Γράφει ο Κωστας Μ. Σταματοπουλος
Διδάκτωρ Ιστορίας και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.
Η ανάγκη προστασίας από την κοινή για αμφότερες τις χώρες σοβιετική
απειλή και η αυτονόητη καταφυγή της Ελλάδος και της Τουρκίας στον μόνο
δυνατό προστάτη, που ήσαν οι ΗΠΑ -που πρόθυμα δέχονταν να παίξουν τον
παγκόσμιο ρόλο του εγγυητή-κηδεμόνα της Δύσεως- αποτέλεσαν την κύρια
αιτία της μείζονος προσπάθειας, μαζί με εκείνη του 1930, ελληνοτουρκικής
προσέγγισης στον 20ό αιώνα. Υπό τη σημαία του ΟΗΕ και από τον Δεκέμβριο
του 1950 και μετά, η Ελλάδα και η Τουρκία συμπολεμούν στην Κορέα,
εντάσσονται δε ταυτόχρονα στο ΝΑΤΟ στις 15/18 Φεβρουαρίου 1952.
Εις ό,τι
αφορά την Τουρκία -με το κυπριακό πρόβλημα να υποβόσκει μεν, αλλά να μη
δηλητηριάζει ακόμη τις ελληνοτουρκικές σχέσεις- οι εξελίξεις αυτές
επέφεραν σημαντικές πολιτικές μεταβολές, με πρώτες και κύριες την
εγκατάλειψη τόσο του κεμαλικού μονοκομματισμού (που δεν είχε θέση πλέον
στον μεταπολεμικό κόσμο) όσο και του κρατισμού στον χώρο της οικονομίας.
Η τάση αυτή εντάθηκε μετά την εκλογική νίκη του «Δημοκρατικού Κόμματος»
στις 14 Μαΐου 1950 και την άνοδο του Αντνάν Μεντερές στην εξουσία. Από
τους πλέον ωφελημένους από τις ανωτέρω εξελίξεις υπήρξε η ελληνική
μειονότητα της Κωνσταντινουπόλεως (αλλά και οι Ελληνες της Ιμβρου και
της Τενέδου), που αριθμούσε περί τα 90.000 μέλη σε μία Πόλη που μόλις
ξεπερνούσε το 1.000.000 πληθυσμό. Η μειονότητα ταχύτατα επούλωσε τα
βαθιά τραύματα που της είχε προκαλέσει αφ’ ενός η επιβολή, στο διάστημα
1941-1943, του εξοντωτικού φόρου περιουσίας (βαρλίκι) και αφ’ ετέρου η
από του έτους 1928 απαγόρευση διεξαγωγής αρχαιρεσιών στις κοινότητες και
τα ιδρύματα και οδηγείται σε μια νέα, πρωτόφαντη μετά το 1922, ακμή.
Η ελληνοτουρκική συνεργασία στον στρατιωτικό, οικονομικό και πολιτικό
τομέα είχε ξεκινήσει στα 1947 και έκτοτε είχε ενταθεί μέσω μιας
μοναδικής στα χρονικά σειράς συνεργασιών σε ποικίλα επίπεδα,
συμπεριλαμβανομένων των επιτροπών εκ μέρους των υπουργείων Παιδείας και
Προνοίας αμφοτέρων των χωρών για την αναθεώρηση των βιβλίων Ιστορίας ή
για την οργάνωση κοινών παιδικών κατασκηνώσεων. Οι συνεργασίες,
κορυφούμενες στη Μεικτή Ελληνοτουρκική Επιτροπή, προϋπέθεταν αλλά και
προκάλεσαν μια όλο και πιο πυκνή ανταλλαγή επισκέψεων, τάση την οποία το
1952 αύξησε περαιτέρω η αμοιβαία κατάργηση της θεώρησης των διαβατηρίων
που από πολλούς αισιόδοξους στην Ελλάδα θεωρήθηκε το πρώτο βήμα της
πλήρους κατάργησης ελέγχου στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Ηταν η περίοδος
όπου ο Νικόλαος Πλαστήρας εκφράζει στον Μεντερές την ευχή για τη
δημιουργία μιας ελληνοτουρκικής ενώσεως, άποψη, άλλωστε, υπέρ της οποίας
ήταν ταγμένος ο εξ Αμερικής και από του έτους 1948 Οικουμενικός
Πατριάρχης Αθηναγόρας, που τόσα εστήριζε στην ελληνοτουρκική προσέγγιση.
Τέτοιος είναι ο αριθμός των Ελλαδιτών καλλιτεχνών που μετέβαινε στην
Κωνσταντινούπολη εκείνη την περίοδο, ώστε να αναρωτάται κανείς ποιος
τραγουδιστής ή ηθοποιός έμενε να παίξει στην Αθήνα. Πράγματι, τους δύο
πρώτους μήνες του 1952 εμφανίζονται ταυτόχρονα στην Κωνσταντινούπολη η
Σοφία Βέμπο, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Τώνης Μαρούδας και η Μαίρη Λίντα, ενώ
στα κατάμεστα θέατρα του Πέραν δίδουν παραστάσεις οι θίασοι των Αρώνη -
Μανωλίδου, της κυρίας Κατερίνας, της Αννας και Μαρίας Καλουτά, του
Ορέστη Μακρή, της Μαρίκας Νέζερ, του Βασίλη Αυλωνίτη (στον οποίο
συμμετείχαν η Σμαρούλα Γιούλη και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας), της Ελλης
Λαμπέτη, των Δημήτρη Χορν και Γ. Παππά κ.ά. Το αποκορύφωμα υπήρξαν οι
παραστάσεις της Ορέστειας του Αισχύλου που έδωσε στο υπαίθριο αμφιθέατρο
του Χαρμπιγιέ, από τις 13 έως τις 17 Αυγούστου 1952, ο Οργανισμός
Αρχαίου Ελληνικού Δράματος της Μαρίκας Κοτοπούλη και του Δημήτρη Μυράτ,
σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, μουσική Μάνου Χατζιδάκι, κοστούμια Αντώνη
Φωκά. Τον χορό του «Αγαμέμνονος» και των «Χοηφόρων» απάρτιζαν 42 αγόρια
και κορίτσια του Ζωγραφείου, της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής,
του Ζαππείου και του Ιωακειμείου. Ανάμεσα στο φθινόπωρο του 1950 και
τον Ιούνιο του 1952, θα δώσουν διαλέξεις, ως προσκεκλημένοι της
«Ελληνικής Ενώσεως», οι: Κ. Θ. Δημαράς, Ευάγγελος Παπανούτσος, Αγγελος
Τερζάκης, Μ. Καραγάτσης, Αιμ. Χουρμούζιος, Πέτρος Χάρης, Γρηγόρης
Κασσιμάτης, Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Δημήτρης Τσάκωνας και Κωνσταντίνος
Τσάτσος. Στις 28 Απριλίου 1952 ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Κ.
Μουτούσης ομιλεί στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου της Πόλης, επ’
ευκαιρία της επίσημης επισκέψεως Ελλαδιτών πανεπιστημιακών στην
Κωνσταντινούπολη. Αρχές και Τύπος δίνουν στη διάλεξη πανηγυρικό
χαρακτήρα. O πρύτανης του Πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως, καθηγητής
Γιουρκάν, θα ανταποδώσει την επίσκεψη στις 31 Μαΐου, επί κεφαλής ομάδος
Τούρκων πανεπιστημιακών.
Από τις 30 Ιανουαρίου έως τις 6 Φεβρουαρίου ο αντιπρόεδρος της ελληνικής
κυβερνήσεως επισκέπτεται επισήμως την Τουρκία. Στις 26 Απριλίου έως τις
2 Μαΐου ανταποδίδει την επίσκεψη ο Αντνάν Μεντερές, ο οποίος μετά την
επιστροφή του θα επισκεφθεί, στις 6 Μαΐου 1952, τον Οικουμενικό
Πατριάρχη στο Φανάρι. Κατά την παραμονή στην Αθήνα του Τούρκου
πρωθυπουργού, ο βασιλεύς Παύλος θα του εκφράσει την επιθυμία του να
επισκεφθεί στο προσεχές διάστημα επισήμως την Τουρκία. Θα ήταν μάλιστα
το πρώτο επίσημο ταξίδι του στο εξωτερικό, μετά την ανάρρησή του στον
θρόνο τον Απρίλιο του 1947. Η τουρκική κυβέρνηση ασμένως ανταποκρίθηκε
στο αίτημα και σε συνεργασία με την κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου όρισαν
τις ημερομηνίες της βασιλικής επισκέψεως που θα αποτελούσε, μαζί με την
ανταποδοτική επίσκεψη του Τούρκου προέδρου Τζελάλ Μπαγιάρ τον Δεκέμβριο,
το επιστέγασμα της ελληνοτουρκικής φιλίας: από την Κυριακή 8 έως την
Κυριακή 16 Ιουνίου. Εκ μέρους της κυβερνήσεως συνόδευε τους βασιλείς ο
υφυπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας.
Για τον βασιλέα Παύλο η επίσκεψη στην Τουρκία στόχευε οπωσδήποτε στην
περαιτέρω θωράκιση της Ελλάδος κατά της σοβιετικής απειλής, στην
ενίσχυση επομένως της συνοχής της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Αλλά δεν ήταν ο μόνος λόγος. Ανθρωπος βαθύτατα πνευματικός, ο Παύλος
πίστευε χωρίς αφέλεια στη δύναμη της αγάπης ασχέτως αμέσου
αποτελέσματος, στην απόλυτη αξία μιας φιλικής χειρονομίας κατατείνουσας
στην πραγμάτωση της πανανθρώπινης Ενότητας, έννοια η οποία αποτελούσε τη
βάση της φιλοσοφίας του και το πνευματικό εδραίωμα της περί βασιλείας
αντιλήψεώς του. Το άνοιγμα προς την Τουρκία ήταν εκ μέρους του, πέραν
των άλλων λόγων, και μια πνευματική/ηθική επιταγή. Από την άλλη, μη
αγνοώντας το βάρος της παράδοσης και της ιστορίας, δεν επισκέφθηκε την
Αγία Σοφία όπου επήγε μόνη η γυναίκα του, η οποία, καθώς η ίδια γράφει,
στην είσοδο του μεγάλου ναού/μουσείου σταυροκοπήθηκε διακριτικά. Ο ίδιος
ξεναγήθηκε στη Μονή της Χώρας.
Ψυχρή η υποδοχή στην Αγκυρα, αποθέωση στην Κωνσταντινούπολη
Η
φωτογραφία της βασίλισσας στο παράθυρο της αμαξοστοιχίας του Προέδρου
της Τουρκικής Δημοκρατίας, χαμογελαστής και κρατώντας στο χέρι μια
ελληνική και μια τουρκική σημαιούλα, έκαμε τον γύρο των ειδησεογραφικών
πρακτορείων του κόσμου. Μετά την τυπική και μάλλον ψυχρή επίσκεψη στην
Αγκυρα, η υποδοχή στην Πόλη υπήρξε αποθεωτική: «O Μεντερές μιλούσε
ελληνικά και όλα πήγαν καλά έως το τέλος, χάρη στην αμοιβαία καλή
θέληση», γράφει στον στρατηγό Marshall, στις 25 Ιουνίου, η βασίλισσα
Φρειδερίκη. «Ο τουρκικός πληθυσμός ήταν στην αρχή μάλλον ψυχρός, αλλά
καθώς περνούσαν οι ημέρες η ατμόσφαιρα όλο και θερμαινόταν. Ποτέ μου δεν
θα λησμονήσω την ημέρα της επίσημης εισόδου στην Κωνσταντινούπολη...
Ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλεως ήταν στον δρόμο. Παντού κυμάτιζαν
ελληνικές και τουρκικές σημαίες, παντού φωνές Ελλήνων και Τούρκων
ενώνονταν σε μια μοναδική ιαχή: Καλώς ήλθατε!»
Οι βασιλείς κατέλυσαν στα
ανάκτορα του Ντολμά Μπαχτσέ. Επισκέφθηκαν τα Πριγκηπόνησα με τη
θαλαμηγό του Ατατούρκ Savarona. Οι βάρκες των Ρωμηών ψαράδων των Νησιών
ξανοίχτηκαν στο πέλαγος να τους προϋπαντήσουν. Την Παρασκευή 13 Ιουνίου
το απόγευμα, μετέβησαν στο Φανάρι, όπου τελέσθηκε πάγκοινη πανηγυρική
δοξολογία. «Μεγαλειότατε, 500 χρόνους σας προσμέναμε!» είπε στον βασιλέα
ο Πατριάρχης στην είσοδο του πατριαρχικού ναού, τείνοντάς του να
προσκυνήσει το Ευαγγέλιο. Το τελευταίο βράδυ δεξιώθηκε τους βασιλείς η
«Ελληνική Ενωσις».
Η ελληνική κοινή γνώμη εν γένει, ιδιαίτερα μάλιστα ο προσφυγικός κόσμος
διά των σωματείων του, συμμερίσθηκαν σε μεγάλο βαθμό την ευφορία του
βασιλικού ζεύγους και των ελληνικών αρχών υπέρ της ελληνοτουρκικής
προσεγγίσεως. Στην Τουρκία αντίθετα, τον ενθουσιασμό και τις ελπίδες της
ελλαδικής πλευράς αισθανόταν μόνος σχεδόν ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, ενώ η
μειονότητα καίτοι έχαιρε και όπως ήδη ειπώθηκε έσπευδε να αδράξει την
παρουσιαζόμενη ευκαιρία, σοφή από τα παθήματα του παρελθόντος που της
δίδασκαν ότι η ελληνοτουρκική «φιλία» δεν θα διαρκούσε επί πολύ,
εκμεταλλεύθηκε την εφήμερη άνοιξη, για να εντείνει αθόρυβα τον ρυθμό της
διαρροής της από την Κωνσταντινούπολη: στη δεκαετία 1946-1955 η
Ρωμηοσύνη της Πόλης μειώθηκε σταδιακά κατά 20.000. Οσο για τις τουρκικές
αρχές ήταν εξ αρχής σαφές ότι η άνωθεν υπαγορευμένη προσέγγιση με την
Ελλάδα θα είχε ημερομηνία λήξεως. Παρακολουθώντας με ανησυχία την
αλματώδη πρόοδο και τα επιτεύγματα στον χώρο κυρίως της οικονομίας των
Ελλήνων Κωνσταντινουπολιτών που έτειναν να ανατρέψουν τα αποτελέσματα
τριών δεκαετιών βίαιων μέτρων εις βάρος του γηγενούς Ελληνισμού, το
τουρκικό κράτος κατέφυγε στην προσφιλή του στάση της αναβλητικότητας και
της κωλυσιεργίας, της μη εφαρμογής όσων αποφάσεων δεν ήσαν άμεσα και
απαραίτητα εκτελεστές και που αφορούσαν είτε στις ελληνοτουρκικές
σχέσεις είτε στην ντόπια Ρωμηοσύνη. Εως και αυτή η ταινία ντοκυμανταίρ
της βασιλικής επισκέψεως που είχε συμφωνηθεί να παίζεται επί εξάμηνο στα
επίκαιρα των κινηματογράφων ολόκληρης της τουρκικής επικράτειας,
σταμάτησε σχεδόν παντού να προβάλλεται περί τα μέσα Ιουλίου, παρά τις
συνεχείς επισημάνσεις των Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου