Του Κώστα Ράπτη
«Είθε η Κούβα με το τεράστιο δυναμικό να ανοιχτεί στον κόσμο και ο κόσμος να ανοιχτεί στην Κούβα» διακήρυξε ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ κατά το ταξίδι στο νησί του Fidel Castro το 1998, το οποίο χαρακτηρίστηκε ιστορικό, όσο και αν επισκιάσθηκε επικοινωνιακά από το ξέσπασμα του σκανδάλου Lewinski στις ΗΠΑ.
Ο σημερινός Πάπας, ο οποίος θα τελέσει ανοιχτή Θεία Λειτουργία στο Santiago de Cuba και κατόπιν θα συναντηθεί στην Αβάνα με τους αδελφούς Castro, αξιοποιεί τα ανοίγματα που πραγματοποιήθηκαν επί του προκατόχου του, καθώς οι σχέσεις της Εκκλησίας με το κουβανικό καθεστώς έχουν αλλάξει σημαντικά, όπως άλλωστε και η ίδια η Κούβα – στο φόντο των μεταρρυθμίσεων του Raul Castro.
Εξ ού και η σημερινή ποντιφηκική περιοδεία αντιμετωπίζεται ως αμοιβαία επωφελής, καθώς η κουβανική κυβέρνηση αναζητά πάντοτε μεγαλύτερη διεθνή νομιμοποίηση (και θυμάται ότι η Αγία Έδρα έχει ταχθεί κατά του αμερικανικού εμπάργκο) ενώ η Εκκλησία, ο μεγαλύτερος μη ελεγχόμενος από το κράτος οργανισμός στην Κούβα, επιδιώκει να εξασφαλίσει ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία δράσης.
Είναι βέβαια γεγονός ότι στην Κούβα, η οποία μέχρι το 1992 ήταν επισήμως αθεϊστικό καθεστώς, ο αριθμός των ιερέων είναι υποδιπλάσιος απ’ ό,τι κατά την επικράτηση της Επανάστασης το 1959 (μολονότι έκτοτε ο πληθυσμός έχει σχεδόν διπλασιασθεί), ενώ η παρουσία της Εκκλησίας στα μέσα ενημέρωσης και την εκπαίδευση είναι ανύπαρκτη. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα έχει γίνει κατορθωτή η ανακαίνιση πολλών ναών και η ανέγερση, για πρώτη φορά μετεπαναστατικά, νέων εγκαταστάσεων ιεροσπουδαστηρίου, ενώ σε πολιτιστικό κέντρο της Εκκλησίας στην Αβάνα προσφέρονται μαθήματα για master in business administration. Ο αρχιεπίσκοπος της Αβάνα, καρδινάλιος Oterga y Alamino παρεμβαίνει συχνά είτε για την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων είτε και τοποθετούμενος σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής.
Άλλωστε, όχι μόνο στην Κούβα, αλλά σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, όπου κατοικεί το 40% των ρωμαιοκαθολικών όλης της υφηλίου, ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος για την Εκκλησία σήμερα δεν είναι ο ανταγωνισμός με τα μαρξιστικά κινήματα, αλλά η διαρκής διαρροή πιστών είτε προς τα νεοπροτεσταντικά ρεύματα (περισσότεροι άνθρωποι εγκατέλειψαν τον Ρωμαιοκαθολικισμό τις τελευταίες δεκαετίες στο Νότο, απ’ ό,τι στην Ευρώπη κατά τη Μεταρρύθμιση του Λούθηρου) είτε προς παραδοσιακές λατρείες αφρικανικής προελεύσεως, σαν την κουβανική Santeria.
Με αυτή την έννοια, δεν πρέπει να απορεί κανείς για τους χαμηλούς τόνους του Πάπα, ο οποίος δήλωσε ότι η μαρξιστική θεωρία «όπως έχει γίνει αντιληπτή» δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια «νέα κοινωνία», αλλά ταυτόχρονα τόνισε ότι «χρειάζεται υπομονή» και ότι ο Καθολικισμός οφείλει να κάνει περισσότερα για την προώθηση της «κοινωνικής δικαιοσύνης».
Η στάση του αυτή έχει προκαλέσει την μήνιν των σκληροπυρηνικών, από τον Πολωνό Lech Walesa, που υποστήριξε ότι η παπική επίσκεψη δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί, μέχρι την (κουβανοεβραϊκής καταγωγής) αμερικανίδα βουλευτή Ileana Pos-Lehtinen. Ωστόσο, η κουβανοαμερικανική κοινότητα, που είχε αντιδράσει εντόνως το 1998 στην επίσκεψη του Ιωάννη-Παύλου Β’ δείχνει να συμφωνεί με το Βατικανό, συνειδητοποιώντας ότι το εμπάργκο δεν αποτελεί επιτυχημένη συνταγή και ότι το άνοιγμα της Κούβας αναγκαστικά θα είναι σταδιακό. Άλλωστε οι 500 πιστοί του Μαϊάμι που με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπό τους μεταβαίνουν στην Κούβα για την παπική επίσκεψη αποτελούν μάρτυρες της νέας αντίληψης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου