Είναι ανειλικρινές να ισχυρίζεται κανείς, όπως έκανε ο Μπαράκ Ομπάμα
στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Σικάγο, ότι σε δύο χρόνια –όταν οι
Αμερικανοί στρατιώτες θα τερματίσουν τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις
στο Αφγανιστάν– ο πόλεμος «όπως τον ξέραμε έως τώρα» θα τελειώσει.
Πρώτον, ο αμερικανικός στρατός δεν κατανόησε ποτέ τι κάνει στο
Αφγανιστάν, και πολύ λιγότερο ποιον πολεμάει, όπως ο στρατηγός Στάνλεϊ
Μακρίσταλ παραδέχτηκε πέρυσι. Δεν έλυσε ποτέ τις αντιφάσεις που προκαλεί
ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας και η εκστρατεία οικοδόμησης ενός
βιώσιμου κράτους, χωρίς το οποίο τα ανακτηθέντα εδάφη δεν θα είχαν καμία
αξία. Το πρόγραμμα οικοδόμησης του κράτους φυλάχτηκε σιωπηρά στο
συρτάρι από τις ημέρες του στρατηγού Μακρίσταλ, αλλά αυτό διόλου
περιόρισε την αποτυχία.
Δεύτερον, καθώς το ΝΑΤΟ οδεύει προς την έξοδο,
δεν αποτελεί δικαιοδοσία της Ουάσιγκτον να διακηρύξει ότι ο πόλεμος
τελείωσε. Αυτό θα γίνει μόνο από τους Αφγανούς, όταν δουν την ειρήνη να
έρχεται.
Το λιγότερο που μπορεί να περιμένει κανείς από έναν
πρόεδρο, ο οποίος παρέτεινε τα δεινά του αφγανικού λαού, διατάσσοντας
την αποστολή επιπλέον στρατευμάτων για να τελειώσουν τη δουλειά, είναι
κάτι το οποίο θα έπαιρνε αξία ως στρατηγική εξόδου. Αλλά, σύμφωνα με την
καυστική παρατήρηση του Χένρι Κίσινγκερ, η στρατηγική εξόδου εξελίχθηκε
απλώς και μόνο σε έξοδο, χωρίς στρατηγική. Εχει δίκιο σε τουλάχιστον
ένα σημείο. Σε επίπεδο τακτικής, η σύνοδος του ΝΑΤΟ χρύσωσε το χάπι της
επιμονής της Γαλλίας να αποσύρει τα στρατεύματά της στα τέλη αυτού του
έτους, με κατ’ ιδίαν διαβεβαιώσεις πως η στρατιωτική τους αποστολή έχει
σταματήσει ούτως ή άλλως, ότι οι Γάλλοι ενδέχεται να συνεχίσουν την
εκπαιδευτική αποστολή και ότι οι περισσότεροι από τους συνολικά 3.200
στρατιώτες τους, με τον εξοπλισμό τους, μπορεί να μείνουν λίγο παραπάνω.
Αλλά αυτά δεν αφορούν την ουσία του ζητήματος, που έχει τόση σημασία
στην Αμερική του κ. Ομπάμα όσο και στη Γαλλία του Φρανσουά Ολάντ: το ότι
δηλαδή κανείς δεν μπορεί να δει τι προκύπτει από τη συνεχιζόμενη
παρουσία των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων.
Η εικόνα σκοτεινιάζει περισσότερο σε στρατηγικό επίπεδο. Η κούραση του πολέμου (δημοσκόπηση του Απριλίου έδειξε ότι το 69% των Αμερικανών επιθυμεί αποχώρηση τώρα), οι επικείμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, η εντεινόμενη εχθρότητα των Αφγανών έναντι της ξένης στρατιωτικής παρουσίας, η αύξηση των βιαιοτήτων φέτος, η έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των προέδρων, Χαμίντ Καρζάι και Μπαράκ Ομπάμα, όλα δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση.
Εάν ο
αμερικανικός στρατός απέτυχε στην κορύφωση της αποστολής του να
ξαναχτίσει την υποδομή με τη βοήθεια της πρόσθετης στρατιωτικής δύναμης
και των περιφερειακών επιτελείων ανοικοδόμησης, η ιδέα ότι η αντίπαλη
δύναμη μπορεί να παραγάγει κάτι τέτοιο –ότι δηλαδή η προοπτική μιας
αποχώρησης των Αμερικανών στρατιωτών θα εξαναγκάσει ένα αδύναμο κράτος
να γίνει ισχυρότερο– είναι εξίσου υπερβολική.
Οσο πιο γρήγορα
έρθει το 2014, το έτος της αποχώρησης, τόσο πιο μεγάλη θα είναι η
αντίφαση μεταξύ των κενών φιλοδοξιών και της σκληρής πραγματικότητας στο
πεδίο της μάχης. Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, οι προοπτικές αυτής της «μη
αναστρέψιμης» μετάβασης από την ξένη στρατιωτική αποστολή σε μια
αφγανική αποστολή εξαρτώνται από την έκβαση και όχι από τις ανακοινώσεις
ή τις ελπίδες.
Ο κ. Καρζάι μπορεί να ισχυριστεί ότι σύντομα το
75% του πληθυσμού θα τεθεί υπό την προστασία των τοπικών δυνάμεων, αλλά η
ικανότητα των Αφγανών να σταθούν στα πόδια τους δεν έχει αποδειχθεί
στην πράξη. Σε αυτό το σημείο, η ανακοίνωση που εξέδωσαν οι Ταλιμπάν
είναι εύστοχη: Ενα βήμα μπροστά, δύο βήματα πίσω, δεν υπάρχει σαφής
στρατηγική για πολιτική λύση. Μόνο όταν παραδοθούν οι διοικητές των
Ταλιμπάν, οι οποίοι κρατούνται στη βάση του Γκουαντάναμο, θα μπορέσουμε
να εξετάσουμε τη δεύτερη παράγραφο στην ανακοίνωσή τους: «Αν η κατοχή
του Αφγανιστάν τελειώσει, οι Αφγανοί θα βγάλουν απόφαση για τη χώρα
τους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου