Ο κρούων τον κώδωνα μέχρι θανάτου


«Δεν ξέρουμε να ζήσουμε με τον ιδρώτα του προσώπου μας. Για ν’ αποκτήσει κανείς μια γνώμη χρειάζονται προσωπικός μόχθος, προσωπική πρωτοβουλία και προσωπική πείρα. Δωρεάν δεν αποκτάς τίποτα. Μονάχα σαν μοχθήσουμε θα μπορέσουμε να ’χουμε τη γνώμη μας. Μα επειδή ποτέ δεν θα μοχθήσουμε, γνώμες θα ’χουν μονάχα εκείνοι που δούλευαν έως τα τώρα για λογαριασμό μας, δηλαδή η Ευρώπη, οι Γερμανοί [...] Εξάλλου η χώρα μας είναι μια μεγάλη παρεξήγηση έτσι που μόνοι μας, χωρίς τους Γερμανούς και χωρίς μόχθο, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να τη λύσουμε».
Αυτά υποστήριζε, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Στεπάν Τροφίμοβιτς, ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες των «Δαιμονισμένων», ο οποίος αποδίδει όλα τα κακά της τσαρικής Ρωσίας στην οκνηρία του λαού της και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, καλώντας τους συμπατριώτες του να εργαστούν: «Αφιέρωσα τη ζωή μου σ’ αυτή την κωδωνοκρουσία κι είχα την ηλιθιότητα να πιστεύω ότι θα το πετύχω. Τώρα πια δεν το πιστεύω, τον κώδωνα όμως τον κρούω και θα τον κρούω μέχρι θανάτου. Θα τραβάω το σκοινί της καμπάνας, ώσπου να ηχήσει για τη νεκρώσιμη ακολουθία μου».

Αρκετοί ελληνικοί κλώνοι του Στεπάν Τροφίμοβιτς κρούουν μετά μανίας τον κώδωνα και μεθούν από τον εκκωφαντικό προειδοποιητικό του ήχο. Δεν υποστηρίζουν ότι για τα εγχώρια δεινά φταίει η εθνική οκνηρία μας, αλλά το γεγονός ότι κάποτε δανειζόμαστε και ξοδεύαμε ασύστολα, θέλαμε όλοι να διοριστούμε στο Δημόσιο, δεν κόβαμε και δεν ζητούσαμε αποδείξεις, επιβιώναμε βολεμένοι μες στην τσαπατσουλιά και βλέπαμε με καχυποψία κάθε αλλαγή. Αφού δεν παράγουμε τίποτα, αφού βλέπαμε τη γη μόνο σαν αξιοποιήσιμο οικόπεδο, είναι φυσικό, μας λένε, να τραβάμε αυτά που τραβάμε. Επομένως, ας δεχτούμε την «περιορισμένη εθνική κυριαρχία», όπως έχουν πει οι κύριοι Γιουνκέρ και Σόιμπλε, και, αφού μας γονατίσουν οι περικοπές, οι φόροι και οι έκτακτες εισφορές, αφού γίνουμε ανταγωνιστικοί, θα κατακτήσουμε κι εμείς το δικαίωμα στη γνώμη.

Μόνον ένας ανόητος θα υποστήριζε ότι υπάρχουν αναλογίες ανάμεσα στη Ρωσία του Ντοστογιέφσκι και τη σημερινή Ελλάδα. Ωστόσο, ο «κρούων τον κώδωνα» ως ανθρώπινος τύπος, που ποζάρει σαν μικρός μεσσίας και κάτοχος της μίας και μοναδικής αλήθειας, της αλήθειας την οποία «έχει ανάγκη ο τόπος», ζει ανάμεσά μας, ζει και ρητορεύει, ενώ άλλοτε είναι εκπρόσωπος της εξουσίας και άλλοτε βρίσκεται στις παρυφές της. Η αλήθεια ιδιωτικοποιείται, ανήκει στους λίγους εκλεκτούς που ξέρουν ποιο είναι το καλό της πατρίδας και έχουν αναλάβει το ρόλο του σωτήρα της. Ασφαλώς έχουμε δικαίωμα στη γνώμη, αρκεί αυτή να ταυτίζεται με εκείνη των ισχυρών. Αν είναι αντίθετη, αυτό σημαίνει είτε ότι ζούμε μες στη μούχλα του παρελθόντος είτε ότι ποντάρουμε στη χρεοκοπία της χώρας.

Μια κεφαλαιώδης διαφορά ανάμεσα στον λογοτεχνικό Στεπάν Τροφίμοβιτς και τους σύγχρονους κωδωνοκρούστες είναι ότι ο πρώτος ζητούσε από τους Ρώσους να εργαστούν, να μοχθήσουν, ενώ οι δεύτεροι μας ζητούν να μάθουμε να επιβιώνουμε χωρίς να εργαζόμαστε, αφού στόχος μας είναι «ένας εργαζόμενος ανά οικογένεια», όπως είπε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη ο κ. πρωθυπουργός. 

Ο μόχθος δεν ταυτίζεται με την τίμια εργασία, με τον ιδρώτα του προσώπου και την προσπάθεια του νου, αλλά είναι μια αρετή που αναπτύσσεται σε κενό κοινωνίας και αέρος, ενώ ο ικανός για εργασία δεν ταυτίζεται με τον έχοντα εργασία. Επομένως, σε αντίθεση με ό, τι υποστήριζε ο ντοστογιεφσκικός ήρωας, γνώμη δεν θα έχουν όσοι μοχθούν, αλλά όσοι υπομένουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου