Του Χαριδημου Κ. Τσουκα (htsoukas@gmail.com)
Καθηγητή στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.
Το ύφος του δεν ήταν μόνο κλαψιάρικο, ως συνήθως· αυτή τη φορά είχε και κάτι το αγοραίο, το ελαφρώς μάγκικο. Κούνησε το κεφάλι, χαμογέλασε αυτάρεσκα και δήλωσε με στόμφο, σε ασύντακτα ελληνικά: «Οποιος επιχειρήσει να πειράξει τον Γ. Παπανδρέου, θα μετατρέψει τη χώρα σε μακελειό».
Οχι, δεν ήταν η δήλωση ενός μπράβου ή κάποιου ανεγκέφαλου κομματοφρουρού.
Μιλούσε σε τηλεοπτική εκπομπή ο κ. Λοβέρδος, υπουργός Υγείας, αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στον ελεύθερο χρόνο του και «δελφίνος» για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ!
Τι συνέβη; Μήπως απειλούσαν να «πειράξουν» τον κ. Παπανδρέου μπράβοι της νύχτας ή παρακρατικές οργανώσεις;
Εξ όσων γνωρίζουμε, όχι. Ο οικονομικός εισαγγελέας κ. Πεπόνης, αφού μελέτησε τις καταγγελίες για αυθαίρετη διόγκωση του ελλείμματος το 2009 από την ΕΛΣΤΑΤ, απέστειλε τη σχετική δικογραφία στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Με βάση τον νόμο «περί ευθύνης υπουργών» (εδώ γελάμε...), ο κ. Πεπόνης ήταν υποχρεωμένος να το κάνει αυτό, από τη στιγμή που προέκυψαν στοιχεία σχετιζόμενα με πολιτικά πρόσωπα. Προσέξτε: ο κ. Πεπόνης δεν ζήτησε τη δίωξη του κ. Παπανδρέου. Ως όφειλε, ζήτησε από την προϊσταμένη αρχή να διαβιβασθεί ο φάκελος στη Βουλή, προκειμένου αυτή να εξετάσει ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες του κ. Παπανδρέου.
Τι μας είπε όμως ο κ. Λοβέρδος;
Ούτε λίγο ούτε πολύ ότι ο κ. Παπανδρέου είναι υπεράνω του νόμου! Κανένας εισαγγελέας δεν πρέπει να τον «πειράξει». Ολοι πίσω ρε, ο αρχηγός είναι πάνω απ’ όλα! Αν θέλατε μια ακόμη απόδειξη του χάσματος πολιτικής κουλτούρας που μας χωρίζει με την ανεπτυγμένη Ευρώπη, την έχετε. Δεν είναι τόσο σημαντικό να σχολιασθεί η σκοπιμότητα των δηλώσεων Λοβέρδου (η υπεράσπιση του γιου του ιδρυτή της επιχείρησης εμμέσως υποδηλώνει αφοσίωση στην επιχείρηση, με όλα τα οφέλη που μια τέτοια δημόσια διακήρυξη αποφέρει), όσο να καταδειχθεί το βαθύτερο μοτίβο στο οποίο παραπέμπει: τη συστηματική αμφισβήτηση της Δικαιοσύνης από την κομματοκρατία (και τα οργανωμένα συμφέροντα γενικότερα). Οι δικαστικές αποφάσεις εντάσσονται σκοπίμως στο πολιτικό παιχνίδι: χρησιμοποιούνται καιροσκοπικά από τα κόμματα για να κερδίσουν πόντους στον πολιτικό ανταγωνισμό. Ετσι, ο θεσμός της Δικαιοσύνης μονίμως αμφισβητείται και, φυσικά, ευτελίζεται· το συμβολικό του κεφάλαιο απομειώνεται.
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Υπουργοί καταφέρονται δημοσίως κατά δικαστών όταν δεν τους ικανοποιούν οι αποφάσεις τους. Η κυρία Γεννηματά χαρακτήρισε «δικαστικό πραξικόπημα» την απόφαση του Αρείου Πάγου, το 2007, περί κωλύματος στη βουλευτική υποψηφιότητά της. Με παρόμοια γλώσσα οι κ. Καρατζαφέρης και Καμμένος απεφάνθησαν ότι η δικαστική απόφαση για την καταδίκη του (τότε) νομάρχη Θεσσαλονίκης κ. Ψωμιάδη, το 2011, ήταν «πραξικοπηματική». Η απόφαση για την προφυλάκιση του κ. Εφραίμ αμφισβητήθηκε από πολιτικούς και ιεράρχες. Εν ολίγοις: οι δικαστικές αποφάσεις δεν γίνονται αυτονόητα σεβαστές στη χώρα μας.
Στις ώριμες δημοκρατίες συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Κανείς δεν διανοήθηκε να επικρίνει τη βρετανική Δικαιοσύνη για «πολιτική σκοπιμότητα», όταν καταδίκασε πέρυσι σε φυλάκιση βουλευτή των Λόρδων για ψευδείς δηλώσεις προσωπικών εξόδων, ή, παλαιότερα, τους πρώην υπουργούς κ. Αϊτκεν και Αρτσερ για ψευδορκία. Κανείς δεν αμφισβήτησε τις πρόσφατες καταδικαστικές αποφάσεις δικαστηρίων κατά των πρώην προέδρων της Γαλλίας και του Ισραήλ, κ. Σιράκ και Κατσάβ αντιστοίχως (ο κ. Κατσάβ είναι ήδη στη φυλακή!). Στις ώριμες δημοκρατίες, θεωρείται δεδομένο ότι όχι μόνο κανείς δεν είναι πάνω από τον νόμο, αλλά ότι η Δικαιοσύνη αυτονόητα χαίρει εμπιστοσύνης.
Στις ανώριμες δημοκρατίες, αντιθέτως, οι πολιτικάντηδες δεν θέλουν να ελέγχονται. Γι’ αυτό, όταν δικαστικοί λειτουργοί καταστούν επικίνδυνοι για το «σύστημα», τείνουν να υπονομεύονται. Μόλις οι δύο οικονομικοί εισαγγελείς κ. Πεπόνης και Μουζακίτης άρχισαν να «ενοχλούν» με τις εκτεταμένες έρευνές τους, έπρεπε να τους κοπούν τα φτερά. Πριν από λίγους μήνες, ο πολυμήχανος κ. Βενιζέλος προωθούσε νομοσχέδιο για την αντικατάστασή τους από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, παρά τις αντιδράσεις σημαντικών δικαστικών παραγόντων («Κ», 30/12/11). Προσέξτε πώς τηρούνται τα προσχήματα: τι θα μπορούσε να προσάψει κανείς στον υπουργό Οικονομικών με μια τέτοια «θεσμική» αλλαγή; «Οταν όμως κάτι δουλεύει καλά, γιατί να το αλλάξεις;» αναρωτιέται ο λογικός άνθρωπος. «Μα, ακριβώς επειδή δουλεύει καλά» σκέπτεται ο πονηρός πολιτικάντης! Η θεσμική μηχανική πρέπει να υπηρετεί το «σύστημα»!
Συνήθως, όμως, δεν χρειάζεται καν να ελεγχθεί ένας δικαστής. Υπάρχουν απλούστερες μέθοδοι. Δώσ’ του ευθύνες, αλλά μην του δίνεις πόρους! Σκεφτείτε: η εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα των κ. Πεπόνη και Μουζακίτη αναφορικά με τις διώξεις μεγαλοοφειλετών του Δημοσίου επετεύχθη παρά το ότι οι λειτουργοί αυτοί δεν διέθεταν γραμματέα, βοηθούς, υπολογιστές, φαξ, κινητά τηλέφωνα («Εθνος», 30/12/11)! Αυτός είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση!
Η φαύλη κομματοκρατία προσποιείται ότι στηρίζει το κράτος δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα το υποσκάπτει, παραμελώντας συστηματικά, μεταξύ άλλων, την υλικοτεχνική υποδομή των αντίβαρων θεσμών. Το ελλαδικό πρόβλημα είναι τόσο δυσεπίλυτο επειδή είναι ένα μετα-πρόβλημα: αφορά δηλαδή στον τρόπο που λύνουμε τα προβλήματά μας. Ακόμα και τώρα, στην εποχή της χρεοκοπίας, οι πολιτικοί συμπεριφέρονται όπως έχουν μάθει: υπονομεύοντας τους θεσμούς του κράτους δικαίου. Η αφοσίωση στον Αρχηγό-πασά, ο φίλαθλος κομματικός πατριωτισμός, η κομματικοποίηση των θεσμών, συνιστούν βασικές αξίες της πολιτικής μας κουλτούρας.
Μόνο σε μια τριτοκοσμικής κοπής δημοκρατία, ένας υπουργός μπορεί να κραυγάζει: κάτω τα χέρια από τον Αρχηγό μου! Ο «τσαμπουκάς» του κ. Λοβέρδου υπογραμμίζει το μέγεθος της θεσμικής μας υπανάπτυξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου