Σε ποιο βαθμό η συμφωνία της ΜΙΤ -Τουρκική Υπηρεσία Πληροφοριών- με
τον Οτσαλάν στο Ιμραλι αλλά και τους πολέμαρχους της οργάνωσης στο
Βόρειοι Ιράκ θα οδηγήσει στον πλήρη αφοπλισμό των ανταρτών και σε ποιο
βαθμό ο Ερντογάν έχει τη βούληση και τη δυνατότητα να ανταποκριθεί με
παραχωρήσεις που θα διασφαλίζουν την ηρεμία στη νοτιοανατολική Τουρκία;
Οποια απάντηση και αν δοθεί στα παραπάνω ερωτήματα, από τις μελλοντικές
εξελίξεις ένα είναι βέβαιο ότι η εν διαμορφώσει πολιτική συμφωνία με το
ΡΚΚ είναι μια βαρύνουσα επιτυχία για τον Ερντογάν εξίσου -αν όχι
περισσότερο- σημαντική από την κατεδάφιση της παραεξουσίας των
στρατηγών.
Τηρουμένων των αναλογιών και εξελικτικά, η κίνηση
Ερντογάν θα μπορούσε να συγκριθεί με την απόφαση του στρατηγού Ντε Γκολ
το 1960, ότι το πρόβλημα της Αλγερίας δεν λύνεται με πόλεμο αλλά με
πολιτική διαβούλευση.
Δυστυχώς για τον Ερντογάν δεν αρκεί η
συμφωνία με τον Οτσαλάν και τους πολέμαρχους του ΡΚΚ στο Βόρειο Ιράκ,
καθώς υπάρχουν αστάθμητοι παράγοντες που ξεφεύγουν από τον έλεγχό του:
Η
κουρδική κυβέρνηση υπό τον Μπαρζανί στο Αρμπίλ του Βορείου Ιράκ, η
Βορειοανατολική Συρία που έχει μετατραπεί σε δεύτερο μετά το Βόρειο Ιράκ
de facto ανεξάρτητο κουρδικό κράτος, η κυβέρνηση της Βαγδάτης αλλά και
της Τεχεράνης και επιπλέον οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, που παίζουν για δικό
τους λογαριασμό το κουρδικό χαρτί.
Στη χειρότερη των περιπτώσεων
ο Ερντογάν θα κερδίσει μια ολιγόμηνη ηρεμία, που θα του επιτρέψει να
ελέγξει τις παρενέργειες μιας ασύντακτης κατάρρευσης του καθεστώτος
Ασαντ στη Δαμασκό και μιας χαοτικής επόμενης μέρας.
Στην καλύτερη
των περιπτώσεων, ο Ερντογάν δεν θα έχει μόνο λύσει το Κουρδικό εντός
συνόρων, αλλά θα κινηθεί για να ελέγξει τους κουρδικούς πληθυσμούς και
κινήματα στο Βόρειο Ιράκ και στη Βορειοανατολική Συρία, μια πολιτική που
είχε υιοθετήσει ο Κεμάλ από το 1919-1926 ως ηγέτης ενός κοινού
τουρκικού-κουρδικού κράτους, με πραγματικό τότε στόχο τα πετρελαϊκά
πεδία της Μοσούλης στο Βόρειο Ιράκ.
Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε
αυτήν την περίοδο, όταν οι Κούρδοι μαχητές ήταν οι πιο σκληροί
πολεμιστές του Κεμάλ εναντίον του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία και
όταν το όραμα ενός κοινού τουρκικού κουρδικού κράτους είχε απήχηση στους
Κούρδους υπό βρετανική διοίκηση στο Ιράκ και υπό γαλλική στη Συρία.
Με την απόφασή του να επιδιώξει πολιτική λύση στο Κουρδικό με σταδιακή
αναγνώριση της εθνικής ιδιαιτερότητας των Κούρδων, ο Ερντογάν σπάει ένα
ταμπού που είχε από καιρό σαπίσει:
Πριν από μερικά χρόνια ο στρατηγός
Εβρέν, δικτάτορας στην περίοδο 1980-89, δημοσίευσε άρθρο όπου πρότεινε
ως λύση τη μετατροπή της Τουρκίας σε Ομοσπονδία, που θα περιλάμβανε
κουρδικό ή κουρδικά ομόσπονδα κρατίδια.
Και στη χειρότερη δυνατή
εκδοχή, την επανέναρξη των αιματηρών συγκρούσεων στη νοτιοανατολική
Τουρκία, το μεγάλο βήμα έχει γίνει, η Αγκυρα έχει αναγνωρίσει ως
συνομιλητή τον Οτσαλάν αλλά και την ηγετική ομάδα του ΡΚΚ στο βόρειο
Ιράκ, μια de facto νομιμοποίηση που δεν μπορεί να αναιρεθεί.
Πλαγίως, σχεδόν αθόρυβα, το δόγμα «ένα κράτος - ένα έθνος» που υιοθέτησε
ο Κεμάλ μετά την απόφαση της Κοινωνίας των Εθνών, το 1926, που
κατακύρωσε τη Μοσούλη στον υπό βρετανικό έλεγχο Ιράκ, παροπλίζεται με το
Σουνιτικό Ισλάμ να αναδεικνύεται ως μόνος κοινός παρονομαστής
προσδιορισμού ταυτότητας ανάμεσα στους Τούρκους και τους Κούρδους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου