Tου Κωστα Λεονταριδη
Τον καιρό εκείνο τον «παλιό» οι πικρές εικόνες που άφηνε στο μυαλό η μεγάλη πόλη ήταν πολύ λιγότερες, δεν σχημάτιζαν ακόμα θηλιά, κι αν ήθελες μπορούσες να κρυφτείς από αυτές παρακάμπτοντας δρόμους, αλλάζοντας διαδρομές ή κάνοντας έξυπνες επιλογές.
Ενας κινηματογράφος με μετρημένους στα δάχτυλα θεατές, μια ταβέρνα που έμενε ανοιχτή ίσα για να βγάζει τα έξοδά της, οι συνήθεις φτωχοδιάβολοι στις λεωφόρους. Ούτε τα μαγαζιά που έβαζαν λουκέτο προϊδέαζαν για τα επερχόμενα. Στην άλλη όχθη οι επαίτες, ερείπια ή επαγγελματίες, δεν είχαν γίνει κύμα, το έγκλημα δεν είχε διασπαρεί παντού, το μάτι έδιωχνε εύκολα τους άγνωστους τοξικομανείς. Ολα αυτά μαζί σήκωναν βέβαια ένα αεράκι θλίψης αλλά υπήρχαν γενόσημα αντισώματα. Η βιτρίνα της πόλης (και της κοινωνίας) δεν είχε θρυμματιστεί, συναντούσες παντού νησίδες ευμάρειας, ανθρώπους που περπατούσαν με αυτοπεποίθηση και οίηση στον ευρύχωρο αστικό γυάλινο θόλο.
Φρεναπάτη. Η Ελλάδα με τα τεχνάσματά της συγκαταλεγόταν στις 25 πλουσιότερες χώρες του κόσμου με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων της που έβηχαν αυτάρεσκα. Η Ελλάδα έμοιαζε με εξπρές πείθοντας ότι είχε αποτινάξει οριστικά βιοτικές συγγένειες με τους υπόλοιπους Βαλκάνιους. Ολα αυτά ήταν ο χθεσινός μας κόσμος. Σήμερα μοιάζουν σαν να ανήκαν σε άλλο τόπο, μακριά από εμάς. Οι, έως και δύο χρόνια πριν, απίστευτες για τη συντριπτική πλειονότητα εξελίξεις έγιναν το κιβούρι ομαδικών βεβαιοτήτων και ψευδαισθήσεων.
Ολα τα στοιχεία της σύνθετης παρακμής αποτυπώνονται πεντακάθαρα στο υδροκέφαλο «ολυμπιακό» λεκανοπέδιο. Η υποβάθμιση της φτιασιδωμένης πρωτεύουσας από την κατηγορία «δυτικότροπη» σε τριτοκοσμική (έτσι δεν την οικτίρουμε;) ανακοινώθηκε πρώτα από τους κατοίκους της - αγεωγράφητους και μη. Αυτούς που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και δούλεψαν εδώ, που διήνυσαν θητεία μιας ζωής σε αυτή την πόλη και την πόνεσαν με τα καλά και τις ασχήμιες της. Αυτούς που ξέρουν ότι τα κόκαλά τους θα χωνευτούν σε αυτή την πόλη. Αυτούς που είτε δεν βλέπουν είτε δεν αναζητούν (μοιραίοι, όχι άβουλοι) δίοδο διαφυγής από αυτήν την πόλη. Τους κατοίκους στις γειτονιές αυτής της πόλης που ντρέπονται να πουν ότι φοβούνται να κυκλοφορήσουν αν και έχουν, δυστυχώς, εμπειρία, γνώση και θυμό για το «γιατί» φοβούνται. Είναι οι ίδιοι που λυπούνται επειδή το υστέρημά τους δεν φθάνει πια για να γεμίζουν καθημερινά μια πλαστική σακούλα με ψωμί, γάλα, μια κονσέρβα, αφήνοντάς την για τους μαυριδερούς με τα καροτσάκια που ποτέ δεν κοιμούνται, αλλά και για κάθε πεινασμένο οδοιπόρο. Είναι ατόφια φιλανθρωπία; ΄Η και συνυπογραφή του αποδεκτού, από ολοένα και περισσότερους, δόγματος «όποιος πεινάει θα αναγκαστεί να κλέψει»;
Σε αυτήν την πόλη, σε αυτήν τη χώρα, αυξάνονται γεωμετρικά οι πάσχοντες από ψυχική μαρμαρυγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου