Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΙΛΙΠΠΗ
Επί χάρτου, οι βασικοί άξονες του επικείμενου πολέμου (επίθεση στην
Ηπειρο, πίεση στη Θεσσαλονίκη, προέλαση στην Αθήνα) αποφασίστηκαν σε
συνεδρία της 15/10/1940 στο Παλάτσο Βενέτσια. Ο Μουσολίνι είχε
εκνευριστεί από το ότι «ο Χίτλερ τον έφερνε πάντα προ τετελεσμένων
γεγονότων» (όπως είχε συμβεί με την επίθεση στη Ρουμανία) και «ήθελε να
τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα».
Σε εκείνη τη σύσκεψη παρευρέθηκαν,
εκτός του Ντούτσε και του Τσιάνο, ο αρχηγός και ο υπαρχηγός ΓΕΣ, Πιέτρο
Μπαντόλιο και Ουμπάλντο Σόντου αντίστοιχα, ο γενικός τοποτηρητής στην
Αλβανία Φρανσέσκο Γιακομόνι, ο υπαρχηγός του Στρατού Μάριο Ροάτα και ο
διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα. Εκεί, ο
Ντούτσε δήλωσε και πάλι ότι από το 1923, όταν (επί Πλαστήρα) κατέλαβε
πρόσκαιρα την Κέρκυρα και αποχώρησε από το νησί με παρέμβαση της
Κοινωνίας των Εθνών, του είχε μείνει «ένας ανοικτός και ανεξόφλητος
λογαριασμός με την Ελλάδα», που «ανέκαθεν ήταν εχθρός της Ιταλίας», και
ότι ήταν από καιρό έτοιμος να απολαύσει τον καφέ του στον Παρθενώνα.
Κατά τη φασιστική προπαγάνδα, «ο Ντούτσε είχε πάντα δίκιο» - και οι
παριστάμενοι στη σύσκεψη φρόντισαν να το επιβεβαιώσουν. Μόνο ο
προνοητικός Μπαντόλιο φέρεται να κράτησε, δειλά, αποστάσεις ως προς τις
απόψεις των συναδέλφων του, που υποστήριζαν ότι «οι Ελληνες δεν είχαν
καμιά όρεξη να πολεμήσουν» και ότι, αντίθετα, «ο ενθουσιασμός των ιταλών
στρατιωτών να ριχτούν στη μάχη ήταν έως και ασυγκράτητος». Ομως,
αργότερα, ήρθαν τα πάνω-κάτω. Γι' αυτό και θρυλείται ότι ο Μουσολίνι
δήλωσε: «Εάν κανείς από τους συμμετέχοντες στην εν λόγω σύσκεψη τολμούσε
και μόνο να φανταστεί κάτι τέτοιο, πάραυτα θα τον εκτελούσα».
Η παραδοχή της γενναιότητας και της ανθρωπιάς (τόσο στο μέτωπο όσο
και αργότερα στα μετόπισθεν) των Ελλήνων, αλλά και η δικαίωση των Ιταλών
που θυσιάστηκαν επί του καθήκοντος, είναι ακόμη μία θέση της ιταλικής
ιστοριογραφίας, τιμητικό δείγμα αυτογνωσίας, ασφαλώς, αλλά και
υποχρεωτικός-αναδρομικός φόρος τιμής στον άγνωστο ιταλό στρατιώτη, αυτόν
που, κατά την προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων, ο Ντούτσε, έξαλλος,
τον απείλησε με «βούρδουλα, βούρδουλα, βούρδουλα» κι ύστερα τον
«καταράστηκε» κιόλας: «Να λειώσουν στα χιόνια οι καχεκτικοί για να
έρθουν άλλοι, νέοι και γενναίοι, για να βελτιωθεί η ιταλική φυλή με τη
νέα πολεμική αριστοκρατία».
Ο Μουσολίνι είχε ανέκαθεν αυτή την εμμονή:
να κατασκευάσει τον «Νέο Ανθρωπο» και το «Νέο Κράτος», ιδέες σύμφυτες με
τη φασιστική ιδεολογία.
Σε εκείνον τον πόλεμο, όμως, το Νέο Κράτος γύρισε ανάποδα. Κι ο
Ντούτσε, υπό το βάρος της επικείμενης ήττας, έστειλε τον έναν μετά τον
άλλον τους στρατιωτικούς ηγέτες στο σπίτι τους και, μετά, όλους μαζί
στον διάβολο. Ενόσω διαρκούσαν οι εχθροπραξίες στην Αλβανία, οι αρχηγοί
που συμμετείχαν στη σύσκεψη της 15/10 αντικατέστησαν διαδοχικά αλλήλους:
ο Πράσκα τον Μπαντόλιο, ο Σόντου τον Πράσκα, και τον Σόντου ο Ούγκο
Καβαλέρο. «Είστε άχρηστοι», τους τα 'ψαλε ο Μουσολίνι. Και επειδή του
άρεσε να παριστάνει τον Ναπολέοντα, «όπως και εκείνος, ήρθε η ώρα να
ψάξω κι εγώ τους στρατηγούς μου ανάμεσα στους λοχίες και στους
δεκανείς», είπε, αφού κάποιος στρατηγός στο μέτωπο, αντί να σχεδιάζει
τις επιχειρήσεις, «περνούσε την ώρα του γράφοντας μουσική για ταινίες».
Το καρφί ήταν για τον φιλόμουσο Σόντου.
Ακολούθως, οι στρατιωτικοί φρόντισαν, βέβαια, για την υστεροφημία
τους και πέρασαν στην αντεπίθεση μέσω των απομνημονευμάτων τους (που
όλοι ανεξαιρέτως συνέγραψαν, τόσο οι της σύσκεψης της 15ης Οκτωβρίου όσο
και άλλοι συνυπεύθυνοι αρχηγοί, όπως π.χ. ο πτέραρχος Φραντσέσκο
Πρίκολο). Με τη γραφίδα του καθένας κατακρίνει εμμέσως πλην σαφώς τον
άλλο και όλοι μαζί στέλνουν, με τη σειρά τους και με τον τρόπο τους,
στον αγύριστο τον Μουσολίνι και τον Τσιάνο. Ο τελευταίος εκτέθηκε,
τελικά, ανεπανόρθωτα, καθώς, εν αναμονή της επικείμενης μεγάλης νίκης,
διατυμπάνιζε ότι ο πόλεμος της Αλβανίας ήταν «ο δικός του πόλεμος».
Ο
Μουσολίνι, από την πλευρά του, δεν χώνεψε ποτέ την ήττα στην Αλβανία και
με άρθρο του στην «Κοριέρε ντέλα Σέρα» προσπάθησε να εξωραΐσει την
κατάσταση ισχυριζόμενος ότι, και χωρίς την επέμβαση των Γερμανών, η
Ελλάδα ήταν καταδικασμένη. Εμμέσως πλην σαφώς, επέμενε ότι «από πολιτική
άποψη, η επιχείρηση αυτού του ''παράλληλου πολέμου'' ή του
"πολέμου-αστραπή" ήταν τέλεια, έστω κι αν είχε υστερήσει στον
στρατιωτικό τομέα».
Επιμερίζεται, λοιπόν, η ευθύνη, αλλά δεν συμψηφίζεται, για να
απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα. Μουσολίνι και Τσιάνο, αμετροεπείς και
υπερόπτες, είναι οι κορυφαίοι του δράματος και δεν ισχύουν γι' αυτούς τα
ελαφρυντικά που μπορούν να επικαλεστούν οι υπόλοιποι, όπως π.χ. την
κακοκαιρία, την αποστασία των Αλβανών ή τη στάση της Βουλγαρίας, που
επέτρεψε στους Ελληνες να αποσύρουν οκτώ μεραρχίες από τη Θράκη. Ο
Τσιάνο συνήθιζε να πετά στο καλάθι των αχρήστων τις σωστές εκθέσεις του
Γκράτσι για την ελληνική κατάσταση και έδινε βάση στον «ανισόρροπο» Ντε
Βέκι (διοικητή της ιταλικής, τότε, Δωδεκανήσου και υπεύθυνο του
τορπιλισμού της «Ελλης»), για τον οποίο ο Ντ' Ανούντσιο έλεγε ότι ήταν
ένα «ολοστρόγγυλο μηδενικό». Ο δε Ντούτσε ήταν ασυγκράτητος μετά την
κατάληψη της Αβησσυνίας και την κήρυξη της ιταλικής αυτοκρατορίας
(1935), αλλά και μετά την επιτυχή έκβαση του ισπανικού εμφυλίου με τη
νίκη του συμμάχου του, Φράνκο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου