KOIΝΩΝΙΑ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Το κίνημα της ευδαιμονοσταλγίας

Του Νικου Mαραντζιδη
Αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτη καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο Βαρσοβίας.

Είναι γνωστό πως έπειτα από μεγάλες κρίσεις, κοινωνικές μεταβολές και ανακατατάξεις τα άτομα δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και συνεχίζουν να συμπεριφέρονται για κάποιο διάστημα σαν να βρίσκονται στην προηγούμενη περίοδο. Γνωστικά και ψυχολογικά διαμορφώνονται έτσι οι προϋποθέσεις ώστε να αναπτυχθεί το φαινόμενο που ονομάζουμε νοσταλγία, δηλαδή μια έντονη επιθυμία επιστροφής σε ένα, συνήθως, εξιδανικευμένο, μη υπαρκτό εντέλει, παρελθόν.

Η σημερινή οικονομική κρίση αποτυπώνει το τέλος αυτής της περιόδου της ευημερίας που βασίστηκε πάνω σε δανεικά και εύθραυστες αξίες. Αν και οι περισσότεροι πολίτες αυτής της χώρας αντιλαμβάνονται πως δεν μπορούμε πλέον να ζούμε όπως τα προηγούμενα χρόνια δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτό πιο εύκολα λέγεται παρά βιώνεται. Ετσι, γεννήθηκε, λοιπόν, ένα κύμα άρνησης της πραγματικότητας. 

Από μια άποψη, λοιπόν, πολλοί από αυτούς που συνωστίστηκαν στην πλατεία Συντάγματος το καλοκαίρι του 2011 αυτό ακριβώς επιδίωκαν να διατρανώσουν: πως δεν ήθελαν να αποδεχτούν το τέλος αυτής της περιόδου ευδαιμονίας και με τη στάση τους έδειχναν τη νοσταλγία τους για μια προηγούμενη φάση της ζωής τους. Νοσταλγούν βεβαίως όχι ακριβώς αυτό που έχουν ζήσει κατά το παρελθόν αλλά μια φαντασίωση, μια εξιδανικευμένη εικόνα της προηγούμενης εποχής. Αυτή η εξιδανίκευση είναι αναμφισβήτητα αποτέλεσμα των δυσκολιών του παρόντος και της αβεβαιότητας που γεννά το μέλλον.

Πράγματι, στις μέρες μας, είναι ορατά δύο κινήματα νοσταλγίας: 

Το πρώτο είναι αντιδραστικό. Κινείται γύρω από τις αξίες του αυταρχικού εθνικισμού, του ρατσισμού και της μη ανεκτικότητας. Οι αξίες του είναι τόσο παρωχημένες όσο και οι εποχές στις οποίες παραπέμπει, που δεν είναι άλλες από αυτές της δεκαετίας του '60 ή και νωρίτερα. Νοσταλγεί την υποτιθέμενη «ήσυχη και καθαρή» Ελλάδα της παράδοσης και της ιεραρχίας. Αναπολεί συνθήκες όπου ο πολίτης φοβόταν τον αστυνομικό, την εφορία ή τον δάσκαλο, με λίγα λόγια το κράτος. Φαντασιώνεται, εντέλει, ένα αυταρχικό κράτος δικαίου, κάτι σαν αυστηρό αλλά δίκαιο πατέρα, που επιβάλλει στα παιδιά του την υπακοή και τον σεβασμό.

Το άλλο ρεύμα νοσταλγίας είναι λαϊκιστικό. Το κίνημα αυτό αναπολεί «τις μέρες του Ανδρέα», τη δεκαετία του '80 και του 2000. Νοσταλγεί δηλαδή τις εποχές του ακραίου καταναλωτισμού των «διακοποδανείων» και την καταπολέμηση της ανεργίας μέσω των χιλιάδων διορισμών στο Δημόσιο με ή χωρίς ΑΣΕΠ. Αναπολεί την ευχαρίστηση του αυθαιρέτου που νομιμοποιούνταν, τις πρόωρες και μεγάλες συντάξεις, τις σβησμένες κλήσεις. Νοσταλγεί ακόμη την αίγλη των ακριβών Ολυμπιακών Αγώνων και του Euro που μας φούσκωσαν με εθνική υπερηφάνεια αλλά και χρέη. Εντέλει, το λαϊκιστικό αυτό ρεύμα νοσταλγεί την εποχή που το κράτος είχε μεταβληθεί σε μια τεράστια αποικία ατομικών, εγωιστικών, επιδιώξεων, όπου κάθε κοινωνική ομάδα έκανε περίπου ό,τι ήθελε.


Αντιδραστική ή λαϊκιστική, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η νοσταλγία αποτελεί συναισθηματική και ανορθολογική αντίδραση απέναντι στις δυσκολίες του παρόντος. Μάλιστα, αν υπάρχει ένα στοιχείο που μας συνδέει πραγματικά με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στη Γερμανία του Μεσοπολέμου είναι αυτή ακριβώς η κυριαρχία του ανορθολογισμού. Και στους δύο λαούς, Γερμανούς και Ελληνες, διαμορφώθηκε η πεποίθηση ότι οι ξένοι επέβαλλαν ταπεινωτικούς όρους ανεξάρτητα από τον βαθμό ευθύνης των ίδιων και των πολιτικών τους ελίτ. Αναδείχτηκε έτσι ένα λαϊκό αίσθημα οργής και «τσαλακώματος» της εθνικής υπερηφάνειας, που συνοδεύτηκε από σενάρια συνωμοσίας περί «προδοσίας» των πολιτικών και άλλες φανταστικές ιστορίες.

Συνέπεια της παραπάνω κατάστασης υπήρξε η συναισθηματική, η μη νηφάλια αντίδραση των δύο κοινωνιών έναντι των προβλημάτων τους. Οπως αναφέρει ο Γερμανός ιστορικός Heinrich Winkler στο βιβλίο του για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (εκδ. Πόλις): «η συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν σκληρή, εντούτοις σχεδόν κανείς στη Γερμανία δεν συνειδητοποιούσε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα». Εφόσον αντιμετώπιζε τα πράγματα με νηφαλιότητα, προσθέτει ο Winkler, η Γερμανία θα είχε πολύ καλές προοπτικές. Ομως, στη Γερμανία του 1919, όπως και στην Ελλάδα του 2011, η νηφαλιότητα σπάνιζε.

Αντιδραστικά ή λαϊκιστικά, τα κινήματα νοσταλγίας μπορούν να καταστρέψουν μια χώρα γιατί επιδιώκουν το αδύνατον: να την οδηγήσουν πίσω σε ένα φανταστικό παρελθόν αγνοώντας το παρόν και αδιαφορώντας για το μέλλον. 

Είναι σαφές, σε μένα τουλάχιστον, πως η χώρα δεν μπορεί να ζήσει άλλο με χίμαιρες αλλά με ένα ρεαλιστικό όραμα. Ομως το όραμα για το μέλλον δεν πρέπει να συγχέεται με τις φαντασιώσεις των οπαδών της ευδαιμονοσταλγίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου