Της Alissa J. Rubin / The New York Times
Μια σπάνια οδό για τα δεδομένα του Αφγανιστάν επέλεξε η Λαλ Μπίμπι, μια 18χρονη που έπεσε θύμα βιασμού: κατήγγειλε δημοσίως τους βιαστές της και προσέφυγε στις Αρχές ζητώντας την τιμωρία τους.
«Είμαι ήδη νεκρή»,
δηλώνει με τρεμάμενη φωνή. «Εάν εκείνοι που κυβερνούν δεν καταφέρουν να
οδηγήσουν αυτούς τους ανθρώπους στη Δικαιοσύνη, θα αυτοπυρποληθώ. Δεν
θέλω να ζήσω με αυτό το στίγμα στο μέτωπο. Ο κόσμος θα με κοροϊδεύει εάν
δεν τιμωρηθούν αυτοί οι άνθρωποι. Θέλω να τιμωρηθούν όλοι τους».
Εξίσου σπάνια είναι η αντίδραση της οικογένειάς της. Πολλές Αφγανές
που πέφτουν θύματα βιασμού στην πατρίδα τους, φονεύονται στη συνέχεια
από συγγενείς που πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο ξεπλένουν την ντροπή.
Αντίθετα, οι γονείς της Λαλ οδήγησαν την κόρη τους στο νοσοκομείο που
βρίσκεται κοντά στο σπίτι τους στο Βόρειο Αφγανιστάν, ενώ στη συνέχεια
προσέφυγαν στις Αρχές. Ελπίζουν ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη και
αποκλείουν κατηγορηματικά τη σκέψη ότι ο θάνατός της θα αποκαθιστούσε
την τιμή τους.
Η απόφασή τους να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη αποτελεί ένα
τεστ για τη βούληση της κυβέρνησης να ελέγξει τα κρούσματα
παραβατικότητας στους κόλπους της αφγανικής Τοπικής Αστυνομίας, τα μέλη
της οποίας έχουν εκπαιδευτεί από τις αμερικανικές δυνάμεις και έχουν
αναλάβει την αστυνόμευση των επαρχιών.
Δράστης αυτού του βιασμού είναι ένας ντόπιος. Σε αυτή την αποτρόπαιη
πράξη του είχε αρωγό την Τοπική Αστυνομία.
Η 18χρονη Λαλ πλήρωσε το
«έγκλημα» ενός μακρινού εξαδέλφου της, επίσης αστυνομικού, να συνάψει
σχέσεις με μια κοπέλα. Σύμφωνα με μια εκδοχή, οι δύο νέοι επιχείρησαν να
κλεφτούν. Κατά μία άλλη εκδοχή, ο εξάδελφος συμφώνησε να παντρευτεί το
κορίτσι, αλλά στη συνέχεια το έσκασε επειδή δεν μπορούσε να πληρώσει
στην οικογένειά της την τιμή που είχε συμφωνηθεί. Αν και η Λαλ δεν είχε
καμία σχέση με την υπόθεση, η «ατιμασμένη» οικογένεια της υποψήφιας
νύφης κατέφυγε στον τοπικό αστυνομικό διευθυντή ζητώντας ως αποζημίωση
την παράδοση της Λαλ στην οικογένεια της νύφης.
Η πρακτική αυτή είναι γνωστή ως «μπαάντ». Αλλά δεν υπήρξε συμφωνία. Η
επόμενη πράξη του δράματος παίχτηκε στο σπίτι της Λαλ. Εκεί έφτασε ο
τοπικός αστυνομικός διευθυντής με μια ομάδα ένοπλων ανδρών και απήγαγαν
τη νεαρή γυναίκα. «Πρώτα άρπαξαν τον πατέρα μου και του έδεσαν τα χέρια,
έπειτα άρπαξαν εμένα», διηγείται. Οι απαγωγείς πέταξαν τη Λαλ σε ένα
φορτηγάκι και την οδήγησαν στο σπίτι του αδελφού του πατέρα της
υποψήφιας νύφης. Την έδεσαν σε έναν τοίχο με αλυσίδα και ο αδελφός του
πατέρα της νύφης τη βίασε. Ενας άλλος άνδρας τη χτύπησε.
«Το γεγονός ότι
κατήγγειλε δημοσίως αυτό που της συνέβη, σημαίνει ότι είναι πολύ
γενναία», δηλώνει η Νεντάρα Γκέγια, επικεφαλής της υπηρεσίας Γυναικείων
Υποθέσεων στο Κουντούζ. «Αποτελεί παράδειγμα για τις υπόλοιπες γυναίκες
που έχουν πέσει θύματα βιασμού», προσθέτει. Για να κερδηθεί το στοίχημα,
όμως, πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου