Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος
Είναι μία παλιά εξαίσια ανατολίτικη παραβολή, γνωστή στους παλαιότερους, αλλά ας την ξαναθυμηθούμε διότι ίσως μας δώσει έναν μπούσουλα για τα δεινά που περνούμε και άφωνοι, μοιραίοι παρακολουθούμε, ανίκανοι προς το παρόν (λέω προς το παρόν) να αντιδράσουμε.
Λέγεται πως αυτή τη σημαδιακή παραβολή, λαϊκό μύθο, την είχε ως μοντέλο δράσης ο αμερικανικός στρατός και το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ για να τον εφαρμόζει σε χώρες όπου δρα είτε στρατιωτικά είτε οικονομικά βάσει του γνωστού σχεδίου δράσης «Δόγμα του Σοκ», που τόσο αριστουργηματικά έχει αναλύσει με τη διεθνή εμπειρία εφαρμογής η σπουδαία δημοσιογράφος και ακτιβίστρια Ναόμι Κλάιν (τώρα στις Εκδόσεις Λιβάνη). Το μοντέλο αυτό το εφήρμοσε συστηματικά και σε εμάς, ως δοκιμασμένο, η Χούντα. Θα το καταλάβουν όσοι το έζησαν και το υπέστησαν όταν παρακάτω το αναπτύξω αναλυτικά.
Πρόκειται για μια ιστορία του πασίγνωστου Χότζα και είναι πυκνή λαϊκή κωδικοποίηση των στρατηγικών που χρησιμοποίησαν οι σουλτάνοι, αλλά στο παρελθόν και άλλοι απολυταρχικοί ηγεμόνες ου μην αλλά και αρχαίοι έλληνες… δημοκράτες των Αθηνών ντε.
Μια φορά λοιπόν κι έναν καιρό, ένας φτωχός άνθρωπος που ζούσε με τη φαμίλια του σε μια αχυρένια καλύβα με γυναίκα, γονείς, πεθερούς, αδελφές ανύπαντρες και οκτώ παιδιά, σε ένα δωμάτιο, όπου κοιμόντουσαν και μαγείρευαν, έκαναν παιδιά και πέθαιναν, ενώ ο απόπατος ήταν απέξω, πήγε στον Χότζα και του ζήτησε να τον συμβουλέψει πώς θα τα βγάλει πέρα. Αφού του διαδραμάτισε την κατάντια του ο Χότζας σκέφτηκε πολύ και του είπε: «Να βάλεις μέσα και τον απόπατο».
Πήγε ο δύσμοιρος χωρικός και μετέφερε τη βούτα μέσα σε μια γωνιά αφού ξήλωσε τα στρωσίδια της πεθεράς του και την έστειλε δίπλα στην πόρτα που έμπαζε το ξεροβόρι. Σε λίγες μέρες ο φτωχός ξαναπήγε στον Χότζα.
«Ε, πώς είναι τα πράγματα;», του είπε ο σοφός γέρος.
«Πολύ πιο δύσκολα, αφέντη μου, εκτός που στριμωχτήκαμε κι άλλο βρωμάει κι ο τόπος», είπε ο αγαθός χωρικός.
«Λοιπόν, να βάλεις μέσα και το γαϊδούρι», είπε ο Χότζας.
Γύρισε στο καλύβι ο φτωχός, έλυσε το γαϊδούρι από την ποτίστρα, ξεβόλεψε τον πατέρα του, γέροντα με ρευματικά, και τον πήγε δίπλα στην πεθερά και απομάκρυνε τα μωρά γιατί ο γάιδαρος κλωτσούσε. Σε λίγες μέρες ξαναπήγε στον Χότζα.
«Ε, πώς πάνε τα πράγματα;», του είπε ο σοφός.
«Χάλια, αφέντη μου, δεν είναι που τρώει χώρο ο γάιδαρος, κλωτσάει κιόλας, αλλά και κατουράει και γέμισε σβουνιές την καλύβα. Τι να κάνω;».
«Πάρε μέσα και το γουρούνι», του είπε ο πονηρός θυμόσοφος.
Εφυγε ο χωρικός, έβγαλε το γουρούνι από τη γούρνα του, έσκαψε έναν λάκκο στη μέση της καλύβας, τον γέμισε νερό και περιέφραξε τον χώρο με σανίδες και παπλώματα. Από εκείνη την ημέρα, η μητέρα, η γυναίκα και ο πεθερός του φτωχού κοιμόντουσαν με βάρδιες γιατί τόπος δεν περίσσευε.
Οπως συνήθιζε, ο χωρικός επισκέφθηκε τον σοφό της κοινότητας: «Ε, πώς είναι η κατάσταση τώρα, βελτιώθηκαν τα πράγματα;», του είπε.
«Αδιαχώρητο, αφέντη μου, και εκτός των άλλων ο λάκκος με το γουρούνι γέμισε και ποντίκια».
«Κότες έχεις;», ρώτησε ο σοφός και έμπειρος γκουρού.
«Εχω τρεις κοτούλες, πέντε κοτοπουλάκια και έναν κόκορα».
«Βάλ' τα όλα μέσα».
Εφυγε ο δύστυχος χωρικός και εκτέλεσε τη συνταγή του σοφού της κοινότητας. Και ο μεν κόκορας πήγε και στάλιασε ψηλά κοντά στο πάτερο της καλύβας, οι κότες όμως πανικόβλητες πήδαγαν εδώ κι εκεί, κακάριζαν, φτεροκοπούσαν και κουτσουλούσαν όπου έβρισκαν. Στην επίσκεψη που έκανε ο φτωχός χωρικός στον Χότζα σχεδόν έκλαιγε, διότι πια οι περισσότεροι της οικογένειας δεν είχαν τόπο να ξεραθούν τη νύχτα.
«Το σκυλί πού είναι;», είπε ο Χότζας.
«Εξω αφέντη μου, μας φυλάει από τους κλέφτες».
«Τι να σου κλέψουν, έρμε;», είπε ο Χότζας. «Ολα τα ζωντανά είναι μέσα. Βάλε μέσα και το σκυλί».
Μπήκε μέσα και ο γκέκας και άρχισε να γαβγίζει το γουρούνι που δεν χώνευε και να κυνηγάει τις κότες που πετάριζαν.
Απελπισμένος ο χωρικός πήγε στον Χότζα. «Δεν είναι ζωή αυτή», του είπε, «κανένας δεν μπορεί να κοιμηθεί, το φαΐ λιγόστεψε, τα ζώα υποφέρουν και βρωμάνε. Κάνε κάτι να σωθεί η φαμίλια μου, σοφέ μου άνθρωπε».
«Πήγαινε και βγάλε απόψε τον απόπατο, αύριο βγάλε το γαϊδούρι κι έλα να μου πεις πώς πάνε τα πράγματα».
Γύρισε χαρούμενος ο φτωχός έβγαλε έξω τη βούτα, ξαναέδεσε το γαϊδούρι στην ποτίστρα. Εκείνο το βράδυ τα γερόντια πήραν με βάρδιες των τριών ωρών έναν υπνάκο, ανάμεσα σε κότες, γουρούνι και ποντικούς. Πηδώντας έφτασε στον γέροντα σοφό της κοινότητας ο χωρικός: «Πολύ καλύτερα τα πράγματα, κάπως ξαλαφρώσαμε».
«Ωραία, βγάλε απόψε και το γουρούνι».
Ξαναπήγε τρισευτυχισμένος: «Εφυγαν και τα ποντίκια», είπε στον σοφό.
«Ωραία, βγάλε τώρα κότες, κοτόπουλα και κόκορα κι έλα να μου πεις τα χαμπέρια».
Ηρθε χορεύοντας ο φτωχός. «Λοιπόν, πώς αισθάνεστε τώρα;».
«Παράδεισος, απόλυτη ησυχία, άνεση, ευρυχωρία, ανασάναμε, βρε αδελφέ».
«Είδατε που είσαστε πλεονέκτες; Δεν σας άρεσε ο τρόπος που ζούσατε, θέλατε να λάβουμε μέτρα. Και είδατε τι πάθατε. Μωρέ χαρείτε το καλύβι σας κι αφήστε τα όνειρα για καλύτερη ζωή».
Ο φτωχός χωρικός γύρισε στο καλύβι του, στη γυναίκα του, τα παιδιά του και τους γονείς και πεθερικά και ευχαριστούσε τον Θεό που είχε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του, ένα γάιδαρο, ένα γουρούνι, λίγες κοτούλες και τον απόπατο στο ύπαιθρο. Και κάθε τόσο μονολογούσε: ανάθεμα τα μέτρα και οι σοφοί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου