Της ΕΛΛΗΣ ΙΣΜΑΗΛΙΔΟΥ
Τρυφερές αναµνήσεις γεµάτες εφηβικούς έρωτες και σχολικές σκανταλιές. Νοσταλγικές ιστορίες για χαµένες πατρίδες και για αγαπηµένα πρόσωπα που δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Αλλά και σκληρές διηγήσεις για τον πόλεµο, τη φτώχεια, τη µετανάστευση. Το κουβάρι των αναµνήσεων εκατοµµυρίων ανθρώπων απ’ όλον τον κόσµο ξετυλίγεται, ταξινοµείται και αποθηκεύεται... διαδικτυακώς µέσα από έναν πρωτότυπο διεθνή οργανισµό που ονοµάζεται «Τράπεζα Αναµνήσεων» και φιλοδοξεί να δηµιουργήσει µια συλλογική ιστορική µνήµη, όχι µέσα από ένδοξες µάχες, διεθνείς Συνθήκες ή πολιτικές δια σκέψεις αλλά µέσα από τις προσωπικές αναµνήσεις απλών ανθρώπων που γεννήθηκαν πριν από το 1950.
Η «Τράπεζα Αναµνήσεων» λειτουργεί ήδη σε εθελοντική βάση σε δώδεκα διαφορετικές χώρες του πλανήτη, από την Αργεντινή ως τις ΗΠΑ και από το Καµερούν ως την Ισπανία, ενώ εφέτος, µε πρωτοβουλία τεσσάρων Ελλήνων, η εν λόγω ΜΚΟ δραστηριοποιείται και στη χώρα µας.
Σε ολόκληρο τον πλανήτη έχουν καταγραφεί συνολικά 1,7 εκατοµµύρια «αναµνήσεις» σε µορφή ψηφιακών βίντεο που διατίθενται ελεύθερα στο ∆ια δίκτυο για να πληροφορήσουν, να διδάξουν αλλά και να συγκινήσουν τις νεότερες γενιές.
«Ολα ξεκίνησαν από ένα προσωπικό µου βίωµα. Οταν πέθανε η γιαγιά µου, µε την οποία είχαµε µια πολύ αγαπηµένη και στενή σχέση, ήµουν έγκυος. Η σκέψη ότι η κόρη µου δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να ακούσει τις ιστορίες της γιαγιάς µου µε έθλιβε τροµερά. Γνώριζα ήδη την ιταλική “Τράπεζα Αναµνήσεων” και συχνά “χανόµουν” στην ιστοσελίδα της, παρακολουθώντας τα βίντεο µε τις αναµνήσεις. Για πρώτη φορά όµως εξαιτίας του θανάτου της γιαγιάς µου ένιωσα την ανάγκη να αναλάβω την πρωτοβουλία για να δηµιουργηθεί κάτι παρόµοιο στην Ελλάδα» διηγείται η Ελληνοϊταλίδα κυρία Μαρίνα Σαρλή.
Η ίδια, µαζί µε τον κ. Νίκο Νικολαΐδη και τις κυρίες Αµαρυλλίδα Ραουζαίου και Παρασκευή Τζούβελη, ξεκίνησε τον περασµένο Μάιο την προσπάθεια να δηµιουργήσει την πρώτη ελληνική «Τράπεζα Αναµνήσεων». Σήµερα, οκτώ µήνες αργότερα, ένα αρχικό υλικό έχει συγκεντρωθεί και µέσα στην ερχόµενη εβδοµάδα η «τράπεζα» θα ανοίξει τις διαδικτυακές πόρτες της στην ιστοσελίδα www.bankofmemories.gr.
«Στην αρχή ταξιδεύαµε σε άγνωστα νερά. Πώς να δηµιουργήσεις µια “Τράπεζα Αναµνήσεων”; Από πού να ξεκινήσεις; Και πώς µπορείς να εισβάλεις στα ευαίσθητα προσωπικά βιώµατα ενός ανθρώπου, ιδίως όταν πρόκειται για σκληρές αναµνήσεις από πολέµους, ξενιτιά, θανάτους αγαπηµένων προσώπων;» λέει ο κ. Νικολαΐδης.
«Σύντοµα κατάλαβα ωστόσο ότι οι άνθρωποι – ιδίως όσοι είναι µεγάλης ηλικίας – νιώθουν µεγάλη χαρά όταν µοιράζονται µαζί µας τα βιώµατά τους. Η τρίτη ηλικία συχνά τοποθετείται στο περιθώριο και βιώνει µια αίσθηση απαξίας, σαν να µην έχει τίποτε να προσφέρει στους νεότερους. Μέσα από τις διηγήσεις τους οι ηλικιωµένοι νιώθουν χρήσιµοι και µας ταξιδεύουν στον κόσµο τους, στα συναισθήµατά τους και στη σοφία τους. Το µεγαλύτερο δίδαγµα για µένα άλλωστε είναι το χαµόγελο µε το οποίο µας µιλούν για σκληρές περιόδους πολέµων, φτώχειας ή πείνας. Αυτό µάς διδάσκει ότι εν τέλει στη ζωή όλα µπορούν να ξεπεραστούν και πρέπει να διατηρούµε την αισιοδοξία µας» προσθέτει ο ίδιος.
Οπως κάθε συµβατική τράπεζα, έτσι και µια «Τράπεζα Αναµνήσεων» απαιτεί για να επιβιώσει τη συνεισφορά πολλών «επενδυτών». Γι’ αυτό τα µέλη της ιδρυτικής οµάδας που θα δηµοσιοποιήσουν την ερχόµενη εβδοµάδα το αρχικό υλικό καλούν όλους τους πολίτες να συνεισφέρουν µε βίντεο των κοντινών τους προσώπων και χωρίς περιορισµό αντικειµένου.
«Στόχος είναι να δηµιουργηθεί ένα αρχείο µε µεγάλο εύρος, όπου θα µπορεί ο καθένας να πληκτρολογήσει µια τοποθεσία, µια χρονική περίοδο (π.χ. Β ′ Παγκόσµιος Πόλεµος, δεκαετία του ’60 κ.λπ.) ή έναν θεµατικό άξονα (π.χ. έρωτας, εργασία, εκδροµές κ.λπ.) και να βρει δεκάδες διαφορετικές αναµνήσεις. Αναλαµβάνουµε να ταξινοµήσουµε το υλικό και έτσι σιγά-σιγά να δηµιουργήσουµε όλοι µαζί µια εναλλακτική ιστορία της Ελλάδας µέσα από τα “ασήµαντα”, τα οποία εξελίσσονται δίπλα από τα υποτιθέµενα “σηµαντικά” που καταγράφονται στα βιβλία και στις διατριβές» τονίζει η κυρία Ραουζαίου.
Μια έφηβη στον καιρό του απαρτχάιντ
Οι πρώτοι Ελληνες που δέχθηκαν να ξετυλίξουν το κουβάρι των αναµνήσεών τους µπροστά στις κάµερες της «Τράπεζας Αναµνήσεων» διηγούνται ιστορίες µε νοσταλγία αλλά και µεγάλη δόση χιούµορ. Η κυρία Πηνελόπη Πατρικίου µεγάλωσε στη Νότια Αφρική και περιγράφει τα ερωτήµατα που µε το εφηβικό µυαλό της προσπαθούσε να απαντήσει σχετικά µε το απάνθρωπο καθεστώς του Απαρτχάιντ.
«Κυκλοφορούσε τότε η ιδέα ότι το µυαλό του µαύρου ήταν κατώτερο από εκείνο του λευκού. Οταν ήµουν µικρή, ό,τι µου έλεγαν το πίστευα. Μεγαλώνοντας όµως κατάλαβα ότι ήταν η κοινωνία – και όχι η φύση – που έκανε τους ανθρώπους “άνισους”. Στο σπίτι µας δούλευε µια πολύ αξιόλογη µαύρη γυναίκα, η Τζένη, η οποία γέννησε το αγοράκι της, τον Βους, όταν εγώ γέννησα την κόρη µου, την Αναστασία.»
Επί έναν χρόνο η Αναστασία και ο Βους µεγάλωναν µαζί στο σπίτι µας και τότε πραγµατικά κατάλαβα ότι τα δύο παιδάκια ήταν ίδια. Είχαν την ίδια συµπεριφορά, τις ίδιες ικανότητες στο σώµα και στο µυαλό. Οταν όµως ο Βους έγινε ενός έτους το κράτος υποχρέωσε τη µητέρα του να τον στείλει στους γονείς της στο χωριό, διότι απαγορευόταν ένας µαύρος να έχει το παιδί του στο σπίτι λευκού όπου εργαζόταν ως υπηρετικό προσωπικό. Ξαναείδα τον Βους ύστερα από έξι χρόνια. Τότε η διαφορά µε την κόρη µου ήταν τροµερή. Το παιδάκι δεν ήξερε σχεδόν ούτε να µιλάει, ήταν ένα τροµοκρατηµένο πλάσµα, ενώ η κόρη µου ήδη µάθαινε... γαλλικά, πιάνο και µπαλέτο. Κατάλαβα λοιπόν ότι αυτή η κοινωνία συντηρούσε την ανισότητα µέσα από ένα σύστηµα που κρατούσε τους ανθρώπους στη σκλαβιά» διηγείται η κυρία Πατρικίου.
Ιστορίες έρωτα και αλληλεγγύης
Η δυνατότητα των ανθρώπων να κρατούν την οµορφιά των αναµνήσεων και να απορρίπτουν τα αρνητικά στοιχεία είναι ίσως το εντυπωσιακότερο στοιχείο της «Τράπεζας Αναµνήσεων».
«Ο πόλεµος δεν ήταν µόνο φρίκη. Ηταν και έρωτας και όµορφα συναισθήµατα» λέει στην κάµερα ο κ. Σπύρος Λεκατσάς, ο οποίος εργάστηκε για πολλές δεκαετίες ως καπετάνιος. Απ’ όλες τις αναµνήσεις του πολέµου, επέλεξε να διηγηθεί την ιστορία ενός φίλου του ιταλού στρατιώτη που ερωτεύθηκε µια ελληνίδα µαθήτρια στην Κεφαλλονιά στην Κατοχή. «Υστερα από πολλές δεκαετίες ο Ιταλός βρέθηκε στον Σκαραµαγκά, όπου τυχαία γνώρισε στα ναυπηγεία έναν έλληνα τεχνίτη. Με την κουβέντα ανακάλυψαν ότι αυτός ο τεχνίτης ήταν... ξάδερφος της µαθήτριας που είχε ερωτευθεί στον πόλεµο ο Ιταλός. Συναντήθηκαν ύστερα από τόσα χρόνια – και οι δύο παντρεµένοι, µε οικογένειες – και έκαναν ένα τρικούβερτο γλέντι στην Αθήνα» αναφέρει ο κ. Λεκατσάς.
Μια όµορφη ιστορία από την Κατοχή επιλέγει να διηγηθεί και η κυρία Χριστίνα Κουβαρά. «Κατά τη διάρκεια του πολέµου, το 1942, οι γονείς µου άνοιξαν ένα µικρό καφενείο κάτω από το σπίτι µας. Ακριβώς απέναντι, οι Γερµανοί είχαν επιτάξει ένα γκαράζ και ένας αυστριακός αξιωµατικός ερχόταν συχνά στο καφενείο µας για καφέ. Κάθε φορά που µε έβλεπε τον έπιαναν τα κλάµατα. Ηµουν ένα ξανθό κοριτσάκι τότε και του θύµιζα την κόρη του – την έλεγαν και αυτή Χριστίνα. Εµείς τότε περνούσαµε µεγάλη πείνα και αυτοί είχαν κονσέρβες, ψωµιά και πολλές άλλες “πολυτέλειες”. Αυτός ο Αυστριακός λοιπόν µε αγαπούσε τόσο πολύ που µου έφερνε τρόφιµα. ∆εν θα ξεχάσω ποτέ την καλοσύνη του, το γεγονός ότι µας βοήθησε να επιβιώσουµε στην Κατοχή» καταλήγει.
ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου