Το Παρίσι, βλέπεις

Της ΡΕΑΣ ΒΙΤΑΛΗ

«Πράσινο παιδί μου, πράσινο». Ούτε οι κατσίκες δεν ξεπόνεσαν τόσο το πράσινο. Ήταν από τα πρώτα ταξίδια στο εξωτερικό. Δεκαετία '70. Και οι ταξιδιώτες εξυμνούσαν το πράσινο, τα λουλούδια, τα πάρκα που συναντούσαν στις ταξιδιωτικές διαδρομές τους. Όλα μας έκαναν τεράστια εντύπωση τότε. Όλα φάνταζαν ανώτερα απ΄ότι και απ΄όσα καταδεχόμασταν εμείς στα πάτρια. Νάταν να γευόμουν ξανά λίγο από τη γεύση των πρωτόγνωρων!

Και για τις μπανάνες ακόμα κάναμε χαρά. Καθώς στη χώρα μας επικρατούσε μπανανοαπαγόρευση προκειμένου να τιμούμε φρούτα ελληνικής καλλιέργειας και μόνο. Δεν ήταν να δούμε μπανάνα! Ούτε μαϊμούδες τόση χαρά. Και τα πολυκαταστήματα μας μάγευαν. Πόσο απέραντα φάνταζαν στα μάτια μας με την ποικιλία που πρόσφεραν. Και βέβαια τα μουσεία. Τα αφήνω τελευταία καθώς η γενιά μου ταλαιπωρήθηκε από μουρουνόλαδο, πέτσα στο γάλα και μουσεία. Ίσως ήταν οι γονείς μας ατάλαντοι, ίσως ήταν οι διαστάσεις και τα εκθέματα ατελείωτα, ίσως ήμασταν και είμαστε γενικώς απαίδευτοι. Πάντως με κάποιο περίεργο τρόπο το εκπαιδευτικό αρχικά «κοίτα παιδί μου» μετατρέπονταν σε θυμωμένο «άνοιξε τα στραβά σου!» και κει τελείωναν όλα.

Τα επόμενα ταξίδια της εφηβείας ήταν καταναλωτικά. Μόνο αυτό θαρρείς μας ένοιαζε. Θυμάμαι είχα κοιμηθεί με μπότες καθώς δεν χόρταινα το καινούργιο! Γκώσαμε τις αγορές και τα δώρα. Ούτε ο Άι Βασίλης τόσο φόρτωμα. Τουλάχιστον η ενηλικίωση με βρήκε χορτάτη. Και άλλαξαν οι χάρτες μου σελίδες και προορισμούς. Παράτησα τις λεωφόρους και τα μαγαζιά. Χώθηκα στα στενά του κόσμου. Στα σοκάκια. Με τύλιξαν μυρουδιές και μπόχα. Οι ανατολές και οι δύσεις. Τα αγνά και τα χυδαία. Τα αιώνια και τα στιγμιαία. Αλλά λαχάνιαζα. Ήθελα να δω πολλά. Βουλιμικά σχεδόν. Μη και χάσω κάτι. Πρέπει να δεις αυτό! Δεν γίνεται να φτάσεις ως εκεί και να μην επισκεφτείς κι αυτό! Ήταν και η ιστορία της τέχνης που με καθοδηγούσε. Το απόλυτο δέος να συναντάς μπροστά στα μάτια σου ότι μελέτησες στο βιβλίο. Σαν παλιός γνώριμος! Σαν φίλος που ξαναντάμωσες. Οι πίνακες του Καραβάτζιο, του Βελάσκεθ, το μπλε του Κλάιν, η διαδρομή του Βαν Γκογκ και της αρρώστιας του αποτυπωμένη με μπογιές στο μουσείο στο Άμστερνταμ. 

Μα όσο περνάει ο καιρός διαπιστώνω μιαν αλήθεια. Όσο καταγράφηκε το βλέμμα στον πίνακα του Μανέ άλλο τόσο και το βλέμμα της ανήλικης πουτάνας στη Βομβάη καθώς ένα ελαφρύ αεράκι ανασήκωσε την βρώμικη κουρτίνα στο δρόμο της αμαρτίας. Άλλο τόσο καταγράφηκε το γέλιο του μικρού που έκανε κούνια στον σκουπιδότοπο. Άλλο τόσο ο κουστουμαρισμένος Αλβανός πατέρας που συνόδευε πίσω στη χώρα του τον μικρό του γιό. Μα θάταν δυο δυόμιση ετών. Με ίδια κουστούμια και γραβατούλα κόκκινη κι ο μικρός. Καμαρωτοί και κορδωμένοι. Ως ένδειξη της προκοπής που κατάφερε στην ξενιτιά.

Χθες γύρισα από Παρίσι. Χίλιες φορές να πάω. Το Παρίσι είναι Παρίσι. Η Ρέα αλλάζει. Κανένα λαχάνιασμα πια στα ταξίδια μου. Κανένα «πρέπει να δεις» τα τελευταία χρόνια. Ξαναγυρίζω στους τόπους και χαζεύω. Μόνο χαζεύω. Γι΄αυτό μην περιμένετε να σας ξεναγήσω σε αξιοθέατα και εκθέσεις. Πάτε μόνοι σας. Ανοιχτοί τεράστιοι οι δρόμοι. Μόνο κλεφτές ματιές θα εξομολογηθώ. Στιγμές. Κοίτα!

Ουρανό και στέγες. Ώρες κοίτα! Τους τελευταίους ορόφους, τις σοφίτες. Μέχρι να σε βρει αυχενικό. Κοίτα! Τις καμινάδες των τζακιών. Τα σύννεφα να γλύφουν στέγες. Τα φωτισμένα παράθυρα το βράδυ. Τους πολυελαίους, τις κουρτίνες, τα κεντημένα ταβάνια, μια σκιά που πέρασε βιαστικά. Κοίτα τις πανύψηλες πόρτες. Μα πόσα μέτρα είναι οι κεντρικές πόρτες! Κοίτα κάγκελα. Πόσα σχέδια κάγκελα. Έλα να σε κεράσω καφέ στο Carette στο Τροκαντερό. Χαμογέλασε στην παρέα γεροντολύκων πίσω μας. Ότι ώρα και να περάσω είναι εκεί. Μου είπαν ότι γνώριζαν τη Μερκούρη, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, δάκρυσαν για τον Μιχάλη Κακογιάννη. 

Είναι σαν να βλέπω απόσπασμα από την ταινία «Οι εντιμότατοι φίλοι μου». Τι χαριτωμένοι! Στο Carette παίρνω πάντα πρωινό. Κάθε μέρα περιμένω εκείνο το ζευγάρι. Άγνωστοι μου είναι. Αλλά μ΄αρέσει να τους βλέπω. Φτάνουν αγκαλιά. Και αποχωρίζονται. Αλλά πριν αποχαιρετιστούν φιλιούνται. Πολύ! Εκείνη χάνεται στις σκάλες του μετρό. Αλλά εκείνος περπατά. Και χαμογελάει. Πολύ! Περνάει μπροστά μου και έχει το χαμόγελο κολλημένο. Μ΄αρέσει να τον βλέπω να έχει κολλημένο χαμόγελο. Τόσο ερωτευμένος! Και οι δυο άστεγοι φιλήθηκαν. Έτσι όπως τους παρατηρούσα μέρες, ντίρλα από το πρωί, δεν φανταζόμουν ότι είχαν χώρο για αισθήματα και φιλιά. Κοίτα! Και δυο έλληνες. Αν με καταλάβουν ως συμπατριώτισσα σίγουρα θα σκουντηχτούν και θα πουν «μίλα σιγά, δίπλα ελληνίδα». Έχουμε το συνωμοτικό μέσα μας.

Πω, πω ο Πύργος του Άιφελ αλλάζει χρώμα. Αστράφτει. Σαν χορεύτρια του παλιομοδίτικου Lido αστράφτει. Πάμε. Θέλω να βλέπω τους ανθρώπους να φωτογραφίζονται. Τις πόζες που παίρνουν. Την προσπάθεια να παγώσουν τη στιγμή. Μια τζούρα αιωνιότητας. Σε πόσες φωτογραφίες καταγράφηκε ο πύργος; Πουλάκια μου…Πόσοι έφυγαν κι ωστόσο άφησαν μια φωτογραφία πίσω τους; Εκεί ο Πύργος! Μέρες και μέρες θα σε προτρέπω να χαζεύεις. Μόνο να χαζεύεις. Φυσιογνωμίες στο λατρεμένο Μαρέ. Εκείνον με το βλέμμα της Γκρέτα Γκάρμπο, να καπνίζει με ανασηκωμένο φρύδι. Τι γοητευτικά που κάπνιζε! Τους ήχους από πλανόδιους στην Place de Vosges. Περπάτα στα στενά του Σεν Ζερμαίν. Στις αποβάθρες του Σηκουάνα το βράδυ και ας φοβάσαι. Δες τις πουτάνες στο Σεν Ντενί να ψαρεύουν πελάτες. Τους μοναχικούς που τρέχουν στο πάρκο της Βουλώνης με τ΄ακουστικά στα αφτιά. Διασκέδασε με το –φου- και –ξεφού- των Γάλλων. Πόσο κακομαθημένοι, δύστροποι, με το χαμόγελο του ασανσέρ μονίμως. 

Κοίτα. Μόνο κοίτα. Απορώ και γω με τον εαυτό μου. Δεν έχω να σου πω κάτι συναρπαστικό. Δεν θα σε προτρέψω να δεις κάτι συγκεκριμένο. Σ’ όλα τα ταξίδια του παρελθόντος κάπου πήγαινα. Κάτι σημείωνα για να σε συμβουλεύσω. Κάτι αναζητούσα. Ένα «πρέπει» με εξανάγκαζε μαζί με ένα «οπωσδήποτε» για κάτι αξιοθέατο…Τούτη τη φορά. Μέρες και μέρες. Δεν έχω τίποτα συγκεκριμένο να σου πω. Μόνο μια φράση που είπε η Λίλα μ΄ακολουθεί και ίσως σου φανερώσει το στίγμα «Μα ποια ήταν η τελευταία φορά που είπαμε για κάτι –τι ωραίο!-;»  

Αυτό! Ακριβώς αυτό! Είχα επιθυμήσει να πω για κάτι –τι ωραίο!-. Και το είπα! Ούτε ξέρω πόσες φορές το είπα… To Παρίσι βλέπεις...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου