Του Κώστα Ράπτη
Πολλά μπορεί να προσάψει κανείς στην τουρκική διπλωματία, όχι όμως την έλλειψη προνοητικότητας.
Ήδη πριν από την (τρίτη κατά σειρά) τριμερή συνάντηση των ηγετών των δύο κοινοτήτων της Κύπρου με τον γ.γ. του ΟΗΕ στο Green Tree του Long Island την περασμένη εβδομάδα, τα τουρκικά και τουρκοκυπριακά ΜΜΕ έκαναν λόγο για ένα «Σχέδιο Β» το οποίο θα κινητοποιούταν σε περίπτωση κατά την οποία η υφιστάμενη διαδικασία οδηγούταν σε οριστικό αδιέξοδο. Το «Σχέδιο Β» τοποθετήθηκε πλέον ανοιχτά στο τραπέζι με την συνέντευξη που έδωσε το Σάββατο ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ahmet Davutoglu στο κανάλι CNN Turk.
«Η διεθνής κοινότητα και ο ΟΗΕ θα πρέπει να αντιληφθούν ότι σε περίπτωση που δεν βρεθεί λύση, δεν μπορεί να συνεχιστεί το υπάρχον status quo» διαμήνυσε ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας, καθιστώντας σαφές και το χρονοδιάγραμμα που θέτει η τουρκική πλευρά: «Είναι γνωστό το τι θα κάνουμε αν τεθεί θέμα [κυπριακής] προεδρίας στην ΕΕ [την 1η Ιουλίου 2012] χωρίς να έχει βρεθεί λύση».
Οι δηλώσεις Davutoglu εμπεριείχαν και μία δόση απειλής. «Γνωρίζουμε την κρίση που υπήρξε κατά τις έρευνες της Ελληνοκυπριακής πλευράς για φυσικό αέριο στη Μεσόγειο: για πρώτη φορά ο τουρκικός στόλος αναγκάστηκε να κατευθυνθεί νότια της Κύπρου, όπου έκανε αισθητή την παρουσία του και θα συνεχίσει να το κάνει. Αυτό εμπεριέχει πολλούς κινδύνους ασφάλειας. Η περιοχή είναι ήδη αντιμέτωπη με πολλές κρίσεις. Αυτό που πρέπει να γίνει πρώτα από όλα είναι η καταβολή όλων των προσπαθειών για την εξεύρεση λύσης και σε περίπτωση που αυτό δεν καταστεί δυνατό, να διατυπωθεί ξεκάθαρα από όλες τις πλευρές, με ποιον τρόπο θα αλλάξει το υπάρχον status quo. Και αυτός, μπορείτε να υποθέσετε ποιος είναι».
Σε ελεύθερη μετάφραση:
Oπως συνέβη και με την ευρωπαϊκή διεύρυνση του 2004, η τουρκική πλευρά είναι αποφασισμένη να μετατρέψει το πλεονέκτημα της Λευκωσίας σε μειονέκτημα, αξιοποιώντας τον φόβο της Ε.Ε. ότι θα καταστήσει δικό της το πρόβλημα (εν προκειμένω με το πάγωμα των ευρω-τουρκικών σχέσεων, προκειμένου να επιτύχει την αντικατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας από ένα νέο (συν) ομοσπονδιακό μόρφωμα με τους δικούς της όρους.
Ωστόσο, το «Σχέδιο Α», όπως αποδεικνύει και η πρόσφατη εμπειρία, δεν έχει εξασφαλισμένη την επιτυχία. Διότι μπορεί ο γ.γ. του ΟΗΕ να ωθεί τα πράγματα προς την κατεύθυνση διεθνούς διάσκεψης τον Μάιο (παρά την ασυμφωνία των δύο πλευρών ακόμη και στις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού), ωστόσο η Κυπριακή Δημοκρατία ούτε άπειρη είναι στο παιχνίδι των καθυστερήσεων ούτε στερημένη διεθνών ερεισμάτων. Το αποδεικνύει αυτό λ.χ. ο ελλιμενισμός το Σάββατο στη Λεμεσό του γαλλικού πολεμικού πλοίου Chevalier Paul και πολύ περισσότερο η ανακοίνωση του εκπροσώπου του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών ότι οι «τεχνητές προσπάθειες επιτάχυνσης των διαπραγματεύσεων, για να ταιριάξουν τα χρονοδιαγράμματα των διεθνών γεγονότων με την Ευρωπαϊκή ατζέντα» (...) «εισάγει περιττή νευρικότητα στο διάλογο των δύο ηγετών, καθώς προκαλεί συζητήσεις περί διαιτησίας».
(Τοποθετήσεις αυτού του είδους τροφοδοτούν στην πάντοτε δραστήρια στο Κυπριακό βρετανική πλευρά χολερικά δημοσιεύματα, όπως αυτού του Guardian περί μετατροπής της Κύπρου σε «ρωσική αποικία»).
Απέναντι σε αυτά ο Davutoglu απαντά υπαινισσόμενος την προοπτική μιας συντεταγμένης de jure διχοτόμησης του νησιού, με την αναγνώριση δύο κρατών. Προβάλλει προς τη διεθνή κοινότητα το ενδεχόμενο αυτό ως συμβολή στην αποκλιμάκωση περιττών εντάσεων σε μια ούτως ή άλλως εύφλεκτη περιοχή του κόσμου, αλλά και προκαλεί εμμέσως την ελληνοκυπριακή πλευρά να έρθει αντιμέτωπη με τις δικές της αντιφάσεις. Διότι για την Άγκυρα είναι σαφές πως ό,τι έχει κατακτηθεί δια των όπλων και διατηρείται έκτοτε με διαχειρίσιμο κόστος, δεν είναι δυνατόν να παραδοθεί ειρηνικά, χωρίς την απόσπαση περαιτέρω ανταλλαγμάτων.
Για την Λευκωσία, όμως η απώλεια μέρους της κυριαρχίας (και πλέον και προσόδων από τους φυσικούς πόρους) επί τους τμήματος του νησιού που ελέγχει είναι ένα τίμημα το οποίο η διατήρηση του (καταγγελλόμενου κατά τα λοιπά) status quo της επιτρέπει να μην καταβάλλει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου