Κοινωνική συνοχή, ταξικότητα και εθνισμός

Του Σπ. Ι. Ασδραχα
Ιστορικού

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης όπως και το σόι του, δεν ήταν άνθρωπος του λαού: στράφηκε στον λαό, στη γλώσσα και στην οικονομία του, συνεπώς στο έθος και στο ήθος του, για να εδραιώσει μια ρομαντική επική ποίηση εθνοκεντρική, επικεντρωμένη στο αίτημα της απελευθέρωσης: ...στους Τούρκους κι από τους Αγγλους. Ο λαός του ήταν αγροτικός και η ποίησή του, όπως και η πολιτική του δράση, πατριωτική. Ο πατριωτισμός του συναιρούσε την ταξικότητα, αλλά η τελευταία αναδύεται μέσω της ερμηνευτικής περιγραφής, όπως θα έλεγε ο Λούκατς, αλλά υποτασσόταν στην ανάγκη για γενική απελευθέρωση, όπως θα έλεγε ο Γκράμσι. Ο απαξιωμένος από τους μεταγενέστερους «εστέτ» και τους συγχρόνους του ρεαλιστές γίνεται επίκαιρος.

Γιατί επίκαιρος όχι μόνο αυτός, αλλά και άλλοι σε διαφορετικά πεδία ιστορικής ερμηνείας. Απλούστατα γιατί η σημερινή κρίση που την ονομάζουν οι λογιστές δημοσιονομική είναι κρίση οικονομική, κρίση του χρηματικού κεφαλαίου που εξωραΐζεται και την εξειδικευτική μερίκευση: κρίση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ευφημισμός της καπιταλιστικής κρίσης. Είναι επόμενο η κρίση να οδηγεί σε εθνικές αντιδράσεις στην αναίρεση της ευρωπαϊκής αλληλεγγυότητας, στην έκρηξη του κοινωνικού ελλείμματος του Μάαστριχτ για το οποίο μιλούσε ο Φρανσουά Μιττεράν.

Είναι επόμενο σήμερα να αναδύονται εθνισμοί με παρεπόμενο τους εθνικισμούς: η αιτία τους είναι οικονομική και η επένδυσή τους ιδεολογική – και ηθική για όσους έχουν εμφυτεύσει στο πνεύμα τους την προτεσταντική οικονομική ηθική, τον καλβινισμό όπως τον είχε εννοιολογήσει ο Μαξ Βέμπερ.

«Εθνιστής»
Τι έχει να κάμει με τούτα ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης που μιλάει στα ποιήματά του με έναν αγροτικό λόγο γεμάτο από τα σήματα της φύσης; Εχει να κάνει γιατί είναι ένας «εθνιστής» και γιατί ο εθνισμός του είναι μια βούληση για απελευθέρωση, της οποίας αναζητά το ιστορικό της βάθος, όπως και οι σύγχρονοί του ιστορικοί, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος και ο Κ. Σάθας. Οταν γράφει, η εθνική απελευθέρωση είχε μερικώς πραγματοποιηθεί, στα δημιουργικά του χρόνια η ένωση της Επτανήσου με το ελληνικό Κράτος. Ωστόσο, ο αλυτρωτισμός ήταν στα ζητούμενα και ο ίδιος τον υπηρετούσε με δράση και με λόγο.

Σήμερα δεν εκκρεμούν αλυτρωτικά ποθούμενα: εκκρεμεί η ανασηματοδότηση του εθνισμού και ο Βαλαωρίτης δεν έχει να προσφέρει τίποτε ως προς αυτό, πέραν από μια αναλογία: πρόκειται για την εθνικοποίηση της ταξικότητας. Με τους σημερινούς όρους δεν είναι δυνατό όλες οι κοινωνικές τάξεις να ενωθούν σε ένα εθνικό μέτωπο, όπως συμβαίνει με τον πόλεμο που φέρνει αντιμέτωπα κράτη. Η εθνικοποιήσιμη ταξικότητα αφορά τις πρώην διακριτές τάξεις που τώρα συναιρούνται με εργαλείο την αποπτώχευση: αναφέρομαι στην αποδόμηση της μεσαίας τάξης, αστικής αλλά και αγροτικής, που συντελείται με γοργούς ρυθμούς και προστίθεται στη διευρυμένη ήδη από παλιά κλασική εργατική τάξη. Αυτός ο ταξικός γαλαξίας είναι ο σημερινός λαός.

Ο λαός του Βαλαωρίτη εννοιολογείται με την αναδρομή στο παρελθόν και δεν αφορά την ταξικότητα της εποχής του: «αυτό το βόδι το μανό π’ όσου βαθειά ρουχνίζει, τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει και που το κράζουνε λαό, θα σπάσει το καρίκι», δηλαδή θα επαναστατήσει εναντίον των αφεντάδων που δεν είναι ντόπιοι αλλά ξένοι. Ας μου επιτραπεί η επανάληψη: εθνικοποίηση της ταξικότητας.

Ετυμολογίες
Βέβαια οι μεθερμηνείες είναι α-ιστορικές και ίσως ανακρατούν κάτι από την αφαίρεση της ιστορικής χρονικότητας. Ηδη στον Μεσοπόλεμο (1932) ο Νίκος Κατηφόρης είχε σατυρίσει τον Βαλαωρίτη του «Φωτεινού», λέγοντας ότι ο άρχοντας ποιητής πήγε να κολακέψει τους σέμπρους τους αναγάγοντάς τους στην έννοια του λαού-έθνους. Δεν είναι αυτά τα λόγια τους, αλλά η έννοιά τους. Για να συγκαλύψει κάπως τα πράγματα ονομάζει τον ποιητή Βαλερίτη όχι Βελαγορίτη: ίσως δεν ήξερε ότι η οικογένεια φερόταν με δύο ονόματα τον 18ο αιώνα, Βελαγορίτης και Βαλαωρίτης. Το όνομα και στις δύο εκδοχές είναι καταγωγικό και παραπέμπει στην ακαρνανική Βαλαώρα, που θα μπορούσε να είναι και Βελαγώρα, δηλαδή Αστροβούνι. Ας παρακάμψουμε τις ετυμολογίες.

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης χωρίς να πρωτοτυπεί, ενέταζε στο εθνικό πάνθεο τους κλέφτες και τους αρματολούς, τους προεπαναστατικούς Σουλιώτες κι αυτό ακόμη το Χόρμοβο που το έκαμε ολοκαύτωμα ή βεντέτα του Αλή Πασά –«το θλιβερό το Χόρμοβο εγίνηκε ραβάνι και Τζαούς Πρίφτης γίνηκε κεμπάπι στο τηγάνι» λέγει στους άγριους στίχους του ο ραψωδός του, ο Χατζή Σεχρέτης. Οταν τη νύχτα τα βουνά, ο ουρανός, τ’ αγέρι, οι βρύσες, τ’ αγριολούλουδα, στέκουν βουβά ν’ ακούσουνε την προσευχή του διάκου, τότε αυτός αναφωνεί ότι η μαύρη μάνα του μπροστά σε μιαν εικόνα τον έβανε να δεηθεί για κειους που το χειμώνα σα λύκοι τρέχαν στα βουνά με χιόνια κι αγριοκαίρια, δηλαδή τους κλέφτες που από καιρούς είχαν βρει τη θέση τους στο εθνικό Πάνθεο, τότε μεταλλάσσεται το διατροφικό πρότυπο.

Λιτότητα: ας τρώνε λαθύρια, βρακανίδες και του νερού τα κάρδαμα παρά να σαρώνει τους υπόδουλους του ξένου τ’ άτιμο ψωμί π’ όχει προζύμι πάντα φαρμάκια, καταφρόνεσες, περίγελα και δάκρυα. Καταφρόνεση, όπως εκείνη του Φωτεινού του ζευγολάτη όταν ατιμάζει την κόμη του ξένος τύραννος. Ολα τούτα μετέχουν στην πραγματικότητα αλλά επιλεκτικώς: δεν την αποκαθιστούν. Δουλειά των ιστορικών η αποκατάσταση της πραγματικότητας και η μεταβαλλόμενη βίωσή της.

Στη σημερινή αποδιάρθρωση των κοινωνικών συνοχών το παράδειγμα του Βαλαωρίτη προαναγγέλλει τις ενδεχόμενες χρήσεις του: οι πιο ολέθριες είναι εκείνες της πολιτικής συνθηματολογίας.

«Παλιοκόκκαλα»
Περιττεύει να δηλώσω ότι δεν είμαι εθνικιστής. Θέλησα απλώς να θυμίσω ότι η συναίρεση της ταξικότητας στον εθνισμό έχει πολλά και αντιθετικά προηγούμενα και να επισημάνω, όπως και τόσοι άλλοι, ότι η απελπισία των ημερών μας δίπλα στην αποχαύνωση θέτει σε ενέργεια εξαρτημένα αντανακλαστικά προσφερόμενα σε επικίνδυνους εκσυγχρονισμούς της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. 

Διάλεξα το παράδειγμα του Βαλαωρίτη, ενός ανθρώπου που είδε να συντρίβεται η μυθοπλασία του με τη ληστεία του Δήλεσι: «παλιοκόκκαλα» (η λέξη είναι δική του) εκείνοι που ύμνησε ή έπλασε, όπως ο «Αστραπόγιαννος»; Η προσωπική απογοήτευση δεν ερειπώνει την ιστορική στιγμή της ποιητικής του δημιουργίας. Προφανώς είχε δίκιο ο φίλος του Ανδρέας Λασκαράτος, όταν του έλεγε ότι έβαλε στο εθνικό Πάνθεο του Γρηγοράκη, δηλαδή τον Πατριάρχη Γρηγόριο ή ο Πανάς, όταν τον θεάτριζε για τη ρομαντική του ρητορεία. 

Ο ιστορικός των τρόπων έκφρασης και των ιδεών ξέρει πια το επάγγελμά του και μπορεί να ξεχωρίζει τις ιδέες από τον τρόπο της έκφρασής τους. Το ίδιο και ο αισθητικός. Το ζητούμενο είναι να υπάρξει ο πολιτικός που από την κατανόηση της σημερινής πραγματικότητας θα αναχθεί στις μακροχρονικές δομές της: αλλιώς ποιο είναι το περιεχόμενο της σημερινής εθνικοποίησης μιας μερικευμένης ταξικότητας. Και κάτι ακόμη.

Ας μην υποδουλωνόμαστε στους συρμούς αποκλείοντας τις παλαιότερες μορφοπλασίες από τη συγχρονική ευαισθησία κι ας μην εκμοντερνιζουμε τεχνητά το παρελθόν κρατώντας απ’ αυτό ορισμένες από τις δημιουργικές του κορυφές στο όνομα ενός απροσδιόριστου Απολύτου: ο Βαλαωρίτης, ο Παλαμάς και ο Σικελιανός δεν έχουν πεθάνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου