Τζάκια, φαµίλιες και κληρονόµοι

Του ΔΗΜΗΤΡΗ  Κ. ΨΥΧΟΓΙΟΥ
 
Ο ∆ηµήτρης Ρέππας είχε δηλώσει κάποτε πως ο Γιώργος Παπανδρέου «είναι ηγέτης που έρχεται από το µέλλον». ∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι ο πρώην πρωθυπουργός είχε καινοτόµες ιδέες, από τις οποίες τις περισσότερες – και σηµαντικότερες µάλλον – δεν κατάφερε δυστυχώς να υλοποιήσει. Αλλά το βασικό χαρακτηριστικό του κ. Παπανδρέου ήταν ότι ερχόταν από το παρελθόν, από παππού και πατέρα πρωθυπουργό, που άφησαν έντονα σηµάδια στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας.  

Το παρελθόν του τον έκανε βουλευτή, υπουργό, πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, πρωθυπουργό. Γιατί καινοτόµες ιδέες έχουν πολλοί, πολιτικοί και µη, αλλά αυτά τα αξιώµατα δεν τα απέκτησαν. 

Τα ίδια ισχύουν και για λιγότερο θαρραλέους ηγέτες, όπως ο Κώστας Καραµανλής, η Ντόρα Μπακογιάννη, ο Αντώνης Σαµαράς (γιος και εγγονός βουλευτή) – αλλά και για χιλιάδες πολιτικούς, γνωστούς ή άγνωστους, που η πορεία τους καθορίστηκε από την καταγωγή τους και όχι από τη δύναµη των ιδεών ή την πρακτική τους. Ακόµη και οι δύο σηµερινοί αντιπρόεδροι (Σταύρος ∆ήµας – Θόδωρος Πάγκαλος) «κληρονόµοι» είναι.

∆εν είναι άγνωστο το φαινόµενο αυτό και σε άλλες χώρες αλλά εγώ τουλάχιστον δεν έχω υπόψη µου καµία σύγχρονη χώρα όπου να εµφανίστηκαν τόσο ακραία φαινόµενα όσο αυτά των οικογενειών Παπανδρέου, Καραµανλή, Μητσοτάκη, Σαµαρά και εκατοντάδων βουλευτών και δηµάρχων που αντλούν την πολιτική τους ισχύ από την καταγωγή τους – πλην της Βόρειας Κορέας.

Προφανώς αυτή η ελληνική ιδιοτυπία δείχνει πόσο χωλό και υπανάπτυκτο είναι το ελληνικό πολιτικό σύστηµα: η λειτουργία του και οι διαδικασίες αναπαραγωγής του καθορίζονται ακόµη από τις προ-νεωτερικές αρχές που υποτίθεται ότι κατάργησε η Γαλλική Επανάσταση πριν από 220 χρόνια: η κορωνίδα των δηµόσιων αξιωµάτων, τα πολιτικά αξιώµατα, εξακολουθούν να καταλαµβάνονται µε βάση την καταγωγή, µε κληρονοµικό - οικογενειοκρατικό τρόπο.

Βεβαίως δεν κληροδοτούνται τα αξιώµατα, από πατέρα σε γιο, σε εγγονό ή ανιψιό ή γαµπρό, κληροδοτούνται όµως οι πολιτικές σχέσεις, οι σχέσεις υποτέλειας που συνδέουν τον µικρής ή µεγάλης εµβέλειας ηγέτη µε το επιτελείο του, την οµάδα που τον στηρίζει και λειτουργεί ως ο ιµάντας ανάµεσα σε αυτόν και στους ευρύτερους πολιτικούς και κοινωνικούς µηχανισµούς. Αυτές οι οµάδες όµως συγκροτούνται σε µεγάλο βαθµό επίσης µε οικογενειακά/τοπικιστικά κριτήρια – σε βαθµό γελοιότητας ορισµένες φορές, όταν βλέπουµε γιους, κόρες, συζύγους να αναλαµβάνουν διευθυντές των γραφείων υπουργών. Αυτό που βλέπουµε διά γυµνού οφθαλµού στην κεντρική πολιτική σκηνή (οι µεγάλες πολιτικές δυναστείες) επαναλαµβάνεται σαν φράκταλ σε όλο και µικρότερες κλίµακες και αποτελεί τη ραχοκοκαλιά των πελατειακών σχέσεων. Και, οµοίως, τα σκάνδαλα που παρακολουθούµε σε εθνικό επίπεδο επαναλαµβάνονται από τα κυκλώµατα αυτά σε µικρογραφία σε όλη τη χώρα.

Θα µας πήγαινε πολύ µακριά η ανάλυση των φαινοµένων οικογενειοκρατίας και τοπικισµού στην ελληνική κοινωνία, φαινόµενα που ξεπερνούν την ανάγκη ταυτότητας και καταλήγουν στη δηµιουργία δικτύων συµφερόντων που θυµίζουν τις «φαµίλιες» της ιταλικής µαφίας – που όµως δεν διακινούν ναρκωτικά ή λαθραία τσιγάρα αλλά οικονοµική και πολιτική ισχύ.

Οσο λειτουργούν αυτές οι «φαµίλιες» στη µικροκλίµακα, όσο το σύστηµα παραµένει κλειστό επάγγελµα και προστατευµένο, θα εξακολουθήσουν να αναπαράγονται και στη µεγάλη κλίµακα οι δυναστείες και να επαναλαµβάνονται τα σκάνδαλα, να αντιµετωπίζεται το δηµόσιο χρήµα ως ιδιωτικό και το κράτος ως οικογενειακή επιχείρηση: µπορεί να τέλειωσε η «δυναστεία Καραµανλή», µπορεί να κλείνει η «δυναστεία Παπανδρέου», αλλά αν οι δοµές που παράγουν ηγεσίες, τοπικές και εθνικές, παραµείνουν οι ίδιες, ούτε επανεµφάνισή τους αποκλείεται ούτε η δηµιουργία νέων δυναστειών. Ας θυµηθούµε ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου εµφανιζόταν ως «ο γιος του παπά από το Καλέντζι» και ο Κωνσταντίνος Καραµανλής ως «ο γιος του δάσκαλου από την Πρώτη» (ή «ο χωρικός από το Κιούπκιοϊ», για τους αντιπάλους του) που κατάφεραν να σπάσουν το µονοπώλιο των µεγάλων πολιτικών οικογενειών της Αθήνας – για να γίνουν και οι ίδιοι δηµιουργοί δυναστειών.

Εκτός από οικογενειοκρατικό, το ελληνικό πολιτικό σύστηµα είναι εξαιρετικά κλειστό, αδιαφανές και θεσµικά προστατευµένο, όπως αποδεικνύουν όχι µόνο τα φαινόµενα καταγωγής αλλά και τα δεκάδες σκάνδαλα που δεν τιµωρούνται, η χρηµατοδότηση των κοµµάτων, η γελοιότητα του «πόθεν έσχες», η χρησιµοποίηση χιλιάδων δηµοσίων υπαλλήλων (από αστυνοµικούς ως καθηγητές πανεπιστηµίου) που αποσπώνται από τις υπηρεσίες τους για να εξυπηρετήσουν πολιτικούς και κόµµατα. Ολα αυτά του επιτρέπουν να αναπαράγεται σε σηµαντικό βαθµό σαν κλειστό σύστηµα χρησιµοποιώντας δηµόσιους πόρους, υλικούς και ανθρώπινους.

∆εν αρκεί, λοιπόν, να συνταξιοδοτηθούν πολιτικά τα µεγάλα τζάκια για να λειτουργήσει καλύτερα η δηµοκρατία µας. Η κατάργηση της ασυλίας των πολιτικών και της ασυδοσίας τους, ο περιορισµός της διασπάθισης δηµόσιων πόρων από τα κόµµατα είναι επίσης απαραίτητα για να πάψουν οι «φαµίλιες» να κυριαρχούν στην πολιτική ζωή, να αποδυναµωθούν οι πελατειακές σχέσεις και να περιοριστούν τα σκάνδαλα – για να µπορέσουν να ανταγωνιστούν για να αναλάβουν πολιτικά αξιώµατα και οι ικανοί και όχι µόνο οι κληρονόµοι.

Η πολιτική εµπειρία και σοφία είναι κάτι που αποκτάται σε µεγάλη διάρκεια χρόνου – αλλά εδώ που έχουµε φθάσει θα µπορούσε να θεσπιστεί η απαγόρευση τρίτης θητείας στο ίδιο αιρετό αξίωµα (βουλευτή, δηµάρχου, περιφερειάρχη κτλ.), σε συνδυασµό µε ηλικιακό κριτήριο, για όσους π.χ. είναι άνω των 60 ετών. Ή η απόλυτη απαγόρευση τέταρτης θητείας. ∆εκαέξι χρόνια βουλευτής ή δήµαρχος είναι υπεραρκετά για οποιονδήποτε. Εδώ που έχουµε φθάσει, πρέπει να δοκιµάσουµε νέες λύσεις για να λύσουµε προπατορικά αµαρτήµατα και να ανανεωθεί το πολιτικό προσωπικό και τα κόµµατα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου