ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Η «συγκαταβατική και ειρηνόφιλη» Τουρκία

Από το Κατάρ, όπου συναντήθηκαν οι πρωθυπουργοί Ελλάδας και Τουρκίας, μας ήλθε η είδηση ότι αρχές Μαρτίου ο κ. Σαμαράς θα επισκεφθεί επίσημα την Αγκυρα και προετοιμάζεται η δεύτερη κοινή συνεδρίαση των υπουργικών συμβουλίων Ελλάδας-Τουρκίας.

Το πρώτο «Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας» πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2010. Εκτοτε η Τουρκία, διαβλέποντας μια συγκρατημένη στάση της ελληνικής πλευράς για το δεύτερο συμβούλιο, κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να υλοποιήσει το διακαή πόθο της, επιστρατεύοντας ακόμη και τον κ. Παπανδρέου, ο οποίος σε συνέντευξη από την Κωνσταντινούπολη αναφέρθηκε στη σχετική επιθυμία του κ. Ερντογάν.

Οι διυπουργικές αυτές συναντήσεις είναι ένας μηχανισμός οργάνωσης της συνεργασίας των δύο χωρών. Οπως αναφέρει το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, «...συνιστά ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός που θα προωθήσει περαιτέρω τις σχέσεις τους (των κρατών) και θα οδηγήσει στην ενίσχυση της ειρήνης, της ευημερίας και της σταθερότητας στην περιοχή». 

Στο πρώτο συμβούλιο υπεγράφησαν 11 κοινές διακηρύξεις, 2 πρωτόκολλα συνεργασίας, 1 συμφωνία και 7 μνημόνια, για τη συνεργασία των υπουργείων Εξωτερικών, για τουρισμό, πολιτισμό, ενέργεια, επενδύσεις, προώθηση οικονομικής και επιχειρηματικής συνεργασίας, τυποποίηση, τράπεζες, σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές, παιδεία, τεχνολογία, πρακτορεία ειδήσεων. Ενα εντυπωσιακό πράγματι έργο στους τομείς της λεγόμενης «χαμηλής πολιτικής», κυρίως βέβαια σε επίπεδο διακηρύξεων.

Ολοι συμφωνούμε ότι οι προσπάθειες για καλή γειτονία και ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των χωρών πρέπει να είναι συνεχείς και ότι τα δευτερεύοντα θέματα πρέπει να επιλύονται, έστω και αν υπάρχουν διαφωνίες σε άλλα σπουδαιότερα. Χρειάζεται όμως ένα τέτοιο όργανο υψηλού επιπέδου για να δρομολογηθούν όλα αυτά; Ποιον εξυπηρετεί ένα τέτοιο μέτρο ύψιστης πολιτικής σημειολογίας; 

Εμφανώς την Τουρκία καθόσον εμφανίζεται προς τη διεθνή κοινότητα συγκαταβατική και ειρηνόφιλη συνεργαζόμενη με την Ελλάδα στο ύψιστο δυνατό επίπεδο.

Ευρέως υποστηρίζεται ότι η αύξηση των πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών επαφών μεταξύ των χωρών συμβάλλει στη μείωση εντάσεων και στην αύξηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ιδιαίτερα οι κοινοί μας υπερατλαντικοί και Ευρωπαίοι φίλοι τις χαρακτηρίζουν ως κορυφαίο μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Ομως τέτοια μέτρα λειτουργούν, όταν υπάρχει πραγματική πολιτική βούληση των μερών για ισότιμη συνεργασία. Με άφρονες διεκδικήσεις ενός μέρους, που θίγουν καίρια συμφέροντα του άλλου, χτίζεται εμπιστοσύνη;

Τα τελευταία 9 χρόνια διακυβέρνησης της Τουρκίας από τον κ. Ερντογάν παρατηρείται κλιμάκωση των μεθόδων διεκδίκησης των διακηρυγμένων συμφερόντων της. Δεν αναγνωρίζει κατάληψη και κατοχή κυπριακού εδάφους, σχεδιάζει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, διατηρεί το Casus Beli προς την Ελλάδα, αμφισβητεί το νομικό καθεστώς εκατοντάδων νησίδων του Αιγαίου, προσπαθεί να αποσταθεροποιήσει την ελληνική Θράκη. 

 Διακηρύσσει συνεχώς τη δυνατότητα της δυναμικής επίλυσης διαφορών και κάνει προκλητικές «επιδείξεις σημαίας», παραβιάζοντας καθημερινά τον εναέριο χώρο της Ελλάδας με οπλισμένα αεροσκάφη και κάνοντας ναυτικές βόλτες έξω από το Σούνιο. 

Από τη μία καλλιεργεί με κάθε τρόπο τα ελληνικά φοβικά σύνδρομα απέναντί της για να πετύχει την αδρανοποίηση της ελληνικής πλευράς, ενώ από την άλλη παρουσιάζεται ειρηνόφιλη και καλεί σε οργάνωση και συμμετοχή «Ανώτατων Συμβουλίων Συνεργασίας».  

Με τέτοια συμπεριφορά της Τουρκίας σε κρίσιμα θέματα, μπορούμε να προχωρούμε σε στρατηγική αναβάθμιση των σχέσεών μας με τη γείτονα, επιδεικνύοντας «ψύχραιμη και υπεύθυνη» θέση; Γιατί δεν περιοριζόμαστε σε συνήθεις διμερείς πράξεις στα θέματα κοινού ενδιαφέροντος και προσφέρουμε το «δώρο» ενός τέτοιου συμβουλίου;

Στις διεθνείς σχέσεις η περιθωριοποίηση μιας χώρας και η υπαγωγή της στη σφαίρα επιρροής μιας άλλης περιγράφεται με τον όρο «φινλανδοποίηση». Μήπως λοιπόν εύστοχα ο καθηγητής κ. Ευρυβιάδης χαρακτηρίζει έτσι τη σχέση της χώρας μας απέναντι στην Τουρκία;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου