ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Τι? Θες απόδειξη? Το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις?

Από την  Λινα Γιανναρου 
και την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Το φωτοτυπικό είχε πάρει φωτιά. Το μάθημα ήταν σε λίγη ώρα και η Ε.Δ. ήταν απαραίτητο να έχει μαζί της τα χαρτιά. Στη γειτονιά λειτουργούσε κατάστημα αλυσίδας με αναλώσιμα που μένει και το μεσημέρι ανοιχτό: πρόλαβε. Τριακόσιες φωτοτυπίες, σύνολο 22 ευρώ. «Μπορώ να έχω απόδειξη παρακαλώ;», ρώτησε ευγενικά, παρατηρώντας ότι δεν γίνεται κάποια σχετική κίνηση πίσω από το ταμείο. «Α, δεν έχω. Για τέτοια ποσά οι αποδείξεις δεν περνάνε», ήρθε η απάντηση. Η πελάτισσα επέμεινε. 
«Πασχίζω προκειμένου να συγκεντρώσω ικανό αριθμό αποδείξεων. Στο συγκεκριμένο κατάστημα είχα πάει και άλλες φορές και ποτέ δεν πήρα απόδειξη – ήταν όμως για λίγες φωτοτυπίες ή μικρές εξυπηρετήσεις των δύο-τριών ευρώ. Αυτά τα 22 ευρώ τα χρειαζόμουν», αφηγείται στην «Κ» (τα στοιχεία της είναι στη διάθεση της εφημερίδας). Αυτό που ακολούθησε δεν είχε προηγούμενο – είναι δηλωτικό ωστόσο της συσσωρευμένης πίεσης κάτω από την επιφανειακή στιβάδα της κοινωνίας. «Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος άρχισε να ωρύεται, με έβρισε χυδαία και με πέταξε έξω από το μαγαζί παρουσία τρίτων», λέει η ίδια. «Χτύπησα πέφτοντας στο πεζοδρόμιο και από το σοκ κοκάλωσα». Η συνέχεια δόθηκε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, αλλά η «λύση» του δράματος επήλθε την επόμενη ημέρα στην οικεία ΔΟΥ. «Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι υπάλληλοι στην εφορία μού είπαν “κάντε όσες καταγγελίες θέλετε, κανείς δεν τις λαμβάνει υπόψη”».

Μέσα σε είκοσι χρόνια, το «Αγαπάς την Ελλάδα; Απόδειξη» από σύνθημα φορολογικής μεταρρύθμισης μετατράπηκε στο πιο σύντομο ανέκδοτο. Από τη δίνη της σφοδρής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και των αλλεπάλληλων αλλαγών στο καθεστώς υπολογισμού των τεκμηρίων δαπανών διαβίωσης, των αφορολόγητων ορίων, των φοροαπαλλαγών, αλλά και του φορολογικού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις, οι αποδείξεις βγήκαν κουρελόχαρτα. Με τις υπηρεσίες υποστελεχωμένες ή υπό συγχώνευση, οι έλεγχοι είναι υποτυπώδεις, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σκηνικού πλήρους ασυδοσίας. «Μου το είπαν καθαρά: Κανείς δεν δίνει σημασία στη φοροδιαφυγή, αφού δεν υπάρχει ο μηχανισμός για την πάταξή της. Γιατί λοιπόν κι εγώ να δίνω σημασία; Γιατί να χάνω τον χρόνο μου καταγγέλλοντας τους παρανομούντες;», αναρωτιέται εύλογα η Ε.Δ.

Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η Αλέκα Φουστάνου, ύστερα από ανάλογο περιστατικό σε κατάστημα αλυσίδας καφέ στα βόρεια προάστια. «Παρατηρούσα συστηματικά ότι δεν έκοβαν απόδειξη, αλλά έδιναν από άλλα τραπέζια. Οταν μια μέρα το επεσήμανα, μου είπαν απλά “κάντε μας καταγγελία, κάθε βδομάδα μάς κάνουν”, εννοώντας ότι δεν τους καίγεται καρφί. Γιατί να με νοιάζει εμένα λοιπόν;», λέει

Το φαινόμενο έχει φυσικά δύο όψεις. Χαρακτηριστική ήταν η διαμαρτυρία ιδιοκτήτη σουβλατζίδικου, όταν σε ραδιοφωνική εκπομπή άκουσε ότι «όταν κάποιος δεν κόβει απόδειξη είναι κλέφτης»: «Αγοράζω κρέας χοιρινό. Ο κρεοπώλης αγοράζοντας το κρέας πληρώνει ΦΠΑ 13%. Το πουλάει σε μένα, συν 13%. Κατόπιν το πουλάω χωρίς την επιβάρυνση στον πελάτη με δύο ευρώ, όσο και πριν από την ανατίμηση του 23%, οπότε μάνι μάνι 10% χασούρα. Η εφορία μού ζητάει το 23% χωρίς να υπολογίζονται τα έξοδα του μαγαζιού (ενοίκιο, δημοτικός φόρος, ΔΕΗ, γκάζι, προσωπικό κ.ά.). Με λίγα λόγια δεν έχω πληρώσει ΦΠΑ 23%, αλλά 49%. Τους πρώτους τρεις μήνες έκοβα όλες τις αποδείξεις με αποτέλεσμα να χρωστάω 4.300 ευρώ στην εφορία. Τελικά ποιος είναι ο κλέφτης;».

«Χωρίς απόδειξη πόσο;».
Στο «νόημα» έχουν μπει και οι καταναλωτές – το σύνθημα πια στην αγορά είναι «χωρίς απόδειξη πόσο;». Η Ε.Γ. άνοιξε το κατάστημα με μπιζού στην Αθήνα λίγο πριν από τα Χριστούγεννα. «Από τότε μέχρι σήμερα, η κατάσταση έχει αλλάξει άρδην», λέει . «Η αναλογία των πελατών που ζητούν έκπτωση έχει εκτοξευθεί από ένας στους δέκα στους εννιά στους δέκα. Ακόμα και για είδη πολύ χαμηλής αξίας, σχεδόν όλοι θα σου προτείνουν να ρίξεις την τιμή μη κόβοντας απόδειξη». Με τη δραματική πτώση των πωλήσεων του τελευταίου διαστήματος, η πρόκληση είναι μεγάλη.

Αλλωστε, επικρατεί και πλήρης σύγχυση όσον αφορά τα ισχύοντα σχετικά με τις αποδείξεις. Μετά την τελευταία αλλαγή στο καθεστώς, οι περισσότεροι θεωρούν ότι οι αποδείξεις δεν γίνονται πλέον δεκτές ως δικαιολογημένο έξοδο, με αποτέλεσμα να ατονήσει το ενδιαφέρον της «συγκομιδής». Στην πραγματικότητα, είμαστε ακόμα υποχρεωμένοι να μαζεύουμε αποδείξεις, τις οποίες θα χρειαστεί να προσκομίσουμε σε περίπτωση ελέγχου. Κι άλλο ανέκδοτο.

KAΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου