ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Αυτό που κάποιοι ισχυρίζονται πως «είμαστε» είναι αυτό που θέλουν να
μας κάνουν. Όταν μας περιγράφουν σαν άθυρμα εθνοτήτων, χωρίς παρελθόν
και παρόν, μας προετοιμάζουν για το μέλλον. Όταν γράφουν στον τοίχο
«είμαστε όλοι ξένοι, είμαστε όλοι μετανάστες», μας παροτρύνουν να
αισθανθούμε και να γίνουμε τέτοιοι. Όταν μιλούν για Μαύρη Αθηνά και
πράσινα άλογα, μας έχουν κληρώσει για αφρικανική χώρα.
Προκρίνοντας τις “ταξικές” από τις “εθνικές” διαφορές [πρόσφατο ακόμα το
ανεκδιήγητο, ακόμα και ως διατύπωση, σύνθημα των ...εκπαιδευτικών του
ΠΑΜΕ: «Κράτα το καλά: είτε στον αγώνα είτε στην υποταγή, ποτέ όλοι οι
Έλληνες δεν ήταν μαζί!»] κάποιοι αρνούνται ότι πάνω από τα επιμέρους
συμφέροντα που χωρίζουν ανθρώπους διαφορετικών τάξεων, υπάρχει ένα
ευρύτερο που τους ενώνει: Εκείνο της διατήρησης ανέπαφου του κρατικού
μορφώματος [πείτε το όπως θέλετε] στο οποίο έχουν την τύχη ή [και] την
ατυχία να ζουν. Λες και η αποδυνάμωση, η υπαγωγή του σε κάποια
«ευρύτερη ζώνη επιρροής» θα …καταργούσε τις ταξικές διαιρέσεις. Ή λες
και, ακόμα κι αν το έθνος αποτελεί φαντασιακή κοινότητα, όπως διδάσκουν
οι διάφοροι Benedict Anderson και Eric Hobsbawm, η …Ευρώπη των λαών και η
…Παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, αποτελούν ΑΛΗΘΙΝΕΣ κοινότητες…
Οι αποδομιστές της έννοιας του έθνους έρχονται, ή μάλλον προσκαλούνται,
στη χειρότερη στιγμή για να προσφέρουν υπηρεσίες. Οι θεωρίες τους είναι
το ισοδύναμο της εφαρμογής της φυσικής των υποατομικών σωματιδίων στον
μακρόκοσμο. Ακολουθώντας συλλογισμούς σαν τους δικούς τους, φτάνει
κανείς στην κατάργηση όχι της έννοιας του έθνους, αλλά της έννοιας του
ίδιου του εαυτού, ως αυτοσυνείδητου υποκειμένου.
Μήπως οι άνθρωποι που εργάζονται [συνειδητά] για την Παγκοσμιοποίηση
μάχονται για ένα καλύτερο αύριο, μήπως μας σπρώχνουν προς μια
αρμονικότερη συμβίωση; Υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι επιδιώκουν
κάτι άλλο από την μετατροπή μας σε απονευρωμένους καταναλωτές –
πελάτες;
Το ότι μετέρχονται …ανθρωπιστικά και ειρηνιστικά συνθήματα δεν
θα έπρεπε να αρκεί για να τους καθιστά a priori ύποπτους; Κι ακόμα και
αν η πατριωτική ιδεολογία υπήρξε ένα εφεύρημα, όπως η παγκοσμιοποίηση,
δεν θα ‘πρεπε να δούμε ποιο από τα δυο φέρνει αποτελέσματα;
Στα χρόνια της δικτατορίας βρίσκονται οι ρίζες της αντιπάθειας των
νεότερων για την «ελληνικότητα». Όμως και η φαυλοκρατία που επέστρεφε
σύσσωμη το ’74, θα έκανε ότι μπορούσε για μεγαλώσει αυτή την αντιπάθεια,
δρέποντας δάφνες αντιδικτατορικού αγώνα …εξ αποστάσεως [ενώ η
πλειονότης των αληθινών αντιστασιακών διακτινιζόταν από τις φυλακές της
Χούντας ...στο περιθώριο της δημοκρατικής σκηνής]. Αφού λοιπόν
στιγματισθεί πρώτα ως «εθνικοφροσύνη», το πατριωτικό αίσθημα θα
ταυτιστεί με τον πονηρό πολιτευτή, τον «Ρίτσο» και την «αρχαία
τραγωδία». Ταυτόχρονα και όχι τυχαία, όλο και περισσότεροι ήχοι, ιδέες,
εικόνες, θ’ αρχίσουν να τρυπώνουν από την πολιτιστική «κερκόπορτα». Το
αίτημα ήταν επιτακτικό: να γίνουμε κοσμοπολίτες, να ξελασπώσουμε από τα
αμπέχονα, τη μούχλα και την απλυσιά της μεταπολιτευτικής αρένας. Οι
βάσεις μιας νέας, εν μέρει υγιούς ξενομανίας έμπαιναν τότε και ο ΗΧΟΣ θα
έπαιζε το ρόλο του σ’ αυτήν. Τότε ακριβώς θα εμφανισθούν τα πρώτα
παραδείγματα αυτού που στα ’90s πια είχε γίνει καθεστώς.
Με την πάροδο του χρόνου, η ιδέα του αδιέξοδου και μιας επερχόμενης
καταστροφής [«τίποτα δεν συμβαίνει, τίποτα δεν παράγεται σ' αυτό τον
τόπο»] θα ενσταλάζει στο μυαλό όλο και περισσότερων. Η, καινοφανής
άλλοτε, τάση απομυθοποίησης των πάντων με συνοπτικές διαδικασίες [της
έννοιας της πατρίδας πρωτοστατούσης] θα γίνει κοινός τόπος. Μα αν για
κάποιους ήταν κραυγή απελπισίας, για κάποιους άλλους ήταν η λεωφόρος για
την «αποενοχοποίηση», το πάρτι με τα ευρωπαϊκά πακέτα, το lifestyle,
το σκυλάδικο, τον κυνισμό του πρώην αριστερού και τη «ροκιά» του τζάμπα
μάγκα.
Κάποια στιγμή, απειλούμενοι από οριστική μετάλλαξη σε υβριδικές
οντότητες [ξένοι στη χώρα που μας γέννησε, ξένοι και για τις χώρες της
προτίμησής μας], κάποιοι από μας αντιληφθήκαμε πως δεν είναι ανάγκη να
είσαι «εθνικιστής» για να αγαπάς τον τόπο σου. Πως κάποιοι άλλοι,
αυτόχθονες ή ξένοι, αγαπούν την Ελλάδα έχοντας αγαπήσει πρώτα τον
πολιτισμό της. Πως εκείνοι που δεν αισθάνονται τίποτα γι’ αυτήν είναι
εκείνοι που αγνοούν την ιστορία της. Και πως αν κάποτε βιώσαμε την
ετερότητα μέσα από τους ήχους κάποιων Beatles, «δεν τρέχει τίποτα» να
νιώσουμε και λίγο …Έλληνες μέσα από ένα δημοτικό τραγούδι.
Α ναι, κι ότι η απόδοση ευσήμων σε αυτό που ονομάσθηκε «ελληνικός
πολιτισμός», δεν είναι υπόθεση προγονοπληξίας, αλλά αισθητικής και
δικαιοσύνης.
Ακόμα κι αν η διαχρονικότητα αυτού του πολιτισμού είχε επινοηθεί,
όπως λένε οι ανιστόρητοι … στα τέλη του 18ου αιώνα, ως εργαλείο
απόσχισης από την Οθωμανία, καλώς επινοήθηκε.
Ακόμα κι αν δεν είχε υπάρξει, θα έπρεπε να την εφεύρουμε.
Ακόμα κι αν δεν είχε υπάρξει, θα έπρεπε να την εφεύρουμε.
Κι αν είναι να αποδομηθεί σήμερα, στο όνομα του …έξυπνου χρήματος, καλύτερα να αποδομήσουμε τους αποδομιστές της.
Δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού ΗΧΟΣ που κυκλοφόρησε το Μάρτιο 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου