Του Γιωργου Π. Τερζη
Σχεδόν επτά δεκαετίες από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μία
ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να βγάλει από την ντουλάπα τους σκελετούς
των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου. Και, πλέον,
καλείται να αποφασίσει τους επόμενους, ομολογουμένως λεπτούς, χειρισμούς
προκειμένου το ζήτημα αυτό να μην «στοιχειώσει» και την ίδια.
Το
Μέγαρο Μαξίμου τηρεί σιγή όλο αυτό το διάστημα, αποφεύγοντας οποιοδήποτε
σχόλιο που θα μπορούσε να μεταφέρει το ζήτημα του κατοχικού δανείου στο
επίκεντρο της διαπραγματευτικής προσπάθειας του πρωθυπουργού, που
επικεντρώνεται στην οικονομία. Είναι ενδεικτικό ότι εκείνος που ανέλαβε
να απαντήσει στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν
ο υπουργός Εξωτερικών κ. Δημ. Αβραμόπουλος και όχι ο ομόλογός του κ. Γ.
Στουρνάρας. Ουδείς στο Μαξίμου, άλλωστε, επιθυμούσε στα τόσα ανοικτά
θέματα μεταξύ Σόιμπλε και Στουρνάρα (μνημόνιο, διαρθρωτικά, «κούρεμα
χρέους») να προστεθεί και αυτό των γερμανικών αποζημιώσεων.
Με την
πρωτοβουλία διερεύνησης του ζητήματος των γερμανικών αποζημιώσεων, η
οποία ξεκίνησε με εντολή του ίδιου του πρωθυπουργού έπειτα από μακρές
ζυμώσεις στο εσωτερικό, η κυβέρνηση «απαντά» τόσο στο εσωτερικό όσο και
εξωτερικό μέτωπο. Εσωτερικά, σπεύδει προληπτικά να αφοπλίσει την
αντιπολίτευση, κυρίως αυτή του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξάρτητων Ελλήνων, από
την κριτική που θα μπορούσαν να ασκήσουν στην τεταμένη πολιτική περίοδο
που ακολουθεί. Πλέον τα περιθώρια κριτικής περιορίζονται, «άλλωστε αυτή
είναι η πρώτη κυβέρνηση που ασχολείται συντεταγμένα με το ζήτημα» λένε
συνεργάτες του πρωθυπουργού.
Στο
εξωτερικό μέτωπο, πάλι, η Ελλάδα εμφανίζεται, τεχνηέντως μέσω των
διαρροών, να διατηρεί για τον εαυτό της το δικαίωμα να ρίξει το «χαρτί»
του κατοχικού δανείου (σ.σ. το πλέον ισχυρό νομικά ζήτημα του φακέλου)
στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η ίδια η εξέλιξη αυτή, ωστόσο,
εγκυμονεί κινδύνους ενώ και στο εσωτερικό του πρωθυπουργικού Γραφείου
καταγράφονται διαφορετικές αποχρώσεις ως προς το δέον γενέσθαι:
Υπ’
αριθμόν ένα κίνδυνος για την κυβέρνηση, που μπορεί να αποτελέσει ακόμη
και μείζον πολιτικό πρόβλημα, είναι η δημιουργία της εντύπωσης στο
Βερολίνο και τους άλλους πιστωτές της χώρας ότι η Ελλάδα αναζητά ένα
πρόσχημα για να αποστεί από τις υποχρεώσεις της.
Αντίστοιχος είναι ο
κίνδυνος και στο εσωτερικό αφού το κατοχικό δάνειο το ύψος του οποίου σε
σημερινές τιμές υπολογίζεται σε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ, μπορεί να
θεωρηθεί από την ελληνική κοινωνία ως «μάννα εξ ουρανού» για την
αναστροφή της λιτότητας των τελευταίων ετών.
«Το κατοχικό δάνειο ουδεμία
σχέση έχει με την υποχρέωση των μεταρρυθμίσεων και τη δημοσιονομική
εξυγίανση που πρέπει, ούτως ή άλλως, να προωθηθούν» διαμηνύουν προς πάσα
κατεύθυνση τα στελέχη του Μαξίμου, προσθέτοντας ότι ακόμη κι αν αύριο η
Ελλάδα εισέπραττε το σύνολο του ποσού «χωρίς αλλαγές στην παραγωγική
δομή και εξάλειψη των ελλειμμάτων σε λίγα χρόνια θα ήμασταν ξανά
αντιμέτωπη με το ίδιο αδιέξοδο». Αντίστοιχης λογικής είναι και η ρητή
θέση του πρωθυπουργικού Γραφείου ότι η υπόθεση του κατοχικού δανείου δεν
θα πρέπει να ενταχθεί σε μία λογική συμψηφισμού, όπως πολλοί εκτιμούν,
με τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας.
Πότε θα παιχθεί ο άσος των
κατοχικών διεκδικήσεων παραμένει ένα πολύ σύνθετο ζήτημα. «Η νομική
βάση είναι θεμελιώδες προαπαιτούμενο, ωστόσο η πολιτική διαχείριση είναι
ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα» σημειώνει στενός συνεργάτης του
πρωθυπουργού, εξ αυτών που κρίνουν ότι, αργά ή γρήγορα, η Ελλάδα θα
πρέπει να κινηθεί επισήμως προς αναζήτηση αποζημίωσης. Στον αντίποδα,
άλλα στελέχη του πρωθυπουργικού Γραφείου εμφανίζονται περισσότερο
διστακτικά, κρίνοντας ότι αφενός σε αυτή τη συγκυρία τα περιθώρια
επιτυχίας είναι μικρά και πιστεύοντας ότι, υπό προϋποθέσεις, το «όπλο»
του κατοχικού δανείου είναι περισσότερο ισχυρό αν δεν... χρησιμοποιηθεί.
Η Χάγη ενδεχομένως να δηλώσει αναρμόδια !!!
Ακόμα και αν η Ελλάδα αποφάσιζε να πάει τη Γερμανία στο Διεθνές
Δικαστήριο της Χάγης για τα θέματα των γερμανικών αποζημιώσεων, των
επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου, το Διεθνές Δικαστήριο μπορεί να
έκρινε ότι ήταν αναρμόδιο να δικάσει. Αυτό αποκαλύπτει ο
καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Πληρεξούσιος της Ελλάδας στην Χάγη,
Στέλιος Περράκης, για την υπόθεση του Διστόμου.
Οι Γερμανοί, όπως εξηγεί
ο καθηγητής, έχουν εκφράσει την επιφύλαξη ότι για θέματα που αφορούν
τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Π.Π.) δεν δέχονται το Δικαστήριο της Χάγης.
Ετσι ακόμα και σε περίπτωση μιας μονομερούς προσφυγής, από πλευράς της
Ελλάδος, το Δικαστήριο, του οποίου η δικαιοδοσία είναι δοτή, μπορεί
τελικά να έκρινε ότι δεν μπορούσε να δικάσει. Οπως μας θυμίζει, κάτι
παρόμοιο έγινε το 1975 όταν ο Καραμανλής έκανε προσφυγή κατά της
Τουρκίας στη Χάγη αλλά δίκη δεν έγινε.
Οταν οι ίδιοι οι Γερμανοί προσέφυγαν κατά της Ιταλίας το 2012 στο
Δικαστήριο της Χάγης για την υπόθεση του Διστόμου και κέρδισαν, το θέμα
που κρινόταν ήταν η ετεροδικία και όχι θέμα που αφορούσε τον Β΄ Π.Π.
εξηγεί. Οι απόγονοι των αμάχων θυμάτων του 1944 στο Δίστομο είχαν
κερδίσει στο Πρωτοδικείο Λιβαδειάς και στον Αρειο Πάγο. Για να
εκτελεστεί όμως η απόφαση των ελληνικών δικαστηρίων, που συνεπαγόταν
κατάσχεση γερμανικών περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα, όπως το
Ινστιτούτο Γκαίτε ή η Γερμανική Σχολή, ήταν απαραίτητη η υπογραφή του
υπουργού Δικαιοσύνης. Ούτε ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης όμως ούτε κανένας
έκτοτε δεν έχει βάλει την υπογραφή του διότι δεσμεύεται από απόφαση του
Ελληνικού Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, μετά από
προσφυγή της Γερμανίας για άλλη υπόθεση στο Λιδωρίκι, αναγνώρισε το 2002
το προνόμιο της ετεροδικίας στη Γερμανία.
Δικαστική ασυλία
Οταν ο δικηγόρος του Διστόμου, Ιωάννης Σταμούλης, αποφάσισε να εκτελέσει
την απόφαση της κατάσχεσης στην Ιταλία, η Γερμανία προσέφυγε στη Χάγη
κατά της Ιταλίας και κέρδισε με το επιχείρημα της ετεροδικίας ή
δικαστικής ασυλίας, το επιχείρημα δηλαδή ότι ένα κράτος δεν μπορεί να
δικάσει ένα άλλο κράτος. Οι διακρατικές διαφορές λύνονται με
συνεννοήσεις, σε διεθνή δικαστήρια ή σε δικαστήρια του κράτους που
κατηγορείται. Ετσι ένας Διστομίτης, ο Α. Σφουντούνης επιχείρησε το 2003
να πάει σε γερμανικό δικαστήριο, στο οποίο όμως έχασε αφού το δικαστήριο
αποφάνθηκε ότι δεν υπάρχει νομοθεσία στη Γερμανία για τη δίκη.
Με βάση
αυτά τα δικονομικά εμπόδια πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η
Ελλάδα πρέπει πρωτίστως να επικεντρώσει την προσπάθειά της στο
αναγκαστικό κατοχικό δάνειο όπου εκεί έχουμε απτά νομικά πλεονεκτήματα.
Οπως γράφτηκε και στην «Κ» της προηγούμενης Κυριακής, στην κατοχή της
Ελλάδας βρίσκονται τα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι οι Γερμανοί, ακόμα
και μία εβδομάδα πριν αποχωρήσουν από την Ελλάδα, είχαν αρχίσει να
αποπληρώνουν σε δόσεις το δάνειο, γεγονός που αποδεικνύει εμπράκτως την
αναγνώρισή του. Τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο και η Γερμανική Κεντρική
Τράπεζα αμέσως μετά την πτώση του Χίτλερ, έχουν καταγράψει τα ποσά που η
Γερμανία και η Ιταλία υποχρέωναν την Ελλάδα να πληρώνει μηνιαίως κατά
τη διάρκεια της Κατοχής. Εξόχως σημαντική είναι και η ρηματική
διακοίνωση της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα στις 31 Μαρτίου του 1967,
όπου αναφερόμενη στη χορήγηση του ποσού των 115 εκατομμυρίων μάρκων που
η Γερμανία έδωσε το 1960 στην Ελλάδα και πήγε όλο σε ατομικές
αποζημιώσεις, επισημαίνει ότι «ουδέποτε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπέθεσε
πως η Ελληνική Κυβέρνηση προτίθετο να παραιτηθεί επισήμως των νομικά
θεμελιωμένων απαιτήσεων που πιστεύει ότι έχει από τον χρόνο της κατοχής
κατά τον Β΄ Π.Π.».
Μετά όμως την παρέλευση επτά δεκαετιών, όπου η Ελλάδα δεν έκανε καμία
συστηματική νομική προσπάθεια για τις διεκδικήσεις της, κανένα διεθνές
συνέδριο ή καμία προσπάθεια επηρεασμού της διεθνούς κοινής γνώμης, όπως
επισημαίνει διπλωμάτης με βαθιά γνώση της Γερμανίας, ισχύει αυτό που
έλεγε ένας παλιός Γάλλος πρέσβης: «στη διπλωματία δεν αρκεί να έχεις
δίκιο αλλά πρέπει το δίκιο σου να το καταστήσεις συμπαθές».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου