ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ: Νέα συσκευή εντοπισμού επιζώντων Ελληνικής έμπνευσης

Του Κωστα Δεληγιαννη

Οπως δυστυχώς ξέρουν όλοι στην Ελλάδα, κάθε φορά έπειτα από ένα μεγάλο σεισμό που προκαλεί την κατάρρευση πολλών κτιρίων, ο χρόνος κυλάει αντίστροφα για τα σωστικά συνεργεία, στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν αγνοούμενους στα ερείπια. Την ίδια στιγμή, οι εκπαιδευμένοι σκύλοι μπορούν να ψάξουν τον χώρο μόνο για 20 συνεχόμενα λεπτά, αφού μετά χρειάζεται να ξεκουραστούν για αρκετή ώρα. Επίσης, παρ’ όλο που υπάρχουν φορητά μηχανήματα που ψάχνουν για ηχητικά σήματα, αλλά και ειδικές κάμερες που μεταφέρουν εικόνα μέσα από τα συντρίμμια, το πρόβλημα είναι ότι η αναζήτηση επιζώντων μέσω ήχου και βίντεο γίνεται με δύο ανεξάρτητες συσκευές, τις οποίες χρησιμοποιούν δύο διαφορετικές ομάδες διασωστών. Με συνέπεια να καθυστερεί ο έλεγχος ενός κτιρίου και να είναι δύσκολο να διασταυρωθούν οι ενδείξεις τους.

Στο πλαίσιο όμως του ευρωπαϊκού πρότζεκτ «Συσκευή Εντοπισμού Δεύτερης Γενιάς για Επιχειρήσεις Ερευνας και Διάσωσης» (SGL for USaR), έχει αναπτυχθεί ένα φορητό πολυμηχάνημα που μπορεί να εξοικονομήσει πολύτιμο χρόνο, αφού συνδυάζει τις δυνατότητες των παραπάνω συσκευών και, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, και τις ικανότητες… όσφρησης των σκύλων. Κι αυτό γιατί, εκτός από το ότι καταγράφει ήχο και εικόνα μέσα στα ερείπια, μια ακόμη εντυπωσιακή καινοτομία της συσκευής (που ονομάζεται First) είναι πως παίζει ταυτόχρονα και τον ρόλο του «ηλεκτρονικού λαγωνικού», διαθέτοντας ειδικούς αισθητήρες οι οποίοι μπορούν να ταυτοποιήσουν αέριες ενώσεις που εκλύονται από τον άνθρωπο.

Ετσι ώστε, όταν εντοπίσει τέτοιες χημικές ενώσεις μέσα σε ένα κατεστραμμένο κτίριο, οι διασώστες να έχουν μια σοβαρή ένδειξη ότι στο συγκεκριμένο σημείο υπάρχει κάποιος εγκλωβισμένος.

Η ιδέα για τη «συσκευή εντοπισμού δεύτερης γενιάς» ανήκει σε επιστήμονες από τη Σχολή Χημικών Μηχανικών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, με επικεφαλής τον καθηγητή Μιλτιάδη Σταθερόπουλο, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τον συντονισμό του πρότζεκτ. «Η αφορμή ήταν ο σεισμός του 1999 στην Αθήνα, όταν σκεφτήκαμε με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε τις επιστημονικές μας γνώσεις για να αναπτύξουμε εργαλεία που θα κάνουν πιο εύκολο το έργο των σωστικών συνεργείων», λέει ο κ. Σταθερόπουλος. Ενας από τους στόχους που έθεσαν ήταν ένα όργανο το οποίο θα υποστηρίζει πολλαπλές ανιχνευτικές τεχνικές ώστε, πέρα από το να μειώνει τη διάρκεια ελέγχου ενός κτιρίου, να εξασφαλίζει την άμεση διασταύρωση των μετρήσεων. Για παράδειγμα, όταν ο χειριστής του θα ανιχνεύσει κάποια ηχητικά σήματα που υποδηλώνουν την παρουσία κάποιου εγκλωβισμένου, θα μπορεί να ενεργοποιήσει την κάμερα της συσκευής, για να εξακριβώσει αν όντως υπάρχει ένας επιζών στο συγκεκριμένο σημείο.

«Για να καταγράφει το όργανο ηχητικά, οπτικά και χημικά δεδομένα, ήταν απαραίτητο να συνεργαστούν στενά ερευνητές από πολλές επιστημονικές ειδικότητες (χημικοί, μηχανικοί, γιατροί, προγραμματιστές)», προσθέτει η κ. Αθηνά Παππά, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο ΕΜΠ και μέλος της ομάδας. Ετσι, 21 ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και ινστιτούτα συμμετέχουν στο πρότζεκτ, αναπτύσσοντας μια συσκευή που σήμερα μπορεί να βλέπει, να ακούει, αλλά και να «μυρίζει» μέσα στα συντρίμμια - «λειτουργία που για πρώτη φορά παγκοσμίως διαθέτει ένα ανάλογο μηχάνημα», προσθέτει ο κ. Σταθερόπουλος. 

Η «όσφρηση» της First βασίζεται στο γεγονός ότι μπορεί να ανιχνεύει τα πτητικά μόρια που απελευθερώνει στον αέρα το ανθρώπινο σώμα με την αναπνοή, τον ιδρώτα, το αίμα και τα υπόλοιπα σωματικά υγρά. «Το είδος και η συγκέντρωση των πτητικών μορίων μεταβάλλεται ανάλογα με την κατάσταση που βρίσκεται ο εγκλωβισμένος -αν έχει υποστεί σοκ, αν έχει ελαφριά σχετικά τραύματα ή αν είναι πολυτραυματίας- με συνέπεια σε κάθε τέτοια κατάσταση το σώμα να έχει και διαφορετική “χημική υπογραφή”», σημειώνει ο κ. Αγάπιος Αγαπίου, χημικός μηχανικός και επίσης μέλος της ομάδας.

Η πρόκληση για τους επιστήμονες από το ΕΜΠ και τα υπόλοιπα πανεπιστήμια ήταν να προσδιορίσουν αυτές τις «χημικές υπογραφές» σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, προσαρμόζοντας τους αισθητήρες της First, ώστε να τις εντοπίζει. Κάτι που κατάφεραν μεταξύ άλλων με πειράματα προσομοίωσης, στα οποία μελέτησαν εθελοντές που, υπό αυστηρή ιατρική παρακολούθηση, παρέμειναν για αρκετές χώρες μέσα σε κλειστούς χώρους.

«Βέβαια, η ευαισθησία της συσκευής στην ανίχνευση των “χημικών υπογραφών” δεν μπορεί να συγκριθεί με τις ικανότητες ενός εκπαιδευμένου σκύλου», σημειώνει ο κ. Σταθερόπουλος, «επομένως δεν στοχεύει να υποκαταστήσει τους σκύλους-διασώστες, αλλά να τους συμπληρώσει».

Παράλληλα, όμως, η συσκευή έχει τη δυνατότητα να εντοπίζει στον αέρα και χημικές ενώσεις που είναι επικίνδυνες για τα ίδια τα σωστικά συνεργεία (π.χ. διαρροές αερίων), ώστε να ελέγχει ανά πάσα στιγμή πως εργάζονται με ασφάλεια.

Ελεγχος με δίκτυο αισθητήρων
Η συσκευή εντοπισμού δεύτερης γενιάς First δεν ήταν όμως το μόνο εργαλείο που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του πρότζεκτ. «Παράλληλα, σχεδιάσαμε και αναπτύξαμε ένα δίκτυο αισθητήρων που, αν και με μικρότερη ευαισθησία, μπορεί να ελέγχει χωρίς την παρέμβαση των διασωστών τις κατεστραμμένες οικοδομές για την ύπαρξη επιζώντων», λέει ο κ. Σταθερόπουλος. Οταν εγκατασταθούν σε ένα συγκεκριμένο οίκημα που έχει καταρρεύσει, οι αισθητήρες καταγράφουν διάφορα δεδομένα (π.χ. ήχο ή αέριες χημικές ενώσεις) και στέλνουν ασύρματα τις μετρήσεις τους σε ένα κινητό Επιχειρησιακό Κέντρο. Εκεί, ειδικό λογισμικό επεξεργάζεται αυτόματα τα στοιχεία, υπολογίζοντας κατά πόσο είναι πιθανό να υπάρχουν παγιδευμένοι άνθρωποι.  

«Αυτό σημαίνει πως, την ώρα που τα σωστικά συνεργεία θα ελέγχουν εξονυχιστικά κάποιο κτίριο που θεωρούν πιο σημαντικό, εγκαθιστώντας τέτοια δίκτυα στα γειτονικά οικήματα, το Κέντρο Επιχειρήσεων θα έχει μια εικόνα και για το τι συμβαίνει σε αυτά», συμπληρώνει ο κ. Σταθερόπουλος. Εναλλακτικά, οι αισθητήρες θα επιτρέπουν επίσης στους διασώστες να κάνουν έναν γρήγορο και αυτοματοποιημένο έλεγχο όλων των κτιρίων που έχουν καταστραφεί σε μια περιοχή, ώστε να αποφασίσουν από ποιο θα πρέπει να ξεκινήσουν.

Τον Σεπτέμβριο έγιναν οι πρώτες δοκιμές, τόσο των δικτύων όσο και της συσκευής εντοπισμού, δίνοντας εξαιρετικά ικανοποιητικά αποτελέσματα. Μάλιστα, τα τεστ αξιολόγησης της First πραγματοποιήθηκαν στις εγκαταστάσεις της Κινητής Ομάδας Αντιμετώπισης Καταστροφών (KOMAK) της Πολεμικής Αεροπορίας. Σε όλες τις δοκιμές πήραν επίσης μέρος ομάδες διασωστών από τη Γαλλία και την Ισπανία.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου