Του Χάρη Πεϊτσίνη
Τον Απρίλιο του 1932, η Ελλάδα κήρυξε στάση πληρωμών, ξεκινώντας έτσι τη μακρά πορεία προς τον πολιτικό γολγοθά της 4ης Αυγούστου 1936, της «πτώχευσης» δηλαδή και αυτού του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης. Περίπου ενάμιση μήνα πριν τη δήλωση στάσης πληρωμών, η καθημερινή εφημερίδα Πρωία, που διευθυνόταν από τον Στέφανο Πεσματζόγλου άρχισε να δημοσιεύει σειρά συνεντεύξεων του δημοσιογράφου Κ. Μπαστιά, με σημαντικά πρόσωπα της ελληνικής κοινωνίας, (μεταξύ των οποίων τους Παπαναστασίου, Γληνό, Κονδύλη, Λούβαρη κλπ.) και αντικείμενο, τι άλλο, την οικονομική κρίση, τα αίτια και τις συνέπειές της. Διαβάζοντας αυτές τις συνεντεύξει , που ανακάλυψε και αναδημοσίευσε ο γνωστός ιστορικός Μ. Ψαλιδόπουλος στο βιβλίο του «οικονομολόγοι και οικονομική σκέψη στη σύγχρονη Ελλάδα», φτάνουμε σε δύο ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
Τον Απρίλιο του 1932, η Ελλάδα κήρυξε στάση πληρωμών, ξεκινώντας έτσι τη μακρά πορεία προς τον πολιτικό γολγοθά της 4ης Αυγούστου 1936, της «πτώχευσης» δηλαδή και αυτού του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης. Περίπου ενάμιση μήνα πριν τη δήλωση στάσης πληρωμών, η καθημερινή εφημερίδα Πρωία, που διευθυνόταν από τον Στέφανο Πεσματζόγλου άρχισε να δημοσιεύει σειρά συνεντεύξεων του δημοσιογράφου Κ. Μπαστιά, με σημαντικά πρόσωπα της ελληνικής κοινωνίας, (μεταξύ των οποίων τους Παπαναστασίου, Γληνό, Κονδύλη, Λούβαρη κλπ.) και αντικείμενο, τι άλλο, την οικονομική κρίση, τα αίτια και τις συνέπειές της. Διαβάζοντας αυτές τις συνεντεύξει , που ανακάλυψε και αναδημοσίευσε ο γνωστός ιστορικός Μ. Ψαλιδόπουλος στο βιβλίο του «οικονομολόγοι και οικονομική σκέψη στη σύγχρονη Ελλάδα», φτάνουμε σε δύο ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
Το πρώτο
είναι ότι για την πλειοψηφία των ερωτώμενων, τα αίτια της κρίσης
εντοπίζονταν στην ηθική σηψη και τις ιδιωτικές σχέσεις παραγωγής, ενώ το
δεύτερο συμπέρασμα είναι πως γι΄ αυτούς, την όποια λύση θα την έδιδε ο
διεθνής παράγοντας με κάποιας μορφής «διεθνή συνεννόηση».
Ελάχιστοι από
τους ερωτηθέντες εντόπισαν το αίτιο της κρίσης στον προβληματικό δημόσιο
τομέα, που δεν έπαυε να διογκώνεται και να υπερδανείζεται επί
τουλάχιστο μία δεκαετία, αδιαφορώντας προκλητικά για τις δυσμενείς
εξελίξεις στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. «Μη κατανοώντας τον
καπιταλισμό», οι προσωπικότητες αυτές, κατά τον Ψαλιδόπουλο,
«αδυνατούσαν να αντιληφθούν την εγγύτητα της πτώχευσης της Ελλάδας ώστε
να προετοιμάσουν έγκαιρα την κοινή γνώμη αντί να τρέχουν πίσω από τις
εξελίξεις με παρακαταθήκη πομπώδεις αποφάνσεις περί του πρακτέου».
Όλο αυτό το κράμα ηθικολογίας, αντικαπιταλισμού και εξάρτησης από το «διεθνή παράγοντα», φαίνεται να ακολουθεί και να στοιχειώνει την κυρίαρχη πολιτική σκέψη επί δεκαετίες. Σήμερα, καθώς διασχίζουμε μια βαλτώδη προεκλογική περίοδο με αβέβαια αποτελέσματα και θεμελιώδη διακυβεύματα, οι επίδοξοι ηγέτες παραμένουν εγκλωβισμένοι στον τρόπο σκέψης των πολιτικών τους προγόνων. Τα κόμματα εξουσίας επιμένουν λοιπόν πως η ανάκαμψη θα έλθει μέσα από την... καλωσύνη των ξένων, και όχι από τις «νεοφιλελεύθερες συνταγές» της λιτότητας και της ελεύθερης αγοράς. Μια καλωσύνη που, αν πιστέψουμε τους ηγέτες μας, πρόκειται να φτάσει τα όρια της λατρείας: η περίφημη «αναπτυξιακή ατζέντα» της κεντροδεξιάς, καθώς και η καταγγελία του Μνημονίου που ευαγγελίζονται οι «προοδευτικοί» προϋποθέτουν αμφότερες ότι οι ευρωπαίοι εταίροι μας θα θυσιάσουν μυθώδη ποσά από τις τσέπες των φορολογουμένων τους, προκειμένου να αναστηθεί η θνήσκουσα ελληνική οικονομία. Τα σχέδια εξόδου από την κρίση, καταστρώνονται δηλαδή με κύρια υπόθεση εργασίας την άνευ σοβαρού ανταλλάγματος παροχή οικονομικής βοήθειας από την υπόλοιπη ευρωζώνη προς τη χώρα μας, υπό μορφή μάλιστα «αναπτυξιακών» επιδοτήσεων. Το πολιτικό κλίμα όμως παρά τα όσα γράφονται και λέγονται, δε φαίνεται να ευνοεί τέτοιες γενναιόδωρες «συμφωνίες». Η χάραξη πολιτικής στρατηγικής πάνω σε ένα τόσο εύθραυστο βάθρο, υποδηλώνει όχι μόνο την απελπισία των κομματικών επιτελείων, αλλά και την ηθική τους χρεοκοπία.
Αν το καλοσκεφτούμε, η αριστερά και η δεξιά συμφωνούν σχεδόν απόλυτα ως προς τη στοχοθέτηση και τον ευρύτερο προσανατολισμό της διπλωματικής μας πολιτικής. Ο -σχεδόν αποκλειστικός- στόχος τους, είναι ο τερματισμός της πολιτικής της λιτότητας και η αντικατάστασή της, από ένα ευμενές διακρατικό σύστημα χρηματοδότησης, με εν δυνάμει αόριστη διάρκεια ζωής, πρόθυμους χορηγούς και, ούτως ειπείν, «τζάμπα γεύματα». Η ενοχλητική για την εθνική μας υπερηφάνια ρητορική των ξένων ΜΜΕ που αντιμετωπίζει την Ελλάδα σαν τον λαθρεπιβάτη της Ευρώπης, ερείδεται ουσιαστικά σε αυτή την ανόσια ελπίδα των Ελλήνων πολιτικών, και της ελληνικής κοινωνίας εν γένει: Μια πίστη που όπως είδαμε ήταν βαθιά ριζωμένη στις πολιτικές μας ελίτ εδώ και δεκαετίες. Ας μην ξεχνούμε ότι το 1985 ο Α. Παπανδρέου εισέπραξε δύο δισ. δολλαρίων ως ευρω-δάνειο με αντάλλαγμα τη μείωση του ελλείμματος στο 11% και την εφαρμογή του σταθεροποιητικού προγράμματος του τότε υπουργού εθνικής οικονομίας, Κ. Σημίτη. Τα λεφτά εισέρευσαν στα δημόσια ταμεία, αλλά ο Παπανδρέου αύξησε το έλλειμμα στο 20%, και οδήγησε το Σημίτη σε παραίτηση, το δε σταθεροποιητικό του πρόγραμμα «ανεστάλη». Κάτι παρόμοιο ονειρεύονται και οι μελλοντικοί μας ηγέτες. Μόνη διαφορά μεταξύ τους, ότι οι μεν επιθυμούν να αποσπάσουν τη συναίνεση των εταίρων μας, ενώ οι δε προτιμούν πιο άμεσες και «δραστικές» λύσεις.
Σύμφωνα λοιπόν με την άποψη των κομμάτων εξουσίας, η περικοπή εισοδημάτων, η πτώχυνση των νοικοκυριών και εν γένει η λιτότητα, περιορίζοντας τη ζήτηση, καταδικάζουν την οικονομία σε ένα υφεσιακό σπιράλ. Μοναδική συνταγή ανάκαμψης, μας λένε οι πολιτικοί μας, είναι η τόνωση της ζήτησης μέσα από αναπτυξιακά «πακέτα» ώστε να πέσει «ζεστό» χρήμα στην αγορά. Αυτή όμως η τρόπον τινά «κεϋνσιανή προσέγγιση» αποδεικνύεται εν προκειμένω διπλά αστοχη. Κατ΄ αρχάς σε καθαρά ευρωπαϊκό επίπεδο, το παράδειγμα της αέναης επιδότησης των ελληνικών ελλειμμάτων θα προκαλούσε ανάλογες τάσεις και στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Όπως όμως είναι ήδη γνωστό, με τεχνικούς όρους, σε τελική ανάλυση, το οριακό όφελος της δημοσιονομικής επέκτασης είναι ίσο με το οριακό κόστος κάλυψής της με αυξημένους φόρους. Συνεπώς, για να δεχτούμε έστω και ως υπόθεση τα αντίστοιχα «σχέδια σωτηρίας» πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένο πως οι κυβερνήσεις των ισχυρών χωρών θα αντλήσουν μέρος της ευημερίας των λαών τους προς όφελος της ευημερίας των προβληματικών κρατών της ευρωζώνης. Όμως, ακόμα κι αν οι ηγέτες της ευρωζώνης έχουν τις αγνότερες των προθέσεων, ακόμα κι αν λειτουργήσουν κυνικά, ως πράκτορες των ελληνικών συμφερόντων, είναι μάλλον αμφίβολο ότι μεσοπρόθεσμα οι λαοί της Ευρώπης θα δείξουν τέτοιας κλίμακας αλληλεγγύη. Κάθε παρόμοιο μεγαλόπνοο σχέδιο, είτε θα απαιτούσε ένα εξίσου μνημειώδες τίμημα (πχ την αποχώρηση της Ελλάδος από την ευρωζώνη και την απαλλαγή αυτής από την ενοχλητική παρουσία μας), είτε θα κατέρρεε λίαν συντόμως υπό το βάρος των εξαγριωμένων ευρωπαϊων ψηφοφόρων.
Έστω όμως ότι τέτοια αλληλεγγύη επιδεικνύεται.
Όλο αυτό το κράμα ηθικολογίας, αντικαπιταλισμού και εξάρτησης από το «διεθνή παράγοντα», φαίνεται να ακολουθεί και να στοιχειώνει την κυρίαρχη πολιτική σκέψη επί δεκαετίες. Σήμερα, καθώς διασχίζουμε μια βαλτώδη προεκλογική περίοδο με αβέβαια αποτελέσματα και θεμελιώδη διακυβεύματα, οι επίδοξοι ηγέτες παραμένουν εγκλωβισμένοι στον τρόπο σκέψης των πολιτικών τους προγόνων. Τα κόμματα εξουσίας επιμένουν λοιπόν πως η ανάκαμψη θα έλθει μέσα από την... καλωσύνη των ξένων, και όχι από τις «νεοφιλελεύθερες συνταγές» της λιτότητας και της ελεύθερης αγοράς. Μια καλωσύνη που, αν πιστέψουμε τους ηγέτες μας, πρόκειται να φτάσει τα όρια της λατρείας: η περίφημη «αναπτυξιακή ατζέντα» της κεντροδεξιάς, καθώς και η καταγγελία του Μνημονίου που ευαγγελίζονται οι «προοδευτικοί» προϋποθέτουν αμφότερες ότι οι ευρωπαίοι εταίροι μας θα θυσιάσουν μυθώδη ποσά από τις τσέπες των φορολογουμένων τους, προκειμένου να αναστηθεί η θνήσκουσα ελληνική οικονομία. Τα σχέδια εξόδου από την κρίση, καταστρώνονται δηλαδή με κύρια υπόθεση εργασίας την άνευ σοβαρού ανταλλάγματος παροχή οικονομικής βοήθειας από την υπόλοιπη ευρωζώνη προς τη χώρα μας, υπό μορφή μάλιστα «αναπτυξιακών» επιδοτήσεων. Το πολιτικό κλίμα όμως παρά τα όσα γράφονται και λέγονται, δε φαίνεται να ευνοεί τέτοιες γενναιόδωρες «συμφωνίες». Η χάραξη πολιτικής στρατηγικής πάνω σε ένα τόσο εύθραυστο βάθρο, υποδηλώνει όχι μόνο την απελπισία των κομματικών επιτελείων, αλλά και την ηθική τους χρεοκοπία.
Αν το καλοσκεφτούμε, η αριστερά και η δεξιά συμφωνούν σχεδόν απόλυτα ως προς τη στοχοθέτηση και τον ευρύτερο προσανατολισμό της διπλωματικής μας πολιτικής. Ο -σχεδόν αποκλειστικός- στόχος τους, είναι ο τερματισμός της πολιτικής της λιτότητας και η αντικατάστασή της, από ένα ευμενές διακρατικό σύστημα χρηματοδότησης, με εν δυνάμει αόριστη διάρκεια ζωής, πρόθυμους χορηγούς και, ούτως ειπείν, «τζάμπα γεύματα». Η ενοχλητική για την εθνική μας υπερηφάνια ρητορική των ξένων ΜΜΕ που αντιμετωπίζει την Ελλάδα σαν τον λαθρεπιβάτη της Ευρώπης, ερείδεται ουσιαστικά σε αυτή την ανόσια ελπίδα των Ελλήνων πολιτικών, και της ελληνικής κοινωνίας εν γένει: Μια πίστη που όπως είδαμε ήταν βαθιά ριζωμένη στις πολιτικές μας ελίτ εδώ και δεκαετίες. Ας μην ξεχνούμε ότι το 1985 ο Α. Παπανδρέου εισέπραξε δύο δισ. δολλαρίων ως ευρω-δάνειο με αντάλλαγμα τη μείωση του ελλείμματος στο 11% και την εφαρμογή του σταθεροποιητικού προγράμματος του τότε υπουργού εθνικής οικονομίας, Κ. Σημίτη. Τα λεφτά εισέρευσαν στα δημόσια ταμεία, αλλά ο Παπανδρέου αύξησε το έλλειμμα στο 20%, και οδήγησε το Σημίτη σε παραίτηση, το δε σταθεροποιητικό του πρόγραμμα «ανεστάλη». Κάτι παρόμοιο ονειρεύονται και οι μελλοντικοί μας ηγέτες. Μόνη διαφορά μεταξύ τους, ότι οι μεν επιθυμούν να αποσπάσουν τη συναίνεση των εταίρων μας, ενώ οι δε προτιμούν πιο άμεσες και «δραστικές» λύσεις.
Σύμφωνα λοιπόν με την άποψη των κομμάτων εξουσίας, η περικοπή εισοδημάτων, η πτώχυνση των νοικοκυριών και εν γένει η λιτότητα, περιορίζοντας τη ζήτηση, καταδικάζουν την οικονομία σε ένα υφεσιακό σπιράλ. Μοναδική συνταγή ανάκαμψης, μας λένε οι πολιτικοί μας, είναι η τόνωση της ζήτησης μέσα από αναπτυξιακά «πακέτα» ώστε να πέσει «ζεστό» χρήμα στην αγορά. Αυτή όμως η τρόπον τινά «κεϋνσιανή προσέγγιση» αποδεικνύεται εν προκειμένω διπλά αστοχη. Κατ΄ αρχάς σε καθαρά ευρωπαϊκό επίπεδο, το παράδειγμα της αέναης επιδότησης των ελληνικών ελλειμμάτων θα προκαλούσε ανάλογες τάσεις και στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Όπως όμως είναι ήδη γνωστό, με τεχνικούς όρους, σε τελική ανάλυση, το οριακό όφελος της δημοσιονομικής επέκτασης είναι ίσο με το οριακό κόστος κάλυψής της με αυξημένους φόρους. Συνεπώς, για να δεχτούμε έστω και ως υπόθεση τα αντίστοιχα «σχέδια σωτηρίας» πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένο πως οι κυβερνήσεις των ισχυρών χωρών θα αντλήσουν μέρος της ευημερίας των λαών τους προς όφελος της ευημερίας των προβληματικών κρατών της ευρωζώνης. Όμως, ακόμα κι αν οι ηγέτες της ευρωζώνης έχουν τις αγνότερες των προθέσεων, ακόμα κι αν λειτουργήσουν κυνικά, ως πράκτορες των ελληνικών συμφερόντων, είναι μάλλον αμφίβολο ότι μεσοπρόθεσμα οι λαοί της Ευρώπης θα δείξουν τέτοιας κλίμακας αλληλεγγύη. Κάθε παρόμοιο μεγαλόπνοο σχέδιο, είτε θα απαιτούσε ένα εξίσου μνημειώδες τίμημα (πχ την αποχώρηση της Ελλάδος από την ευρωζώνη και την απαλλαγή αυτής από την ενοχλητική παρουσία μας), είτε θα κατέρρεε λίαν συντόμως υπό το βάρος των εξαγριωμένων ευρωπαϊων ψηφοφόρων.
Έστω όμως ότι τέτοια αλληλεγγύη επιδεικνύεται.
Έστω ότι, σε ένα ξέσπασμα
συναδέλφωσης, χώρες σαν τη Λεττονία με μισό κατά κεφαλήν εισόδημα από
το δικό μας, αποφάσιζαν να γίνουν θυσία στο βωμό του ελληνικού κρατισμού
και να μας χαρίσουν μέρος του ΑΕΠ τους (γιατί, στην περίπτωση που δεν
το καταλάβατε, αυτό ζητούν οι πολιτικοί μας)...
Έστω ότι η Ευρώπη υιοθετεί κάποια μορφή αναπτυξιακού «ευρωομολόγου» συμμετέχοντας ως ενιαία οντότητα στο ελληνικό δράμα.
Έστω ότι η Ευρώπη υιοθετεί κάποια μορφή αναπτυξιακού «ευρωομολόγου» συμμετέχοντας ως ενιαία οντότητα στο ελληνικό δράμα.
Ακόμα και τότε, η
διέξοδος από την κρίση θα ήταν λίαν αμφίβολη. Η παροχή πόρων στο κράτος
για «αναπτυξιακούς» σκοπούς θα ωφελούσε βραχυπρόθεσμα τους δείκτες
ανάπτυξης. Μεσοπρόθεσμα όμως, θα οδηγούσε αναπόδραστα σε αύξηση του
πληθωρισμού, περαιτέρω διόγκωση ενός αντιπαραγωγικού δημόσιου τομέα,
νέες συνδικαλιστικές απαιτήσεις, και συνακόλουθη διατήρηση της ανεργίας
σε υψηλά επίπεδα. Ας επανέλθουμε στο παράδειγμα της κρίσης του 1985:
Τέσσερα χρόνια μετά το προαναφερθέν ευρωπαϊκό δάνειο προς την κυβέρνηση
Παπανδρέου, το 1989, η εθνική οικονομία βρισκόταν σε χειρότερα χάλια από
πριν, έχοντας φτάσει κυριολεκτικά στα όρια της κατάρρευσης. Δεν υπάρχει
κανένας απολύτως λόγος να αισιοδοξούμε ότι θα αποφύγουμε μια τέτοια
έκβαση, και μάλιστα σε ακόμα πιο δραματικό επίπεδο, τώρα που το χρέος
είναι γιγαντισμένο, και η αιτούμενη βοήθεια δεκάδες φορές μεγαλύτερη.
Είναι άλλωστε αποδεδειγμένο ότι η απότομη εφαρμογή πολιτικών για την
πλευρά της ζήτησης, προκαλεί επιτάχυνση του πληθωρισμού χωρίς μείωση της
ανεργίας. Εξάλλου, η σχεδόν βέβαιη κατάχρηση των «αναπτυξιακών
μηχανισμών» (επιδοτήσεις, ευρωομόλογα) από την ελληνικη προσοδοθηρική
τάξη, θα μας οδηγούσε μοιραία στο γκρεμό. Και το σημαντικότερο: όπως
εμείς μπορούμε να προδικάσουμε αυτήν την αναπόδραστη εξέλιξη, έτσι
ακριβώς δύνανται να την προδικάσουν και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης
(και συνεπώς να απορρίψουν κάθε ανάλογη πρωτοβουλία). Γι΄ αυτό και το
σενάριο που προωθούν με τόσο ζήλο τα κομματικά επιτελεία είναι
προκαταβολικά καταδικασμένο.
Τι δέον γενέσθαι λοιπόν;
Τι δέον γενέσθαι λοιπόν;
Αντίθετα με τους ισχυρισμούς των κ. Σαμαρά και Τσίπρα, μια έλλογη πολιτική πρόταση επαναφοράς στην ανάπτυξη, θα έπρεπε να ξεκινήσει «ανάποδα», ήτοι όχι από τη ζήτηση αλλά από την προσφορά. Κι αυτό γιατί στο πεδίο της προσφοράς, υπάρχει ένα τεράστιο περιθώριο διαρθρωτικών και διορθωτικών παρεμβάσεων του δημοσίου που δεν απαιτούν ξένη χρηματοδότηση, ούτε ξένες επεμβάσεις. Μια ματιά στην καθημαγμένη αγορά αρκεί για να μας πείσει:. Το υψηλό κόστος του επιχειρείν καθιστά αδύνατη την περαιτέρω πτώση των τιμών. Οι μονοπωλιακές αγορές του κράτους δεν φαίνεται να ανοίγουν, το ίδιο και τα νομικά κατοχυρωμένα ολιγοπώλια. Οι φόροι εξαντλούν και τα τελευταία αποθέματα των επιχειρήσεων. Το κράτος με λίγα λόγια, ως προς τον τομέα της προσφοράς, έφτασε σε αυτό που ο Κόουζ αποκαλούσε ύψιστο σημείο αρνητικών αποδόσεων. Οτιδήποτε και αν κάνει από δω και πέρα θα οδηγεί σε μικρές και μεγάλες καταστροφές.
Ας ρίξουμε μια ματιά στις διεθνείς εξελίξεις, πέρα από το μικρόκοσμό μας: Με πρόσφατο νομοθέτημα τους, οι ΗΠΑ απλοποιούν την ίδρυση και λειτουργία νέων μικρών εταιριών (start-ups) αναγνωρίζοντάς τες ως ατμομηχανή ανάπτυξης. Μπορούμε να μιμηθούμε το παράδειγμά τους: είναι εφικτό και άμεσα εφαρμόσιμο ένα πρόγραμμα διευκόλυνσης της χρηματοδότησης των μικρών νέων επιχειρήσεων, όχι όμως από δημόσιους πόρους αλλά μέσα από διαδικτυακές πλατφόρμες «χρηματοδότησης από το πλήθος» (crowd-funding) που ήδη κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο ελληνικό διαδίκτυο. Περαιτέρω, οι νέες καινοτόμες επιχειρήσεις μπορούν να απαλλαγούν από εταιρικούς φόρους για ένα διάστημα 2-5 ετών από την ημερομηνία ίδρυσής τους Σε ευρύτερο επίπεδο, οι ειδικές γεωγραφικές ζώνες ελεύθερου εμπορίου, θα προσφέρουν άμεσες λύσεις στην ανεργία, προσελκύοντας δεκάδες μικρές και μεγάλες ξένες εταιρίες.
Φτάνουμε έτσι στις περίεργες και ακατανόητες για τους πολλούς «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί χιλιάδες φορές, και αποτελεί πια διακοσμητική φράση που στολίζει τις προεκλογικές ομιλίες και τους δεκάρικους των πολιτικών μας. Κανείς όμως δεν έχει διάθεση να εξειδικεύσει τον ορισμό. Η διαρθρωτική μεταρρύθμιση είναι ωστόσο ο πυρήνας οποιασδήποτε πολιτικής τόνωσης της προσφοράς. Κι αυτό γιατί διαρθρωτική μεταρρύθμιση σημαίνει το ξερίζωμα κάθε περιττής επιχειρηματικής δραστηριότητας από τον κορμό των κρατικών δραστηριοτήτων. Σημαίνει εν ολίγοις, μια ευρεία γκάμα ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων εταιρειών, που θα συνοδεύεται από την πλήρη απελευθέρωση στην παροχή των σχετικών υπηρεσιών, ώστε να ανοίξουν νέες αγορές για τους επίδοξους επιχειρηματίες, εγχώριους και μη. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, όλοι οι φορείς εξουσίας με διοικητική αυτοτέλεια θα προβούν υποχρεωτικά εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, σε outsourcing των υπηρεσιών, των οποίων η παροχή δύναται να τιμολογηθεί και να τεθεί σε δημόσιο διαγωνισμό (από την αποκομιδή απορριμάτων μέχρι την είσπραξη φόρων). Νέες ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις θα γεννηθούν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες που εκποιεί το δημόσιο. Στις ΗΠΑ δεκάδες χιλιάδες σχετικές συμβάσεις ισχύουν σε τοπικό επίπεδο, από τη λειτουργία ασθενοφόρων μέχρι τους επιθεωρητές των νόμων περί καπνοαπαγόρευσης Η σχετική πρακτική ξεκίνησε στη δεκαετία του 1960, και επεκτάθηκε ταχύτατα από τις μικρότερες στις μεγαλύτερες πόλεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ινδιανάπολη των ΗΠΑ που τη δεκαετία του ΄90 είχε θέσει τουλάχιστο 75 δημοτικές υπηρεσίες σε ιδιωτικό έλεγχο, γλιτώνοντας περίπου 400 εκατομμύρια δολλάρια για τους φορολογουμένους. Οι ιδιωτικές αυτές επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν κρατικές εργολαβίες, είναι όχι μόνο πιο φτηνές από τις αντίστοιχες δημόσιες, αλλά βελτιώνουν και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Παράλληλα, σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, η γενικευμένη απελευθέρωση επαγγελμάτων και υπηρεσιών θα οδηγήσει μεσοπρόθεσμα (σε περίπου μια τετραετία) σε ενίσχυση του ΑΕΠ κατά 13,5 ποσοστιαίες μονάδες ή περίπου 30 δισ. ευρώ, στην αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 12,4% και της κατανάλωσης κατά 15,5%, καθώς και στη μείωση των τιμών και συνεπώς στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Όλα αυτά όμως δεν παύουν να είναι σχέδια επί χάρτου καθώς οι εξελίξεις κινούνται ανεξάρτητα από τη θέληση των πρωταγωνιστών του εγχώριου δράματος. Το σταδιακά σχηματιζόμενο consensus στην Ευρώπη τείνει προς την οξεία πίεση της Ελλάδος για τήρηση των συμφωνηθέντων, με ταυτόχρονη προετοιμασία εναλλακτικών σχεδίων, απεμπλοκής από το ελληνικό πρόβλημα. Όμως οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις, εξαιτίας ακριβώς των μαξιμαλιστικών και δημαγωγικών προεκλογικών τους δεσμεύσεων, δε θα διαθέτουν μετεκλογικά το παραμικρό πολιτικό κεφάλαιο για να προβούν στις συμφωνηθείσες τομές και ρήξεις με το πελατειακό κράτος και τον προβληματικό δημόσιο τομέα. Απέναντί τους άλλωστε θα στέκει μια ισχυρή λαϊκιστική αντιπολίτευση έτοιμη να χτυπήσει οποιαδήποτε ασθενή μεταρρύθμιση με σιδερένια πυγμή, και να ισχυροποιήσει τη θέση της στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Όταν η υπομονή των Ευρωπαϊων εξαντληθεί, και η επίτευξη των προγραμματικών στόχων του μνημονίου θα έχει καταστεί πρακτικά ανέφικτη, τότε το ελληνικό project θα εγκαταλειφθεί συντεταγμένα και με τις δέουσες προφυλάξεις.
Η Ελλάδα, θα βρεθεί μπροστά
σε ένα ξαφνικό δίλημμα: παραμονή εντός ευρώ δίχως ουδεμία στήριξη , ή
έξοδος από το ευρώ με αντάλλαγμα την παροχή ενός έκτακτου δανειακού
πακέτου, για την ενίσχυση των τραπεζών και την κάλυψη του κόστους
μετάβασης στο εθνικό νόμισμα. Και φυσικά , κατά πάσα πιθανότητα θα
δεχτεί τη δεύτερη επιλογή. Έτσι θα κληθεί να εφαρμόσει σε ελάχιστο χρόνο
την υποχρεωτική δημοσιονομική προσαρμογή με τους όρους της νέας
δανειακής σύμβασης, σε συνθήκες υποτιμημένου νομίσματος και πλήρους
απομόνωσης απ τις αγορές κεφαλαίων.
Παραδόξως λοιπόν, το αφελές προεκλογικό σύνθημα των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων «ευρώ χωρίς μνημόνιο», θα οδηγηθεί εν τέλει στη δίκαιη ιστορική του τιμωρία, φέρνοντάς μας σ΄ενα νέο μνημόνιο, χωρίς όμως το ευρώ. Ύβρις και Νέμεσις, σ ένα σκηνικό που σίγουρα θα θυμίζει αρχαία τραγωδία. Καθόλα ταιριαστό για τη χώρα που τη γέννησε. Μυρίζει ήδη 1936...
Παραδόξως λοιπόν, το αφελές προεκλογικό σύνθημα των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων «ευρώ χωρίς μνημόνιο», θα οδηγηθεί εν τέλει στη δίκαιη ιστορική του τιμωρία, φέρνοντάς μας σ΄ενα νέο μνημόνιο, χωρίς όμως το ευρώ. Ύβρις και Νέμεσις, σ ένα σκηνικό που σίγουρα θα θυμίζει αρχαία τραγωδία. Καθόλα ταιριαστό για τη χώρα που τη γέννησε. Μυρίζει ήδη 1936...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου