Toυ ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΨΗ
Tι ήταν κι αυτό το κόμπλεξ που έβγαλε ο Ταγίπ Ερντογάν απέναντι στην
Ελλάδα; Με τους οίκους αξιολόγησης τα έχει, την Ελλάδα θέλησε να
υποβαθμίσει. O τέλειος «loser», θα έλεγαν στη δική τους διάλεκτο οι
δεκαοκτάρηδες. Για ζήλια με ρίζες στην Ιστορία μιλούν ορισμένοι
διπλωμάτες μας.
Κατά τη θεωρία αυτή, οι Τούρκοι φέρουν βαρέως ότι
μια πρώην επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σήμερα δεν είναι απλώς
πλουσιότερη, αλλά βρίσκεται και στον πυρήνα της Ευρώπης. Ξεκινώντας
μάλιστα από τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, θεωρούν ότι πολλά από όσα έχουμε
πετύχει, τα έχουμε πετύχει σε βάρος τους μόνο χάρη στην υποστήριξη της
Δύσης.
Μπορεί να είναι κι έτσι. Αν και έχουμε δει ότι αυτού του
τύπου οι «πολιτισμικές» αναλύσεις μπορεί να ανατραπούν από τη μια μέρα
στην άλλη. Και δεν είναι μόνο οι σεισμοί στην Πόλη που μπορεί να
προκαλέσουν κύμα συμπάθειας, ούτε φυσικά τα τουρκικά σίριαλ. Από τις
κουμπαριές στην εχθρότητα και τούμπαλιν έχουμε περάσει τόσες και τόσες
φορές όλα αυτά τα χρόνια.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο Ταγίπ
Ερντογάν έχει μεγάλα όνειρα για τη χώρα του όνειρα που δεν συμβαδίζουν
πάντοτε με την πραγματικότητα. Η Τουρκία κατάφερε να γίνει μέλος του
G-20, είχε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια και
θεωρεί εαυτήν ως περιφερειακή υπερδύναμη. Παρ' όλα αυτά είναι μια
βαθμίδα μόλις πάνω από την Ελλάδα στη βαθμολόγηση της «Standard &
Poor's».
Οι λόγοι είναι εν μέρει οικονομικοί. Με υψηλό
πληθωρισμό, ενδημική ανεργία και μεγάλο εξωτερικό έλλειμμα, είναι
αναγκασμένη να ακολουθήσει μια περιοριστική πολιτική που έριξε την
ανάπτυξη από το εντυπωσιακό 8% στο πενιχρό 1,6%. Παρά το μέγεθός της, η
Τουρκία έχει σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας που την καθιστά ευάλωτη
στις εξωτερικές πιέσεις.
Ακόμα χειρότερα βέβαια η πολιτική
αστάθεια και οι συγκρούσεις στα σύνορά της, το ρήγμα ανάμεσα σε λαϊκούς
και ισλαμιστές στο εσωτερικό της και βέβαια η νάρκη του Κουρδικού
δημιουργούν συνθήκες μακροπρόθεσμης πολιτικής αβεβαιότητας.
Κατά
μία έννοια, η Ελλάδα έχει το αντίθετο πρόβλημα. Σε ορίζοντα δεκαετίας οι
ξένοι οίκοι μιλάνε για ανάπτυξη 30% με 40%. Ηδη άλλωστε έχουν γίνει
σημαντικές αλλαγές που έχουν βελτιώσει τον πληθωρισμό, την
ανταγωνιστικότητα και το εξωτερικό έλλειμμα, κάνοντας τη χώρα ελκυστική
για επενδύσεις.
Το πιο σημαντικό πλεονέκτημα όμως είναι η ίδια η
συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Και μπορεί η πολιτική που ακολουθήθηκε
έως σήμερα να είχε παράλογα και απαράδεκτα μεγάλο κοινωνικό κόστος, από
το καλοκαίρι και μετά ωστόσο, όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν ότι η
Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στο ευρώ, η εικόνα έχει αρχίσει να αλλάζει.
Με δεδομένη τη μερική αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από την περιοχή, η
συμμετοχή μας στην Ενωση αποτελεί την καλύτερη ασφαλιστική πολιτική για
τη χώρα μας. Πρόκειται ακριβώς για τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια που λείπει
από την Τουρκία. Βραχυπρόθεσμα, βέβαια, η Ελλάδα έχει πρόβλημα κυρίως
πολιτικής αβεβαιότητας. Κι ενώ μιλάμε, για παράδειγμα, για
ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με 20 δισ., ξεχνάμε ότι έφυγαν από το
τραπεζικό σύστημα σχεδόν 80 δισ. λόγω της ανασφάλειας.
Το ίδιο
ακριβώς πρόβλημα αντιμετώπιζε προεκλογικά ο πρόεδρος Λούλα το 2002. Το
έλυσε με μια ανοικτή επιστολή στον λαό της Βραζιλίας, με την οποία
δεσμεύτηκε ότι θα τηρήσει τις υποχρεώσεις της χώρας έναντι των δανειστών
και του ΔΝΤ. Μεταξύ περονιστών της Αργεντινής και αριστερών της
Βραζιλίας, οι δεύτεροι αποδείχθηκαν απείρως σοβαρότεροι! Και ίσως έχουν
αρκετά να διδάξουν και σε μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου