Του ΝΙΚΟΥ ΜΕΛΕΤΗ
Η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης έχει αναδειχθεί
σε πρωταρχικό αίτημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς από αυτήν
εξαρτάται η στελέχωση και τελικά η επιβίωση του κορυφαίου θεσμού της
Ορθοδοξίας, ενώ τα τελευταία χρόνια υπάρχει σταθερή προσπάθεια του Tαγίπ
Ερντογάν να εντάξει το θέμα στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Στα 42 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την απόφαση του στρατιωτικού
καθεστώτος για διακοπή λειτουργίας της Σχολής, μόνο μετά το 2004
περιοδικά επανέρχεται στην επικαιρότητα το θέμα όχι μόνο λόγω της
σταθερής πίεσης που ασκείται από την Ουάσιγκτον, την Ευρώπη αλλά και τη
Ρωσία, αλλά και της προσπάθειας του κ. Ερντογάν να μετατρέψει το θέμα
της Χάλκης από «μαύρη κηλίδα» για την εικόνα της χώρας του σε χρήσιμο
εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής...
Αν και για το θέμα της
Σχολής έχουν επιδείξει προσωπικό ενδιαφέρον τέσσερις Αμερικανοί πρόεδροι
(Τ. Μπους, Μ. Κλίντον, Τ. Μπους ο νεότερος και ο Μ. Ομπάμα) οι θύρες
της Σχολής όμως παραμένουν κλειστές.
Τα τελευταία χρόνια η Αγκυρα
επαναφέρει το θέμα της Χάλκης επιδιώκοντας να αποσπάσει ανταλλάγματα
τόσο στη θρησκευτική οργάνωση όσο και στην εκπαίδευση της ελληνικής
μουσουλμανικής μειονότητας. Μια διασύνδεση την οποία βεβαίως απορρίπτει
κατηγορηματικά η Ελλάδα, πολύ περισσότερο μάλιστα επειδή θέματα
ανθρώπινων δικαιωμάτων και μειονοτικών ελευθεριών δεν νοείται να
τίθενται υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.
Μετά τις επανειλημμένες
υποσχέσεις του κ. Ερντογάν, στις αρχές Φεβρουαρίου εμφανίσθηκαν ξαφνικά
δημοσιεύματα τα οποία δημιουργούσαν την εντύπωση ότι επίκειται άμεσα η
επαναλειτουργία της Σχολής, καθώς ο κ. Ερντογάν «είχε δώσει εντολή σε
αρμόδια επιτροπή». Ακόμη και ο ίδιος όμως ο Οικουμενικός Πατριάρχης
εξέφρασε την έκπληξή του καθώς όπως είπε παρά τον καταιγισμό των
δημοσιευμάτων, ούτε ο ίδιος ούτε το Πατριαρχείο είχαν ερωτηθεί για τη
φόρμουλα επαναλειτουργίας της Σχολής.
Λίγες ημέρες αργότερα πάντως ο ίδιος ο κ. Ερντογάν στη συνάντηση που είχαν παρουσία του ίδιου, η Α. Μέρκελ και οι θρησκευτικοί ηγέτες των μειονοτήτων της Τουρκίας, επανέλαβε τη θέση του ότι για να ανοίξει η Σχολή πρέπει η Ελλάδα να αναγνωρίσει και να διορίσει τους «εκλεγμένους μουφτήδες» και να αναγείρει το τέμενος στην Αθήνα.
Η Σχολή μέχρι
το 1971 υπαγόταν απευθείας στο υπουργείο Παιδείας της Τουρκίας και το
καθεστώς της το ρύθμιζε ο «Κανονισμός λειτουργίας» της Θεολογικής Σχολής
Χάλκης, λειτουργώντας στο πλαίσιο του Βακουφιού της Θεολογικής Σχολής
της Χάλκης, το οποίο υφίσταται μέχρι σήμερα. Οι τουρκικές Αρχές διέκοψαν
τη λειτουργία της το 1971, με πρόσχημα την απαγόρευση από την τουρκική
νομοθεσία της ιδιωτικής ανώτατης θρησκευτικής εκπαίδευσης. Αλλά ο ίδιος ο
εγκεκριμένος από τις Αρχές Κανονισμός λειτουργίας της, τη χαρακτηρίζει
επαγγελματική σχολή, η οποία παρέχει εκπαίδευση τουλάχιστον ενός έτους
μετά το λύκειο.
Πάγιο αίτημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι η
επαναλειτουργία της Σχολής υπό το, προ του 1971, καθεστώς, με τρόπο που
να επιτρέπεται η φοίτηση ορθοδόξων ακόμη και εκείνων που δεν έχουν
τουρκική ιθαγένεια και να υπάρχει η δυνατότητα διδασκαλίας και από μη
τουρκικής υπηκοότητας καθηγητές όπως συνέβαινε και στο παρελθόν.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος εξέφρασε την έκπληξή του για τα δημοσιεύματα που έκαναν λόγο για άμεση επαναλειτουργία της Σχολής, καθώς, όπως είπε, ούτε ο ίδιος ούτε το Πατριαρχείο είχαν ερωτηθεί για τη φόρμουλα επαναλειτουργίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου