ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Τι είναι η Μεταπολίτευση;

 Kαθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale

Π​​ώς θα είναι η Ελλάδα σε πέντε χρόνια από τώρα; Για τους περισσότερους ίσως, χειρότερη από την τωρινή, για κάποιους άλλους καλύτερη. Για να συζητηθεί όμως το αύριο σοβαρά, χρειάζεται να καταγραφεί το χθες και το σήμερα με μεγαλύτερη ακρίβεια

Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει μια ενδοσκόπηση, αλλά με τρόπο συχνά αποσπασματικό και ενίοτε υστερικό, με αποτέλεσμα να έχει επικρατήσει μια μεγάλη σύγχυση. Θα σταθώ σε ένα παράδειγμα: έχει επικρατήσει η Μεταπολίτευση να προσεγγίζεται με τρόπο που υπερτονίζει τα αρνητικά της χαρακτηριστικά. Κάποιοι απαντούν πως τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί παραμορφώνουν την πραγματικότητα. Δεν έχουν άδικο: είναι γνωστό π.χ., πως παρά τα σοβαρά της ελλείμματα, η Μεταπολίτευση υπήρξε η ομαλότερη, δημοκρατικότερη και πλουσιότερη περίοδος στην ιστορία της Ελλάδας. Από την άλλη, όμως, δεν είναι αδικαιολόγητη η κριτική διάθεση απέναντί της, αφού όλοι γνωρίζουμε την κατάληξη που είχε.

Το ότι ο όρος «Μεταπολίτευση» χρησιμοποιείται με τρόπο που απλοποιεί μια πολυσύνθετη πραγματικότητα δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Για να ξεκαθαρίσει όμως το τοπίο, είναι ανάγκη να επισημανθεί πως χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ολόκληρη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, ένα σύνολο δηλαδή πρακτικών. Πολλές παρεξηγήσεις λύνονται όταν υπογραμμιστεί πως Μεταπολίτευση, στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι μόνο το 1974. Για να μην ξεχειλώσει, όμως, ο όρος και για να διατηρήσει τη χρησιμότητά του, αξίζει να εξεταστούν δύο άλλες ημερομηνίες-κλειδιά που συνέβαλαν στη δημιουργία της πραγματικότητας που μας απασχολεί σήμερα.

Η πρώτη είναι το 1967. Σήμερα έχει ξεχαστεί η συμβολή της χούντας σ’ αυτό που αποκαλούμε Μεταπολίτευση. Ηταν όμως σημαντική. 

Αφενός υπονόμευσε την έννοια της ιεραρχίας. Ξεχνάμε συχνά πως οι απριλιανοί πραξικοπηματίες δεν εξεγέρθηκαν μόνο ενάντια στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, αλλά και κατά των ιεραρχικά ανωτέρων τους. Η συμβολή αυτή υπήρξε θεμελιώδης, στον βαθμό που η απαξίωση της ιεραρχίας οδήγησε τελικά στη διάλυση του κράτους (ας θυμηθούμε την επιστράτευση του 1974) και εξέθρεψε έναν εξισωτικό ισοπεδωτισμό, συστατικό στοιχείο του λαϊκισμού. 

Αφετέρου υπονόμευσε μια σειρά παραδοσιακών αξιών (π.χ., τάξη, νόμος, καθήκον κ.λπ.) που ενώ είναι απαραίτητες για τη λειτουργία κάθε κοινωνίας, ταυτίστηκαν με τον αυταρχισμό της χούντας, η οποία τις υιοθέτησε ως μέσο νομιμοποίησής της, μεγεθύνοντας με τον τρόπο αυτό αντίστοιχες πρακτικές της μετεμφυλιακής Δεξιάς.

Ακολουθεί το 1974 που μας κληροδοτεί κυρίως την κυριαρχία στον χώρο των ιδεών ενός πρωτόγονου αριστερισμού και ενός εφηβικού ριζοσπαστισμού, στην εμφάνιση των οποίων συνέβαλε τόσο η μακροχρόνια περιθωριοποίηση της Αριστεράς, όσο και η ανάγκη ιδεολογικής πλειοδοσίας ως φυσιολογική αντίδραση στη χούντα. Αντίστοιχα φαινόμενα, άλλωστε, παρατηρήθηκαν στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Εκεί όμως είχαν περιορισμένη διάρκεια, ενώ αντίθετα στη χώρα μας, ο εύπεπτος αυτός αριστερισμός έγινε καθεστωτική ιδεολογία και κοινωνικός αυτοματισμός. Τεράστιο μερίδιο ευθύνης ως προς αυτό φέρει η Δεξιά (αλλά και παλαιότερα το Κέντρο και αργότερα το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ) που εγκατέλειψαν το πεδίο των ιδεών και αδιαφόρησαν για την καλλιέργεια ενός ευρύτατου ιδεολογικού χώρου που ξεκινά από τη σοσιαλδημοκρατία, περιλαμβάνει τον φιλελευθερισμό και καταλήγει στον συντηρητισμό. Ετσι φθάσαμε στο σημείο να αντιμετωπίζονται στην Ελλάδα ως λογικές, ιδέες που αλλού προκαλούν γέλιο ή αποστροφή (συνήθως και τα δύο συγχρόνως).

Οι ιδέες αυτές παγιώθηκαν μετά το 1981, καθώς μπόλιασαν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που, εν ονόματι αριστερόστροφων ιδανικών (εκδημοκρατισμός, σοσιαλισμός κ.λπ.), βασίστηκε στη θεσμοποίηση της πρωτοφανούς λεηλασίας του πλούτου της χώρας, αλλά και των επερχόμενων γενεών, από έναν ευρύτατο συνασπισμό μεγάλων, μεσαίων και μικρών συμφερόντων, οδηγώντας έτσι τη χώρα στον εκφυλισμό των θεσμών, τη διάλυση του κράτους και τον εκμαυλισμό της κοινωνίας. 

Η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή δεν δίστασε να αφομοιώσει τις ίδιες πρακτικές, επιδεινώνοντας το πρόβλημα και οδηγώντας το προς την τελική του κατάληξη. Ετσι εξηγούνται πολλά παράδοξα φαινόμενα, όπως π.χ., η ευκολία με την οποία ενδύονται τον μανδύα του εκπροσώπου των λαϊκών συμφερόντων και του ιεροκήρυκα της επανάστασης οι πιο απίθανοι συνδικαλιστές και οι πιο συντηρητικές συντεχνίες, από τους αγρότες ώς τους φαρμακοποιούς και από τους υπαλλήλους της Βουλής ώς τους εργαζομένους στο μετρό. Από την άποψη αυτή, το 1981 ήταν απαραίτητο συστατικό για να «δέσει» αυτό που αποκαλούμε Μεταπολίτευση.


Αρκεί το σοκ του 2010 για να αλλάξουμε πορεία;  

Με δεδομένο το βάθος αλλά και την έκταση των παθολογιών της Μεταπολίτευσης, είναι λογικό να ελπίζουμε πως η χώρα θα αλλάξει, εγκαταλείποντας τα βαρίδια του παρελθόντος; ΄Η είναι πιο ορθή η πρόβλεψη πως θα αναγκαστεί να ξαναζήσει τη Μεταπολίτευση από την αρχή, αλλά με χειρότερα υλικά και λιγότερα λεφτά; 

 Η διαζευκτική εκφορά του ερωτήματος αυτού μπορεί να είναι δημοφιλής, είναι όμως εσφαλμένη. Η αλήθεια είναι πως ούτε παρθενογένεση υπάρχει, ούτε όμως μπορεί κανείς να αποφύγει τους νόμους της οικονομικής βαρύτητας. Σε πέντε χρόνια, η χώρα θα θυμίζει ακόμη την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, αφού από εκεί προέρχονται τα υλικά με τα οποία συγκροτείται (νοοτροπίες, συνήθειες κ.λπ.), αλλά συγχρόνως θα πάει πιο πέρα απ’ αυτήν, γιατί οι συνθήκες που τη συντηρούσαν στη ζωή έως πρόσφατα απλούστατα εξέλιπαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου