Σύννους όπως εμφανίζεται στις φωτογραφίες, με το ελαφρώς
ανεμοδαρμένο ύφος του, σου επιτρέπει να τον φανταστείς γύρω στον όρθρο
τον βαθύ, καθισμένο στο γραφείο του, να παλεύει με τα οράματά του. Μόνον
που αυτήν τη φορά δεν τον κατατρύχουν οι αισθήσεις, εκείνες «οι
γυναίκες στο τσιγκέλι να φτύνουν τους επιβήτορές τους» ή οι άλλες «που
προσχωρούν στην επανάσταση αναστηλώνοντας την σπονδυλική τους στήλη σαν
τους κίονες του Παρθενώνα» (Τ. Κουράκης, «Ο δικός μας Χριστός»).
Πάει και η «Λίνα της Ανδρου, η Τζούλια της Δονούσας, η Margo της Μυκόνου, η ΙΖΑ της Σάμου, η Αριάδνη της Σκοπέλου, η Λίλιαν, η Μαρία και η Ολγα» και όλα τα άλλα κορίτσια «που φυλάγουν τις Θερμοπύλες των αμόλυντων υδάτων του Αιγαίου» (του ιδίου, «Το τέλος που ήταν η αρχή»).
Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, ακόμη και οι ποιητές αναγκάζονται να πεζολογήσουν, να προσγειωθούν ανάμεσά μας, και να σκύψουν, αφού μας προέκυψαν, στα προβλήματά μας.
Πριν από μερικές ημέρες βασάνισε τις λέξεις του προκειμένου να εκφράσει τις απόψεις του για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, καθότι, εκτός από ποιητής είναι και αρμόδιος για το θέμα του ΣΥΡΙΖΑ - ΕΚΜ. Κάποτε είχε υμνήσει, ως ποιητής, τη «σύντηξη των ατόμων» που πάλευαν όλη τη νύχτα και το ξημέρωμα τους βρήκε αγκαλιά. Και τώρα είναι αναγκασμένος να καταγγείλει τη σύμφυση κοσμικών και εκκλησιαστικών παραγόντων στη διαχείριση της χώρας.
Τώρα, αχ, αυτό το τώρα. Τώρα πέρασε η ώρα, η φαιά του ουσία έχει καταπονηθεί από την υπερπροσπάθεια, όμως αυτός δεν το βάζει κάτω. Στην εγκυκλοπαίδεια εξάντλησε το λήμμα περί μελισσοκομίας, ανασκάπτοντας τους κλασικούς της επανάστασης έψαξε να βρει τη σχέση της μελισσοκομίας με τη ΝΕΠ, πέρασε ώρες ξεφυλλίζοντας τα «Απαντα» του Λένιν, ώς και το πρώτο βιβλίο του «Κεφαλαίου» ξεψάχνισε για να δει τι θέση κατείχε η μελισσοκομία στα χρόνια εκείνα της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Την ποιητική του ψυχή την στενεύουν και την στενοχωρούν όλες αυτές οι αναζητήσεις, όμως ο ίδιος δεν το βάζει κάτω. Τη θέλησή του, αν και ανεμοδαρμένη από τον ερεθισμό των αισθήσεων, τη χαλυβδώνει η σκέψη πως αν ξενυχτήσει λίγο ακόμη θα βάλει ένα ακόμη λιθαράκι στο τέλος της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο. Εξάλλου το υποσχέθηκε στους ανθρώπους και τώρα είναι πια αργά να κάνει πίσω. Προχθές μιλώντας στους μεταλλουργούς της Χαλκιδικής τούς υποσχέθηκε πως όταν φτάσει εκείνη η ευλογημένη ώρα που ο ίδιος θα αναλάβει τις ευθύνες της χώρας θα κλείσει τα μεταλλεία και θα απαλλάξει τον τόπο από τη βρώμα τους.
Κι όταν οι αφελείς τον ρώτησαν «Και τι θα γίνει που θα μείνουμε χωρίς δουλειά;» εκείνος τους αποστόμωσε: «Θα γίνετε μελισσοκόμοι».
Κι έτσι, για το καλό τους, έφτασε τρεις η ώρα ξημερώματα να συνθέτει εγχειρίδιο περί «μελισσοκομίας» που θα φέρει την ανάπτυξη την καθαρή γιατί οι μελισσούλες τσιμπάνε αλλά δεν βρωμάνε.
Αυτή είναι η αισιόδοξη εκδοχή. Η λιγότερο αισιόδοξη είναι πως ως ποιητής που είναι, του ήρθε στο μυαλό ο Αγγελόπουλος, μπορεί και ο Κουφοντίνας, τους πέταξε ένα «να γίνετε μελισσοκόμοι» για να ξεμπερδεύει και επέστρεψε στα ενδότερα της έμπνευσής του. Τόσο απλά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου