούρα. Ομως, «η απόσπαση του ανεπτυγμένου ατόμου από την εξουσία των γονέων είναι ένα απ’ τα πιο αναγκαία, μα ταυτόχρονα κι απ’ τα πιο επίπονα επιτεύγματα της αρχής της εξέλιξης», γράφει ο Οτο Ρανκ στο κλασικό σήμερα «Ο μύθος για τη γέννηση του ήρωα» (μτφρ. Μ. Μαρκίδη, Ερασμος, 1982). «Είναι απολύτως απαραίτητο», συνεχίζει, «να συντελεστεί αυτή η αποδέσμευση και μπορεί να θεωρηθεί σαν δεδομένο πως κάθε κανονικά ανεπτυγμένο άτομο την έχει εξασφαλίσει σε κάποιο βαθμό. Η κοινωνική πρόοδος ουσιαστικά βασίζεται πάνω σ’ αυτή την αντίθεση ανάμεσα στις δύο γενιές. Από την άλλη, υπάρχει μια τάξη νευρωτικών, που η κατάστασή τους υποδηλώνει πως απέτυχαν να λύσουν αυτό ακριβώς το πρόβλημα».

Θα πρέπει βέβαια να γίνει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στις χαρισματικές προσωπικότητες που απολαμβάνουν της συμπάθειας του λαού και σε αυτή την άμετρη προσωπολατρία και μυθοποίηση. Για παράδειγμα, πολλοί Αμερικανοί έκλαψαν όταν πέθανε ο Ρούζβελτ και όταν δολοφονήθηκε ο Κένεντι, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κάποιος να μιλήσει για λατρεία. Στους δε Βρετανούς, ο Τσόρτσιλ του Πολέμου έχασε τις εκλογές το 1945.

Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για νευρωτικούς λαούς ή έθνη ή γενικεύουμε επικίνδυνα;  

Το ζήτημα είναι πολύ μεγάλο. Πάντως, την πιο ουσιαστική κουβέντα πάνω στο θέμα την είπε ένας άνθρωπος ο οποίος, κατά τα άλλα, εξύμνησε τον Στάλιν, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Αλίμονο στους λαούς που έχουν ανάγκη από ήρωες».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου