Ο κόσμος του παιδιού

Γράφει ο ΦΑΛΗΡΕΥΣ

Η καλή πλευρά του θέματος είναι ότι το παιδί έχει περάσει στο πανεπιστήμιο· και αυτό είναι τουλάχιστον μια ανακούφιση. Γιατί ίσως έτσι να βολευτεί σε μια θεσούλα στο Δημόσιο και -ποιος ξέρει;- ίσως κάποτε φτιάξει και αυθαίρετη βίλα στα Καλύβια, που έχουν πρώτης τάξεως χασαποταβέρνες και ωραία θέα προς το Λαγονήσι.

Η κακή πλευρά είναι ότι το παιδί το έχει ρίξει στον χαβαλέ: Εχει απορροφηθεί εντελώς στο φοιτητικό κίνημα. Περνάει ώρες ατελείωτες στις συνελεύσεις και καβγαδίζει για θέματα που δεν έχουν συνάφεια ούτε με τις σπουδές του ούτε με την πραγματική ζωή έξω από την ατζέντα της νεολαίας του κόμματος. Μελετάει όσο χρειάζεται - που δεν χρειάζεται και πολύ, γιατί το παιδί έχει αναδειχθεί στην ιεραρχία της οργάνωσης και αυτούς οι καθηγητές τους προσέχουν για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. (Ας είναι καλά η κατάκτηση του «δημοκρατικού» πέντε!) Κυρίως παθιάζεται με θεωρίες που θάφτηκαν το 1989 κάτω από τις τσιμεντένιες πλάκες του Τείχους του Αίσχους, στο Βερολίνο. Αλλά τα πάθη και η προέλευσή τους είναι πράγματα ανεξιχνίαστα - δεν βλέπετε πως άλλοι παθιάζονται με τις πεταλούδες του Αμαζονίου; Το παιδί ζει τις καλύτερες ώρες του όταν έχουν κατάληψη στην σχολή. Τότε ανάβει και κορώνει, η σχολή παίρνει στη φαντασία του τις διαστάσεις των Χειμερινών Ανακτόρων και το παιδί ζει σε μικρογραφία τη ζωή που ονειρεύεται.

Το μπάχαλο των καταλήψεων τονώνει την αυτοπεποίθηση του παιδιού. Νιώθει ότι έτσι γίνεται σπουδαίος. Οπωσδήποτε σημαντικότερος από τον πατέρα του, που επιστρέφει σαν ερείπιο από την κούραση κάθε βράδυ, έχει μονίμως βλέμμα απλανές και τον νου του σε μίζερα πράγματα από τη δουλειά. Τι πράγματα ακριβώς; Το παιδί δεν ξέρει και δεν νοιάζεται. Του φθάνει αυτό που βλέπει και αντιπαθεί στον πατέρα του. Στο κάτω κάτω, οι φάτσες στα παράθυρα της τηλεόρασης για τις καταλήψεις σκούζουν κάθε βράδυ, όχι για τη μιζέρια των γονιών του.

Βλέπεις την αυτοεκτίμηση, που έχει αποκτήσει με τους αγώνες, στο υφάκι του όταν γυρίζει στο σπίτι. Αφ’ υψηλού, συνοφρυωμένος, βαρύς, δεν σηκώνει πολλά πολλά. Και αν η μητέρα του έχει κάνει το λάθος να μαγειρέψει κοτόπουλο με μπάμιες; (Παρέκβαση: Είναι στατιστικώς παρατηρημένο ότι τα περισσότερα παιδιά δεν συμπαθούν τις μπάμιες...) Ε, τότε, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε: «Αφού σου το ’χω πει, ρε γαμώτο, ότι σιχαίνομαι τις μπάμιες!» βρυχάται στη διαπασών, εξαφανίζεται με ένα ταρατατζούμ στο δωμάτιό του (όπου φυλάει πάντα μία σακούλα Ντορίτος για τις δύσκολες ώρες...) και βροντάει πίσω του την πόρτα.

Εκεί το παιδί αποσύρεται στον δικό του κόσμο. Εχει τις μουσικές του, τους τοίχους καλυμμένους με τις αφίσες των ινδαλμάτων του (Τσε Γκεβάρα, Βελουχιώτη και τ’ άλλα τα καλά παιδιά). Εχει τον υπολογιστή του, κινητό τέταρτης γενιάς, γρήγορη σύνδεση με το Ιντερνετ, καθαρά και σιδερωμένα μπλουζάκια με τυπωμένες διάφορες εξυπνάδες πάνω τους, μπλουτζίν πανάκριβα επειδή πωλούνται επιμελώς σκισμένα. Γενικώς, ό,τι θέλει έχει το παιδί! Πώς γίνεται, όμως, να υπάρχουν όλα αυτά τα αγαθά εκεί, πάντοτε στη διάθεσή του, δεν ξέρει. Ούτε το ενδιαφέρει να μάθει. Γιατί το παιδί ζει στη δική του πραγματικότητα, που είναι υπέροχη, την έχει συνηθίσει και δεν έχει λόγο να την αλλάξει...

Περιγράφω, όπως έχετε καταλάβει, ένα πρόσωπο το οποίο έχω φαντασθεί - αλλά τα κομμάτια που το φτιάχνουν είναι πραγματικά. Ωστόσο, αυτό το πλάσμα της φαντασίας μου έχει μια -τουλάχιστον- εφαρμογή στην πραγματικότητα και μάλιστα χρήσιμη και επίκαιρη. Φαντασθείτε, ας πούμε, να το φέρει έτσι η τύχη ώστε αυτό το παιδί να πηγαίνει ως διά μαγείας την επομένη ημέρα όχι στο Πάντειο, αλλά στο Γιέιλ. Φαντασθείτε αυτό που θα του συμβεί και θα έχετε καταλάβει γιατί ο Τσίπρας τα έκανε μαντάρα σε Παρίσι και Βερολίνο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου