«Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι λίγο
πριν τη χαραυγή» - μια, κοινότοπη ίσως, αποστροφή του λόγου,
χαρακτηριστική για την αισιοδοξία που διαπνέεται από τη ρητορεία του
Διαφωτισμού.
Αυτονόητη θεωρείται έτσι η μονοδιάστατη θεώρηση της
χρονικής διαδοχής των γεγονότων, της προόδου στην Ιστορία: ότι δηλαδή το
Αύριο θα είναι πιο αίσιο από το Χθες.
Αισιοδοξία, ωστόσο, που δεν επιβραβεύεται από την αντικειμενική
ιστορική εξέλιξη. Τα βήματα της Ιστορίας υπαγορεύονται, όπως διδάσκει ο
Χέγκελ, από τη δική της λογική. Μια λογική που αποδεικνύεται, τελικά,
δολερή («die List der Vernunft») για όλους εκείνους που επιχειρούν να
προβλέψουν την έκβαση των γεγονότων, ιδιαίτερα για τους πολιτικούς.
Πικρή ήταν, για παράδειγμα, η απογοήτευση ενός βαθυστόχαστου
μελετητή της ιστορικής εξέλιξης, όπως ο Καρλ Μαρξ, όταν είδε να
πραγματώνεται η επανάσταση της μάζας των προλεταρίων τελικά στην
ευρασιατική Ρωσική Αυτοκρατορία και όχι στη Δύση. Εκεί , όπου, κατά τις
προσδοκίες του πολιτειακού στοχαστή Μαρξ, η «αντικειμενική ιστορική
εξέλιξη» είχε ήδη δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις...
Για να έλθουμε όμως και στη δική μας, την τρέχουσα
πραγματικότητα: ο ήλιος της καινούργιας μέρας, που έχει ήδη ανατείλει,
φωτίζει άπλετα τη μικροελλαδική μας μιζέρια, την οποία (σε πείσμα κάθε
παραμυθητικής ρήσης) αισθανόμαστε όλοι μας να μας κατατρύχει.
Δεν είναι εδώ ο χώρος να απαριθμήσουμε τα δεινά που μας έχουν
βρει κατά την περίοδο αυτή των ισχνών αγελάδων που έχει ενσκήψει στη
χώρα μας. Θα παραμείνουμε ωστόσο σε ένα χαρακτηριστικό στοιχείο των
ημερών μας, που παρακινεί συχνά να αναρωτιέται κανείς: «Βιώνουμε, άραγε,
σήμερα τις μέρες της Βαϊμάρης;» ή, κοντολογίς, «Επαναλαμβάνεται η
ιστορία;».
Στο σημείο αυτό θα ανατρέξουμε στις υποθήκες ενός ακόμα
πολιτειακού στοχαστή, του Νικολό Μακιαβέλι ο οποίος, κατά την άποψή μου,
έδωσε την πιο ικανοποιητική απάντηση.
Συγκρίνοντας την ιστορική πορεία της γενέτειράς του, της
πόλης-κράτους της Φλωρεντίας («Istorie Fiorentine») με εκείνην των
αρχαιοελληνικών πόλεων της κλασικής περιόδου, κατέληξε στο συμπέρασμα
ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, παρουσιάζονται ωστόσο φαινόμενα
αναλογίας, εκεί όπου συντρέχουν ομοειδείς γενεσιουργοί παράγοντες.
Κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης είχε καθιερωθεί
στον καθημερινό λόγο της Γερμανίας ο νεολογισμός Staatsverdrossenheit,
μια λέξη το περιεχόμενο της οποίας μόνο περιφραστικά μπορεί να αποδοθεί
στην καθ' ημάς νεοελληνική: «η δυσθυμία, η δυσαρέσκεια που αισθάνονται
οι πολίτες κατά του κράτους».
Ενας νεολογισμός που καθιερώνεται στη γλωσσική χρήση από τις
συνθήκες που επικρατούν στη δεκαετία του '20 στη Γερμανία, τότε που η
αδυναμία των κοινοβουλευτικών θεσμών να ελέγξουν τη δημόσια διαφθορά
(καλή ώρα!) και τον πληθωρισμό θα οδηγήσουν τους απογοητευμένους πολίτες
να αναδείξουν από τις κάλπες τους Εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ ως
κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Απαράλλακτη είναι και η δυσθυμία των αρχομένων, η οποία, μετά
την πρόσφατη εκλογική ετυμηγορία στη χώρα μας, οδήγησε μια δράκα από
κατ'εξοχήν εκφραστές του δεξιόστροφου λαϊκισμού στα κοινοβουλευτικά
έδρανα...
Η «φωνή του λαού», η vox populi, αποτέλεσε το έρεισμα πάνω στο
οποίο θεμελιώνουν ανέκαθεν το οικοδόμημά τους οι δημαγωγοί. Μια ιστορική
εμπειρία πανάρχαια, η οποία αναβιώνει και σήμερα.
«Ημέρες Βαϊμάρης» βιώνουμε και την καινούργια μέρα που μας
ξημέρωσε, επειδή, τελικά, ίσως να έχουμε τους «αρχιερείς» που μας
αξίζουν ως κοινωνία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου