Όταν η Ελλάδα χάριζε χρέη προς τη Γερμανία...

Του Τάκη Κατσιμάρδου

Καθώς επισημοποιείται το σχέδιο της Γερμανίας για το ελληνικό χρέος, έχει πολλαπλό ενδιαφέρον μια παρόμοια ιστορία πριν από έξι δεκαετίες. Τότε, που η Ελλάδα χάριζε χρέη στη Γερμανία! Παράδοξο φαντάζει, αλλά έχει συμβεί κι αυτό. Μάλιστα δυο φορές, κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Μια μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κι άλλη στη δεκαετία του 1930.

Από την οπτική αυτή η Ελλάδα ίσως είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη, η οποία αφενός μεν ουδέποτε απαλλάχτηκε η ίδια από προπολεμικά χρέη της -σ΄ αντίθεση με το σύνολο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών- και συνέχιζε να πληρώνει πολλές δεκαετίες μετά το τέλος των πολέμων. Αφετέρου δε παραιτούνταν ή αναγκαζόταν να παραιτηθεί από νόμιμες συμβατικές και εξωσυμβατικές (πολεμικές καταστροφές στα κατεχόμενα εδάφη, λεηλασίες κ.λπ.) αξιώσεις. Όπως έγινε το 1953 με γερμανικά χρέη προς την Ελλάδα.

Τη χρονιά εκείνη (27 Φεβρουαρίου) συνάπτεται η άγνωστη σε πολλούς σήμερα -κι όχι μόνο- Συμφωνία του Λονδίνου. Τότε 20 χώρες, με την Ελλάδα ανάμεσά τους, ρύθμισαν τα προπολεμικά εξωτερικά χρέη της Γερμανίας. Το μεγαλύτερο ποσοστό του δημόσιων και ιδιωτικών δανειακών υποχρεώσεων διαγράφηκε. Το υπόλοιπο μέρος διευθετήθηκε μ΄ εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους: αποπληρωμή σε γερμανικό νόμισμα, επιμήκυνση χρόνου εξόφλησης, χαμηλότατα επιτόκια και «πλαφόν» στο ύψος καταβολής τοκοχρεολυσίων.

Οι σχετικές διεργασίες ξεκίνησαν αμέσως μετά την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας (δυτικής) Γερμανίας. Από τον Οκτώβριο του 1950 ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Γαλλία είχαν συμφωνήσει με τη δυτικογερμανική κυβέρνηση, που διαδέχτηκε το συμμαχικό κατοχικό εξουσίας, για το πρόβλημα χρέους. Η Γερμανία αναγνώριζε τις προπολεμικές και μεταπολεμικές υποχρεώσεις της. Η εκπλήρωσή τους, όμως, θα γινόταν έτσι, ώστε να μην κινδυνεύει η γερμανική οικονομία και κοινωνία με «ανεπιθύμητες επιπτώσεις...».

Αποπληρωμή
Αναγνώριζαν την αρχή ότι η αποπληρωμή του χρέους έπρεπε να είναι ρεαλιστική και να βασίζεται στις οικονομικές δυνατότητες της Γερμανίας.

Έχει σημασία να δούμε πιο αναλυτικά μερικούς από τους όρους της συμφωνίας του Λονδίνου:

Τα συμβατικά συνολικά χρέη της Γερμανίας (προπολεμικά και μεταπολεμικά χωρίς να υπολογίζονται οι πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις) ανερχόταν σε 38,8 δισ. μάρκα. Το ποσοστό αυτό μεταφραζόταν περίπου σε 20%-25% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της.

Το χρέος διαγράφηκε κατά 62,6%.

Η αποπληρωμή του υπόλοιπου προβλεπόταν σε 10 - 30 χρόνια με μάρκα.

Το επιτόκιο κυμαινόταν από 0%-5%. Τα πέντε πρώτα χρόνια, με αρχή το 1953, τα χρέη θα καταβάλλονταν άτοκα.

Η εξυπηρέτηση του χρέους δεν θα ξεπερνούσε το ένα εικοστό των εξαγωγών της. Δηλαδή, θα κατέβαλε ποσά που δεν ήταν ανώτερα του 5% των εσόδων της από το εξαγωγικό γερμανικό εμπόριο. Χωρίς να διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα ή να καταφεύγει σε εξωτερικό δανεισμό για αποπληρωμή του.

Η βασική αρχή ήταν πως η Γερμανία υποχρεωνόταν ν΄ αποπληρώσει το χρέος, που απέμεινε μετά τη διαγραφή, διατηρώντας ένα επίπεδο ανάπτυξης, που θα την καθιστά ικανή ν΄ ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της και να βελτιώνει παραλλήλως το βιοτικό επίπεδο του λαού της. Θα επέστρεφε στη φερεγγυότητα χωρίς ο δρόμος αυτός να περνά μέσα από τη φτώχεια του πληθυσμού της. Επιπλέον, αν η εκπλήρωση αυτών των όρων υπερέβαινε τις πραγματικές δυνατότητές της, θα επανεξεταζόταν η γενική συμφωνία, μ΄ επιμέρους διαπραγματεύσεις.

Από τη γερμανική πλευρά «αρχιτέκτονας» της συμφωνίας ήταν ο Χέρμαν Αμπς. Διοικητής της Deutsche Bank την περίοδο του χιτλερισμού, άτυπος οικονομικός σύμβουλος των βρετανικών δυνάμεων κατοχής στη Γερμανία κι αργότερα συνεργάτης του καγκελάριου Αντενάουερ, αλλά και διοικητής της Dresdner Bank μέχρι τη δεκαετία του 1970. Με «ελληνική δράση», μάλιστα, αφού συμμετείχε κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής στο αναγκαστικό δάνειο του Χίτλερ από την Ελλάδα και στον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος.

Με τις ρυθμίσεις δεν είναι καθόλου περίεργο πως η αποπληρωμή του γερμανικού χρέους έγινε δυνατή πολύ νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Μετά την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου (1958) το χρέος έπεσε στο 6% του ΑΕΠ. Το 1960 η Γερμανία απαλλάχτηκε από τοκοχρεολυτικές υποχρεώσεις.

Οι νικητές του Β Παγκοσμίου Πολέμου είχαν πάρει «μαθήματα» από τις ανάλογες ρυθμίσεις, που είχαν επιβάλει στην ηττημένη Γερμανία μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε είχαν εξοντώσει το γερμανικό λαό και οδήγησαν στη φασιστικοποίηση της χώρας. Η συμφωνία του Λονδίνου, σε συνδυασμό με το σχέδιο Μάρσαλ, ήταν η βάση για το περίφημο μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα». Η γερμανική οικονομία σημείωσε καταπληκτικές επιδόσεις από τότε. Σε διάστημα δέκα χρόνων το ΑΕΠ διπλασιάστηκε. Ουδέποτε στο μέλλον καταγράφηκαν τόσο υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης όσο τη δεκαετία που ακολούθησε. Η συμφωνία του Λονδίνου θεωρήθηκε τα κατοπινά χρόνια από πολλούς ως πρότυπο λογικής ρύθμισης χρεών κι έγινε σημείο αναφοράς στις διεκδικήσεις φτωχών και υπερχρεωμένων χωρών. Όπως επίσης κι άλλων πρωτοβουλιών έως τις μέρες μας.

Η βασική ιδέα της ότι ««το ύψος της εξυπηρέτησης του χρέους δεν πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να θέτει σε κίνδυνο, άμεσα μεν την ευημερία των πολιτών της χώρας, μακροπρόθεσμα δε την ανοικοδόμηση της οικονομίας της» έγινε κοινός τόπος σε θεωρητικό επίπεδο. Ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες με τις κρίσεις χρέους.

Περιλαμβάνεται ακόμη και σε ψηφίσματα προς το Ευρωκοινοβούλιο. Όπως για παράδειγμα των Πράσινων της Γερμανίας. Πριν από μερικά χρόνια κατέθεσαν πρόταση ψηφίσματος, με την οποία καλούσαν σε μερική απαλλαγή μέρους δανειακών υποχρεώσεων για υπερχρεωμένες και φτωχές χώρες με το ίδιο σκεπτικό. Έχοντας υπόψη, αναφέρουν εκεί , «ότι ο λόγος του 5% της εξυπηρέτησης του χρέους επί των εξαγωγών, που χρησιμοποιήθηκε ως βάση στη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 για τη Γερμανία, χρησιμοποιείται ως μέγιστο σημείο αναφοράς στο πλαίσιο των διαφόρων οικονομικών προτύπων υπολογισμού για τα οποία θα έπρεπε να είναι η μέγιστη εξυπηρέτηση του χρέους?», καλούν την Ε.Ε. να πάρει ανάλογες πρωτοβουλίες για υπερχρεωμένες χώρες.

Τέτοιες ,όμως, σκέψεις ήταν και εξακολουθούν να είναι «κόκκινο πανί» για τις γερμανικές αρχές, που ξεχνούν το παρελθόν και τη μεγαλύτερη στην ιστορία διευθέτηση διεθνών χρεών για λογαριασμό της Γερμανίας...

Πρωταθλητής στάσεων πληρωμής
Ο Γερμανός καθηγητής οικονομικής ιστορίας Αλμπρεχτ Ριτσλ (διδάσκει σήμερα στο London School of Economics) ήταν ο πρώτος που άνοιξε το τελευταίο διάστημα το δανειακό παρελθόν της Γερμανίας. Αφορμή η στάση της γερμανικής κυβέρνησης στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης και ειδικά της Ελλάδας.

Ο Γερμανός μελετητής, με συνεντεύξεις και άρθρα του, συμπληρώνει δημοσίως ορισμένες λευκές σελίδες για την πρόσφατη και παλιότερη οικονομική ιστορία της Γερμανίας.

Ο πρώτος άξονάς του είναι το Βερολίνο, κάθε άλλο παρά κατάλληλος δάσκαλος για να παραδίδει μαθήματα οικονομίας σε άλλες χώρες:

-Έχει στο παρελθόν του ηχηρές στάσεις πληρωμών. Μία πριν και μία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η τρίτη θεωρεί ότι συνέβη το 1990, μετά την επανένωση, όταν η Γερμανία στην ουσία αρνήθηκε να καταβάλει τις «παγωμένες» από το 1953 πολεμικές επανορθώσεις.

- Όχι μία, αλλά αρκετές φορές έχει «κουρευτεί» το εξωτερικό χρέος της. Με πολιτικές αποφάσεις και τους πιο ευνοϊκούς όρους στην παγκόσμια ιστορία. Αυτό έγινε στη διάρκεια του μεσοπολέμου (σ.σ. η Ελλάδα ήταν επίσης μία από τις χώρες που «πλήρωσε» τότε), αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και με τη Συμφωνία του Λονδίνου το 1953.

«Η Γερμανία, γράφει, έζησε τις μεγαλύτερες χρεοκοπίες της νεότερης ιστορίας. Τη σημερινή οικονομική ανεξαρτησία της τη χρωστάει στις ΗΠΑ, οι οποίες μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους παραιτήθηκαν από τεράστια χρηματικά ποσά Φρόντισαν ακόμη να μη θέσει κανείς από τους συμμάχους αξιώσεις για αποζημίωση (σ.σ. απειλώντας με εξαίρεση από το σχέδιο Μάρσαλ). Εκτός από μερικές εξαιρέσεις, ματαιώθηκαν όλες οι αξιώσεις. Αυτό ήταν πολύ ζωτικό για τη Γερμανία, ήταν στην ουσία η οικονομική βάση του γερμανικού μεταπολεμικού θαύματος. Αλλά παράλληλα, τα θύματα της γερμανικής κατοχής, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ήταν αναγκασμένα να αποποιηθούν των δικαιωμάτων τους για αποζημιώσεις».

Αυτές κι άλλες πολλές παρόμοιες επισημάνσεις του Ριτσλ υιοθετούνται ήδη από πολλούς (Γερμανούς και μη).

Το Ελληνο-γερμανικό δανειακό παράδοξο
Οι οφειλέτες μεταμορφώνονται ξαφνικά σε πιστωτές...
Πόσο από το «κούρεμα» του γερμανικού χρέους το 1953 αντιστοιχούσε στην κατεστραμμένη Ελλάδα είναι δυσδιάκριτο. Στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα. Ούτε και τον καιρό υπογραφής της συμφωνίας. Τότε δεν συμμετείχε ελληνική αντιπροσωπία (!) και υπογράφηκε από τον Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Λ. Μελά. Το μόνο, που έγινε γνωστό, ήταν πως «ειδική διάταξις της συμφωνίας προβλέπει τον διακανονισμόν των ελληνικών ιδιωτικών απαιτήσεων κατόπιν αποφάσεως του προς τούτου συσταθησομένου διαιτητικού δικαστηρίου». Υποτίθεται ότι οι διαπραγματεύσεις για τις επιμέρους ρυθμίσεις θα συνεχίζονταν και τ΄ αποτελέσματα θα υποβάλονταν για έγκριση σε Ουάσιγκτον, Λονδίνο και Παρίσι.

Τέτοιο δικαστήριο, ως προς το ελληνικό σκέλος του «κουρέματος», ουδέποτε, βεβαίως, λειτούργησε.

Ίσως σχετικές διευθετήσεις να έγιναν στο πλαίσιο των ελληνογερμανικών συμφωνιών εκείνης της περιόδου. Αν και κάτι παρόμοιο δεν περιέχεται στην πιο σημαντική διμερή συμφωνία της εποχής (Νοέμβριος 1953) ούτε στα επόμενα πρωτόκολλα (Νοέμβριος 1954 και Σεπτέμβριος 1955), με τα οποία αναπτύχθηκε η διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα «για την ανοικοδόμηση της χώρας» μας.

Αντίθετα, λόγος γίνεται σε εμπιστευτικό πρωτόκολλο (Ιούλιος 1957) για χρησιμοποίηση δυτικογερμανικών κεφαλαίων σε μάρκα από τα διαθέσιμα του σχεδίου Μάρσαλ. Αυτό σημαίνει ότι συνάλλαγμα που πήρε δωρεάν η Δ. Γερμανία για την ανάπτυξή της από την αμερικανική βοήθεια εξάγονταν σε μάρκα για επενδύσεις μεγάλων γερμανικών εταιρειών (Krupp, Siemens, Stahlunion Export κ.ά.) στην Ελλάδα!  

Το κωμικοτραγικό ήταν όμως άλλο. Η Ελλάδα, που χάρισε τα όποια γερμανικά χρέη το 1953, δεν διεκδίκησε και δεν πήρε σε συνέχεια ό,τι είχε δικαίωμα μετά το γερμανικό «κούρεμα» , το 1958 ζητά από τη Δ. Γερμανία κρατικό δάνειο. Παίρνει με όρους αγοράς 200 εκατ. μάρκα για «εκτέλεση έργων υποδομής» και πιστώσεις 400 εκατ. «για τη χρηματοδότηση επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα». Αυτά, την ίδια στιγμή που η Δ. Γερμανία χρωστούσε στην Ελλάδα (υπόλοιπο του «κουρέματος», συν πολεμικές επανορθώσεις-αποζημιώσεις, συν κατοχικό δάνειο του 1942)!

Για τα πολεμικά χρέη η συμφωνία του Λονδίνου πρόβλεπε «πάγωμα» και τη διευθέτησή τους, μέχρι την οριστική λύση του Γερμανικού Ζητήματος. Δηλαδή, όταν και εάν επανενωθεί στο μέλλον η Γερμανία. Στην περίπτωση αυτή θα συγκαλούνταν διεθνής διάσκεψη με αντικείμενο τις επανορθώσεις.

Πώς η Ελλάδα υπέγραψε μια τέτοια συμφωνία εξηγείται μόνο με όρους Ψυχρού Πολέμου και διαίρεσης της Ευρώπης σε καπιταλιστική και σοσιαλιστική. Υπεράνω όλων ήταν τότε ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» και τα συμφέροντα της Ατλαντικής Συμμαχίας, με προχωρημένα φυλάκιό της τη Δ. Γερμανία στην καρδιά της Ευρώπης και την Ελλάδα στα Βαλκάνια.

Όπως το θέτει σήμερα η επίσημη γερμανική ιστορία τότε «με τη βοήθεια των ΗΠΑ στάθηκε δυνατό να αποτραπεί -μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας- η αναζωπύρωση της διαμάχης γύρω από τις πολεμικές αποζημιώσεις»... Αυτό, που δύσκολα εξηγείται είναι η συνέχεια μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1990 και τη γνωστή συνθήκη 2+4 (δυο Γερμανίες, ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία και ΕΣΣΔ). Τότε δημιουργήθηκαν οι συνθήκες τόσο για την Ελλάδα όσο και για άλλες χώρες που καταστράφηκαν από τα Γερμανία στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, να λάβουν, έστω ετεροχρονισμένα, τις πολεμικές αποζημιώσεις.

Διάσκεψη, όμως, όπως προβλέφτηκε στο Λονδίνο, δεν συνήλθε. Η Γερμανία θεώρησε και θεωρεί ότι η συμφωνία για την επανένωση δεν έχει νομική ισχύ Συνθήκης Ειρήνης. Πράγμα που δεν ευσταθεί σύμφωνα με τους περισσότερους και εγκυρότερους μελετητές. Έδωσε μόνο ορισμένα ποσά (70 εκατ. ευρώ) και έσπευσε να κλείσει το θέμα. Για την ιστορία το ύψος των πολεμικών αποζημιώσεων που δεν πήρε η Ελλάδα υπολογίζεται από σημερινούς οικονομολόγους σε μισό τρισ. ευρώ...

Μικρό χρονικό μεγάλων υποχωρήσεων

1946 Η Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού αναγνώρισε στην Ελλάδα αξιώσεις για πολεμικές επανορθώσεις-αποζημιώσεις 7,1 εκατ. δολαρίων αγοραστικής αξίας του 1938. Η Ελλάδα ζητούσε τότε 14 εκατ. δολάρια.

1945 1947 Η Ελλάδα στις συζητήσεις για τις επανορθώσεις διαχώριζε το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο του 1942 ύψους 3,5 δολ. (πάλι αγοραστικής αξίας του 1938).

1953 Η Ελλάδα, υπογράφοντας τη συμφωνία του Λονδίνου, μένει με την εντύπωση ότι σ΄ αυτή δεν περιλαμβάνεται το κατοχικό δάνειο. Αλλά και δεν το διεκδικεί.

1961 Η Γερμανία συμφωνεί να δώσει στην Ελλάδα 115 εκατ. μάρκα για ορισμένες κατηγορίες θυμάτων (Εβραίοι, αναγκαστική εργασία κ.λπ.). Απ΄ αυτά θα καταβληθούν μόνο 38 εκατ. Στη σχετική σύμβαση αναφέρεται ότι η Ελλάδα δεν παραιτείται από τις πολεμικές αποζημιώσει και το δάνειο. Παρ' όλα αυτά η Γερμανία θεωρεί ότι το «θέμα έκλεισε».

1964 1967 Η Ελλάδα αρχίζει να θέτει ζήτημα κατοχικού δανείου. Αρχικώς (1966) εισπράττει την απάντηση ότι η κυβέρνηση Καραμανλή είχε νωρίτερα παραιτηθεί. Αργότερα (1967) αναγνωρίζει ότι παραίτηση (προφορικώς ή εγγράφως) δεν υπάρχει.

1974 Επανέρχεται το ζήτημα του κατοχικού δανείου. Η Γερμανία απαντά ότι περιλαμβάνεται στη συμφωνία του Λονδίνου.

1991 1995 Τα ανεπίσημα και επίσημα ελληνικά διαβήματα απορρίπτονται από το Βερολίνο μ΄ επιχειρήματα του τύπου ότι «μισό αιώνα μετά δεν εγείρονται τέτοια θέματα?».

1996 Συγκροτείται Εθνικό Συμβούλιο για τη διεκδίκηση των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα.

Σημ. Σήμερα οι επανορθώσεις-αποζημιώσεις, σύμφωνα με επίσημο έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδας ανέρχονται σε 108,43 δισ. ευρώ, χωρίς τόκους. Το κατοχικό δάνειο, ύψους 3,5 δισ. δολαρίων, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία σε 54 δισ. ευρώ (πάλι χωρίς τόκους) .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου