Η Αθήνα στις αρχές του 2010 είχε πολλές εναλλακτικές λύσεις, το
δανεισμό από τη Ρωσία, την Κίνα ή κάποια Εμιράτα, και διάλεξε την
επαχθέστερη, το δανεισμό από Ε.Ε., ΕΚΤ, ΔΝΤ. Ο μύθος αυτός ήταν για
μεγάλο χρονικό διάστημα κυρίαρχος στην Αθήνα και όχι μόνο, καθώς οι
κυβερνήσεις στη Μαδρίτη και τη Ρώμη πολύ πριν η πίεση των αγορών γίνει
ασφυκτική διερεύνησαν τη δυνατότητα προληπτικής στήριξής τους κυρίως από
το Πεκίνο.
Η
περίπτωση της Λευκωσίας είναι χαρακτηριστική λόγω
του μικρού μεγέθους της οικονομίας της, που δεν την διευκόλυνε στις
προσπάθειες δανεισμού εκτός Ευρωζώνης.
Εκτός Ευρωζώνης οι κυβερνήσεις, οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης
έχουν από καιρό καταλάβει αυτό που οι εντός αρνούνται να παραδεχθούν: Η
κρίση είναι συστημική, αφορά το σύνολο των χωρών-μελών, με κυρίαρχο
στοιχείο μια δυναμική ντόμινο, που δεν αναιρείται ακόμη και με τις
καλύτερες δυνατές επιδόσεις δημοσιονομικής προσαρμογής της καθεμιάς
χώρας. Ετσι η ανάμειξη τρίτων στη διάσωση της μιας ή της άλλης χώρας της
Ευρωζώνης κινδυνεύει να αποδειχθεί ως μια κίνηση υψηλού κόστους και για
τις δύο πλευρές, να μη χαλαρώσει δηλαδή η πίεση επί του δανειζομένου
και να επιβαρυνθεί η πιστοληπτική ικανότητα του δανειστή.
Σήμερα, δύο χρόνια μετά τη διάσωση της Ελλάδας και την ίδρυση του
Προσωρινού Μηχανισμού EFSF, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι πέραν της
δημοσιονομικής ισορροπίας και της αντοχής του τραπεζικού συστήματος των
χωρών-μελών της Ευρωζώνης, οι αγορές και οι Οίκοι Αξιολόγησης πιέζουν
τη μια χώρα μετά την άλλη μέχρι να πετύχουν συνολικές εγγυήσεις, τη μόνη
δυνατή εξέλιξη που θα μπορούσε να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των
επενδυτών.
Με άλλα λόγια, είναι φανερό ότι οι πιέσεις ασκούνται
με πολιτικά κατά κύριο λόγο κριτήρια, μια διαπίστωση που εκ των
προτέρων θα αχρήστευε κάθε εκτός Ευρωζώνης προσπάθεια δανεισμού της μιας
ή της άλλης χώρας: Αντί να καταγραφεί ως διαπιστευτήριο ύπαρξης
εναλλακτικών τρόπων στήριξης, το πιθανότερο θα ήταν ότι θα είχε
αξιολογηθεί ως αδυναμία διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και ακόμη
χειρότερη ως προειδοποίηση για επιλογή σταδιακής αποχώρησης από το κοινό
νόμισμα.
Το ότι οι αγορές και οι Οίκοι Αξιολόγησης δρουν κατά
κύριο λόγο με πολιτικά κριτήρια, που χρειάζονται βεβαίως την ουσιαστική ή
και προσχηματική επιβεβαίωση των ποσοστών και των μεγεθών της κάθε
χώρας, φαίνεται ξεκάθαρα αν δούμε τις πολιτικές εξελίξεις εντός της
Ευρωζώνης από την Άνοιξη του 2010 μέχρι και σήμερα και τα κύματα
επιθέσεων των Αγορών στην μια ή την άλλη χώρα στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα δεν είναι άλλο από το πρώτο κύμα κλυδωνισμού - ντόμινο που έπληξε την Ευρωζώνη μετά τη συνάντηση Μέρκελ-Σαρκοζί στην Ντοβίλ τον Οκτώβριο του 2010 και την υιοθέτηση της Συμμετοχής του Ιδιωτικού Τομέα ως συνιστώσας της διάσωσης χωρών που δεν έχουν βιώσιμο χρέος: Τότε έπεσε η Ιρλανδία, μπήκε στον προθάλαμο της διάσωσης η Πορτογαλία, πιάστηκαν σοβαρά Ισπανία, Ιταλία και Βέλγιο και πήρε τα πρώτα προειδοποιητικά μηνύματα η Γαλλία. Στην συνέχεια και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα οι Αγορές χαλάρωναν κάθε φορά που υπήρχε η προσδοκία -θεμελιωμένη ή μη- ότι το Βερολίνο ετοιμάζεται να κάνει τη μεγάλη στροφή προς την κατεύθυνση συνολικής θωράκισης της Ευρωζώνης.
Τι προκύπτει λοιπόν από τα παραπάνω;
Πολύ απλά, ότι για πολιτικούς
κυρίως λόγους η στήριξη χωρών-μελών της Ευρωζώνης που χάνουν την
πρόσβαση στις αγορές από τρίτες χώρες δεν αποτελεί ρεαλιστικό σενάριο:
- Τα οφέλη είναι αμφίβολα για τη χώρα που θα δανείσει, καθώς η παραμονή της δανειολήπτριας χώρας εντός Ευρωζώνης αποκλείει την άσκηση κάποιας ιδιαίτερης επιρροής, ενώ ενδεχόμενη έξοδος και χρεοκοπία της καταγράφει την όποια παρέμβαση στήριξης ως καθαρή ζημιά.
- Τα ουσιαστικά οφέλη προβάλλουν επίσης ως αμφίβολα και για τη δανειολήπτρια χώρα, καθώς στην καλύτερη των περιπτώσεων θα καθυστερήσει απλώς μια ευρωπαϊκή διάσωση, που θα γίνει με πολύ χειρότερους όρους από ό,τι αν αποτελούσε αρχική επιλογή.
- Επιπλέον, ακόμη και η πιο επιτυχής και με ανεκτούς όρους διάσωση χώρας-μέλους της Ευρωζώνης από τρίτη δύναμη ή ομάδα χωρών θα είχε παράπλευρες αποσταθεροποιητικές συνέπειες στην υπόλοιπη Ευρωζώνη.
Η δημοσιονομική κρίση
στην Ευρωζώνη είναι κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα της έλλειψης εμπιστοσύνης
των αγορών στη βούληση και τη δυνατότητα της Γερμανίας να καταβάλει το
πολιτικό και οικονομικό κόστος μιας μονόδρομης γι' αυτήν επιλογής. Μέσα
σε αυτό το πλαίσιο δεν θα έχει καμιά χρησιμότητα η προσπάθεια δανεισμού
από τρίτους για τις δανειολήπτριες χώρες. Μόνον ίσως ως δημαγωγικός
ελιγμός για την -αμφίβολη και αυτή- απάλυνση του πολιτικού κόστους της
κυβέρνησης που διαχειρίζεται την κρίση.
Τέλος να σημειωθεί ότι
αν χώρες με τα συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας και της Κίνας είχαν
τη δυνατότητα να παρέμβουν στην κρίση της Ευρωζώνης έναντι πολιτικών και
εμπορικών ανταλλαγμάτων, θα το είχαν πράξει. Προφανώς δεν υπάρχει η
δυνατότητα ουσιαστικών αντισταθμιστικών κερδών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου