Πριν από ένα μήνα, διάχυτη ήταν η αίσθηση ότι το καθεστώς Ασαντ
«μετράει μέρες». Οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης είχαν βάσιμους λόγους να
ελπίζουν ότι το Ιράν σύντομα θα χάσει τον βασικό περιφερειακό του
σύμμαχο και το Ισραήλ ότι θα απαλλαγεί από τον πιο σοβαρό, στρατιωτικό
αντίπαλο στα σύνορά του. Σειρά καταιγιστικών εξελίξεων μέσα σε ένα
δεκαπενθήμερο (τόσο σοβαρών και αιφνιδιαστικών, που είναι δύσκολο να μην
υποπτευθεί κανείς οργανωμένο σχέδιο με εξωτερική υποστήριξη)
δικαιολογούσαν παρόμοιες εκτιμήσεις.
Στις 15 Ιουλίου, ο Ελεύθερος
Συριακός Στρατός (FSA) των αντικαθεστωτικών ξεκίνησε την παράτολμη «μάχη
της Δαμασκού», εκτοξεύοντας πυρά από οχυρά που είχε δημιουργήσει σε
συνοικίες της συριακής πρωτεύουσας.
Τρεις μέρες αργότερα, οι
αντικαθεστωτικοί κατάφεραν το αδιανόητο: μια βομβιστική επίθεση στο
γενικό αρχηγείο των υπηρεσιών ασφαλείας του καθεστώτος, τη στιγμή που
συνεδρίαζε η ανώτατη ηγεσία του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών,
τέσσερα στελέχη της οποίας σκοτώθηκαν.
Στις 20 Ιουλίου, ο FSA άνοιξε νέο
πολεμικό μέτωπο στο Χαλέπι, τη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, που μέχρι
τότε θεωρούνταν προπύργιο του καθεστώτος.
Τέλος, στις 5 Αυγούστου,
πέρασε στο απέναντι στρατόπεδο ο πρωθυπουργός του Ασαντ, Ριάντ Χιτζάμπ,
επιβεβαιώνοντας ότι τα ρήγματα φτάνουν πλέον στην κορυφή του (επίσημου)
κράτους.
Ενα μήνα αργότερα, η κατάσταση εμφανίζεται πολύ
διαφορετική. Σε αντίθεση με το επίσημο κράτος-βιτρίνα, το βαθύ κράτος
του οποίου ηγείται ο Μπασάρ Ασαντ διατήρησε τη συνοχή του τη στιγμή της
μεγάλης δοκιμασίας. Η σφοδρή αντεπίθεση του κυβερνητικού στρατού
υποχρέωσε τους αντικαθεστωτικούς να υποχωρήσουν στα περισσότερα αστικά
κέντρα. Μετά τη Χομς, το κέντρο του Χαλέπι και η συνοικία Σαλαντίν, το
βασικό προπύργιο των αντικαθεστωτικών, πέρασαν ξανά στα χέρια του
καθεστώτος. Το ίδιο συνέβη στην Νταράγια και εργατικά προάστια της
Δαμασκού, τα οποία κατάφερε να «εκκαθαρίσει» ο κυβερνητικός στρατός διά
πυρός και σιδήρου. Εξίσου προβληματική διαγράφεται η εικόνα των
αντικαθεστωτικών στο πολιτικό επίπεδο.
Ακόμη και ο Ecomonist, ένα έντυπο
ουδόλως φιλικό έναντι του Ασαντ, αναγνωρίζει ότι «οι αντάρτες
αποτυγχάνουν να κερδίσουν την καρδιά και το μυαλό των μεσαίων τάξεων»,
ιδίως στο Χαλέπι και τη Δαμασκό. Το βρετανικό περιοδικό καυτηριάζει τους
ακραίους ισλαμιστές στους κόλπους των αντικαθεστωτικών, τα άτακτα
στρατεύματα των οποίων συχνά δεν υστερούν του καθεστώτος ως προς τις
συνοπτικές εκτελέσεις και τα βασανιστήρια κρατουμένων. Ο ανταποκριτής
της Liberation διαπίστωσε ότι η μεγάλη πλειονότητα των αμάχων στο Χαλέπι
αισθάνεται ότι βρίσκεται σε ομηρία, ανάμεσα σε δύο εξίσου αντιπαθή
στρατόπεδα. Οι μεγάλες διαδηλώσεις στο κέντρο της Δαμασκού και του
Χαλέπι υπέρ του Ασαντ, μετά την είσοδο των κυβερνητικών δυνάμεων,
επιβεβαίωσαν ότι μια ισχυρή, αν και μειοψηφική μερίδα του πληθυσμού και
σχεδόν το σύνολο των Αλεβιτών και των Χριστιανών (αθροιστικά γύρω στο
25% των Σύρων) υποστηρίζει το καθεστώς γιατί φοβάται ότι θα
κονιορτοποιηθεί αν έρθουν στην εξουσία οι ισλαμιστές.
Καθώς τα
ρήγματα στους κόλπους του Συριακού Εθνικού Συμβουλίου (SNC), χαλαρής
πολιτικής «ομπρέλας» των αντικαθεστωτικών, διευρύνονται, εντείνεται η
ανησυχία της Δύσης. Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ κάλεσε, με έκδηλη
ανυπομονησία, το SNC να υπερβεί τις φατριαστικές διαιρέσεις του και να
σχηματίσει προσωρινή κυβέρνηση, ώστε να τύχει διεθνούς αναγνώρισης και
να διευκολύνει τα σχέδια για κάποιου είδους ξένη επέμβαση - π.χ. με τη
μορφή των «ουδέτερων ζωνών» που εισηγούνται Γαλλία και Τουρκία. Ωστόσο,
οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν εξαιρετικά δύσπιστες και αποφεύγουν,
προς το παρόν, να μπουν στην περιπέτεια μιας μονομερούς επέμβασης, που
θα τις φέρει σε μετωπική σύγκρουση με τη Ρωσία.
Με αυτά τα
δεδομένα, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι η συριακή κρίση θα
μακροημερεύσει, θυμίζοντας από ορισμένες απόψεις «Τσετσενία»:
Πρωτοβουλίες Ιράν και Αιγύπτου
Σε
στρατιωτικό, πολιτικό και διπλωματικό αδιέξοδο βρίσκονται οι χώρες της
Δύσης αναφορικά με τη συριακή κρίση. Η Ρωσία, που υπερασπίζεται σθεναρά
τα γεωστρατηγικά της συμφέροντα (μεταξύ των οποίων και τη μεγάλη,
ναυτική βάση της στην Ταρτούς) έχει καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται
να επιτρέψει απόφαση για ξένη επέμβαση. Η Τουρκία, η οποία φιλοξενεί την
ηγεσία και στρατόπεδα του FSA, έχει χάσει κάθε δυνατότητα μεσολάβησης.
Το κενό που αφήνουν αυτές οι εξελίξεις έρχονται να καλύψουν οι
πρωτοβουλίες δύο περιφερειακών δυνάμεων: της νέας Αιγύπτου, υπό τον
ισλαμιστή Μοχάμεντ Μόρσι και του Ιράν. Στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής των
Αδεσμεύτων, στην Τεχεράνη, η ιρανική ηγεσία κατέθεσε πρόταση για τη
δημιουργία διεθνούς ομάδας επαφής για το συριακό, αποτελούμενη από
Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Αίγυπτο και Ιράν. Από την πλευρά του ο Μόρσι,
ηγετικό στέλεχος των Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου, κατέθεσε το δικό
του σχέδιο για τρίμηνη ανακωχή στη Συρία, καλώντας ταυτόχρονα τον Ασαντ
να παραιτηθεί και τη διεθνή κοινότητα να στηρίξει την αντιπολίτευση.
Διεθνείς αναλυτές εκτιμούν ότι ο νέος πρόεδρος της Αιγύπτου έχει
αποκαταστήσει ισχυρούς διαύλους επικοινωνίας με την Αμερική, η οποία,
παρά τις επιφυλάξεις της, έχει αποφασίσει να παίξει το χαρτί του
μετριοπαθούς Ισλάμ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου