Του Κώστα Τσόλα
Ένα από τα πλέον δυναμικά επαγγέλματα μέχρι τη δεκαετία του ’60, στον Τύρναβο, αλλά και σε όλη την Ελλάδα ήταν και αυτό του καροσιδηρουργού, του τεχνίτη δηλαδή, ή αλλιώς του μάστορα, όπως τον αποκαλούσαν οι συμπολίτες του, που κατασκεύαζε και επισκεύαζε σούστες, κάρα και άμαξες.
Επάγγελμα δύσκολο και με ευθύνες αλλά απόλυτα απαραίτητο για τις τοπικές κοινωνίες της εποχής, αφού όλες οι μεταφορές και οι μετακινήσεις μέχρι και μετά τα μέσα του περασμένου αιώνα, γίνονταν με σούστες, κάρα και άμαξες.
Σήμερα, στον Τύρναβο συνεχίζει την παράδοση δεκαετιών ο τελευταίος ίσως καροσιδηρουργός, ο οποίος εργάζεται όπως τότε, με τον παραδοσιακό τρόπο...
Ο λόγος για τον 78χρονο κ. Χρήστο Ντίμο, τον οποίο συναντήσαμε στον Τύρναβο την ώρα της δημιουργίας, στην κατασκευή ενός κάρου.
Ξεδιπλώνοντας τις αναμνήσεις τόσων χρόνων συγκινημένος ο κ. Ντίμος, θυμάται πώς άρχισε αυτή τη δραστηριότητα από τα 12 του χρόνια και τη συνεχίζει σήμερα ως χόμπι πλέον.
Ήταν κατοχή όταν ο Χρήστος Ντίμος τελείωσε το δημοτικό σχολείο, επιτυχία για την εποχή, αφού τότε τα περισσότερα παιδιά δεν πήγαιναν καν στο σχολείο. Τότε ο ίδιος έμαθε τα γράμματα στο νάρθηκα της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων Τυρνάβου, αφού το 2ο Δημοτικό Σχολείο ήταν επιταγμένο από τους Γερμανούς.
Ο 12χρονος τότε Χρήστος Ντίμος με το απολυτήριο στο χέρι, ορφανός από πατέρα, πήγε στον μάστορα αείμνηστο Ιωάννη Μουζά και τον παρακάλεσε να τον πάρει υπάλληλο στο καροσιδερουργείο, παίρνοντας την απάντηση: «Βρε παιδάκι μου είσαι πολύ μικρός ακόμα». Ωστόσο ο Χρήστος Ντίμος επέμενε και έτσι τελικά έπιασε δουλειά. Εκεί δούλεψε τέσσερα χρόνια με αμοιβή το χρόνο 700 οκάδες σιτάρι για την οικογένεια και από ένα ζευγάρι παπούτσια το Πάσχα για τον ίδιο.
Από εκεί και πέρα με την εμπειρία που απέκτησε στα 16 του χρόνια έγινε «Κάλφας» που σημαίνει ένα σκαλοπάτι κάτω από τον μάστορα. Αυτό προέβλεπε επίσης αμοιβή μεγαλύτερη. Έτσι ο μάστορας του είπε να πάει σε άλλο μαγαζί μεγαλύτερο, σ’ αυτό του Ιωάννη Ταμπάκη. Τότε, το μεροκάματο ήταν 15 δραχμές όταν ο μάστορας έπαιρνε 20 δραχμές.
Και ο κ. Ντίμος ακολούθησε στο καροσιδηρουργείο του Αθανάσιου Κυριάκου για δύο χρόνια και για λίγο στο Αρμένιο, όταν μετά έφυγε για την στρατιωτική του θητεία.
Αμέσως μετά, το 1957, ο κ. Χρήστος Ντίμος άνοιξε δικό του κατάστημα, το οποίο διατηρούσε μέχρι το 1966. Αυτά τα έντεκα χρόνια ήταν δημιουργικά με την κατασκευή εξ ολοκλήρου σουστών και κάρων. Μέχρι τότε τα καροποιεία είχαν πολλή δουλειά. Αλλά από το 1966 άρχισε μια φθίνουσα πορεία αφού έφτασαν και στον Τύρναβο τα τρακτέρ.
Βλέποντας ότι η δουλειά φεύγει από τα χέρια του άλλαξε κατεύθυνση, έγινε σιδηροκατασκευαστής μέχρι το 1995 όταν πήρε σύνταξη.
Μέσα του όμως ποτέ δεν ξέχασε την αγάπη της δουλειάς που έκανε όπως παλιά.
Θυμάται και λέει: «Η τέχνη αυτή είναι πολύ δύσκολη, αν δεν την αγαπάς δεν μπορείς να αποδώσεις γιατί είναι δουλειά και έμπνευση μαζί. Ο καροποιός γίνεται καλλιτέχνης, σχεδιαστής και ζωγράφος. Η σούστα ή το κάρο πρέπει εκτός από λειτουργικό να είναι και όμορφο. Να το θαυμάζουν οι άλλοι και ο ιδιοκτήτης του να νιώθει περήφανος που το έχει. Τότε όποιος είχε «καγκελόσουστα» θεωρούνταν ότι σήμερα σαν να έχει ένα από τα ακριβότερα και πολυτελέστερα αυτοκίνητα».
Σήμερα, ο κ. Χρήστος Ντίμος εφαρμόζει τις τεχνικές που κυριαρχούσαν από τις αρχές του αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1960. Δηλαδή δημιουργεί με το χέρι σκαλίζοντας το ξύλο και με το αμόνι και τη φωτιά κατασκευάζοντας τα σιδερένια μέλη της σούστας όπως είναι οι ρόδες, τα μπράτσα, οι άξονες με πολλή προσοχή και μεράκι.
Μάλιστα, στο σπίτι του στον Τύρναβο οι μερακλήδες του είδους μπορούν να επισκεφθούν τη μικρή έκθεση που έχει και στο νου τους να γυρίσουν χρόνια πίσω οι μεγαλύτεροι και να μάθουν οι νεότεροι.
Μια έκθεση που επισκέπτονται και μαθητές των σχολείων τους οποίους με ιδιαίτερη χαρά ξεναγεί ο παλιός μάστορας κ. Χρήστος Ντίμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου