ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Aπ τη αυτάρκεια στην δολοφονία της γεωργικής οικονομίας με επιδοτήσεις 49 δισ. !!!

Της Μαρίας Γιουρουκελη

Παρότι, η ελληνική γεωργία είναι σε θέση να παράγει προϊόντα μοναδικής ποιότητας και ποικιλίας, διεθνώς αναγνωρίσιμα, απαξιώθηκε μέσα από μια πολιτική που επί δεκαετίες χαρακτηρίστηκε από την κακοδιαχείριση, την επιδοματική λογική, την αμυντική προσέγγιση. Για την επταετία 2014-2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοιμάζει προτάσεις, οι οποίες κινούνται στην κατεύθυνση της δραματικής μείωσης των γεωργικών δαπανών. Περισσότερα από 40 δισ. ευρώ έχουν εισρεύσει στη χώρα μας την τελευταία δεκαπενταετία από το Γεωργικό Ταμείο της Κοινότητας, ωστόσο παρά τα τεράστια ποσά που έχουν δοθεί στην ελληνική γεωργία, αυτή συνεχίζει να αποδυναμώνεται.

Αλλο ένα ελληνικό παράδοξο, αφού παρά τη σημαντική αυτή εισροή κεφαλαίων τα προβλήματα στον αγροτικό τομέα παραμένουν. Ενδεικτικό είναι ότι το ελληνικό αγροτικό εισόδημα έχει υποστεί τα τελευταία 8 χρόνια μείωση περί το 20%, όταν στην Ε.Ε. έχει κατά μέσο όρο αυξηθεί κατά 11%. Και η ελληνική ανταγωνιστικότητα συνεχώς υποβαθμίζεται με το αυξανόμενο έλλειμμα στο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο. Σήμερα το 70% των αγροτικών προϊόντων της διατροφής των Ελλήνων εισάγονται, ενώ πριν από μία 30ετία η εγχώρια παραγωγή κάλυπτε το 90% των αναγκών.

Το 2010 η χώρα πλήρωσε 6 δισ. ευρώ για εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, εκ των οποίων το ένα τρίτο ήταν οι δαπάνες για κρέατα, γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι με πιο ορθολογική διαχείριση θα μπορούσαν οι εισαγωγές να καλυφθούν από εγχώρια παραγωγή.

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 11% την περίοδο 1999-2009, αποτυπώνοντας την εντεινόμενη απώλεια ανταγωνιστικότητας του τομέα. Την ίδια ώρα, που τα εισαγόμενα τρόφιμα «εισβάλλουν» στην Ελλάδα, μεγάλες εκτάσεις γης στη χώρα παραμένουν ακαλλιέργητες. Κατά τα άλλα η Ελλάδα είναι μία κατεξοχήν αγροτική χώρα που εξακολουθεί και σήμερα να παίρνει από την Ε.Ε. αγροτικές ενισχύσεις που ξεπερνούν το 1% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της, κάτι που αποτελεί το συγκριτικά υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στις χώρες-μέλη, όπως και τις υψηλότερες στην Ε.Ε. ενισχύσεις ανά μονάδα καλλιεργούμενης έκτασης, με ένα ποσό που ξεπερνά τα 60 ευρώ ανά στρέμμα.

Με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, οι κοινοτικές ενισχύσεις συμμετέχουν με 40% στο αγροτικό εισόδημα με βασικό τους κορμό την ενιαία ενίσχυση (ΚΑΠ 2006) που υπολογίζεται περί τα 3 δισ. ευρώ το χρόνο, τα ειδικά καθεστώτα και τις συνδεδεμένες ενισχύσεις που δεν υπερβαίνουν τα 500 εκατ. ευρώ το χρόνο και το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας 2007-2013 το συνολικό ύψος του οποίου υπολογίζεται περί τα 5,5 δισ. ευρώ.

Ένας αγρότης που είναι ενταγμένος στο σύστημα των επιδοτήσεων, παίρνει κάθε Χριστούγεννα το λεγόμενο «τσεκ» που αφορά τις εξασφαλισμένες μέχρι το 2012 επιδοτήσεις, είτε καλλιεργήσει είτε όχι, ο μέσος όρος του οποίου υπολογίζεται περί τα 55 ευρώ το στρέμμα. Πρόκειται για τα δικαιώματα που προέκυψαν από το τι παρήγαγαν οι αγρότες τα προηγούμενα χρόνια και όχι με βάση τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Δεύτερη πηγή εσόδων είναι η εμπορική αξία των προϊόντων που καλλιεργεί, η οποία βέβαια διαφέρει από χρόνο σε χρόνο. Λόγω της συμπίεσης των τιμών σε αρκετά προϊόντα, αρκετές φορές τα έσοδα αυτά δεν αρκούν για να καλύψουν ούτε καν το κόστος παραγωγής. Επίσης, για ορισμένες καλλιέργειες, υπάρχει μια επιπλέον πηγή εσόδων που προκύπτει από πρόσθετες κοινοτικές ενισχύσεις. Στην περίπτωση των βαμβακοπαραγωγών π.χ. είναι η επιδότηση που αντιστοιχεί στο 35% της ετήσιας παραγωγής τους.

Το τέλος της στήριξης
Το βέβαιο είναι ότι η απόλυτη στήριξη της ευρωπαϊκής γεωργίας που διαρκεί τα τελευταία 40 χρόνια βαδίζει προς το τέλος της. Το καθεστώς των ενισχύσεων για τα αγροτικά προϊόντα απλοποιείται, διαδικασία η οποία έχει ξεκινήσει με την αναθεώρηση Φίσλερ το 2003, συνεχίστηκε με τις αλλαγές στις ΚΟΑ Οπωροκηπευτικών και Ζάχαρης το 2006 και αναμένεται να ολοκληρωθεί με την Κοινή Αγροτική Πολιτική που θα ισχύσει μετά το 2013, της οποίας οι βασικές αρχές απασχολούν ήδη τις αρμόδιες κοινοτικές αρχές.Έτσι για την επταετία 2014-2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοιμάζει προτάσεις, οι οποίες κινούνται στην κατεύθυνση της δραματικής μείωσης των γεωργικών δαπανών.

Το 2008 οι γεωργικές δαπάνες, που στη συντριπτική πλειονότητά τους έχουν τη μορφή των εισοδηματικών ενισχύσεων στους Ευρωπαίους παραγωγούς, ανήλθαν σε 57 δισ. ευρώ ή 47% του κοινοτικού προϋπολογισμού.

Μετά το 2014 θα περιοριστούν σημαντικά και το σχέδιο που προωθείται είναι η μερική επανεθνικοποίηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, που σημαίνει ότι το 50% των ενισχύσεων θα κληθούν να το καταβάλουν τα κράτη - μέλη. Βέβαια κάτι τέτοιο για τη χώρα μας υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο.

Τιμές
Ωστόσο, η επιλογή της μείωσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων σε τέτοιο βαθμό που να καταστούν ανταγωνιστικές με το διεθνές περιβάλλον από τη μία πλευρά, η κατάργηση των ενισχύσεων από την άλλη, αλλά και η ταυτόχρονη απαγόρευση στις εθνικές κυβερνήσεις για άμεσες ενισχύσεις των προϊόντων, θα οδηγήσουν τις λιγότερο αποδοτικές εκμεταλλεύσεις στην εξαφάνισή τους και στη μαζική αποχώρηση από τη γεωργία.

Βέβαια, αν τα προβλήματα της ελληνικής γεωργίας μπορούσαν να λυθούν με έκτακτες εισοδηματικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις, θα είχαν ήδη λυθεί από τις «χρυσές» δεκαετίες του ΄80 και του ΄90, γεγονός που δείχνει ότι κάτι συνεχίζει να πηγαίνει στραβά.

Μάλιστα, τα προγράμματα για την αγροτική οικονομία και τους αγρότες, «εξαντλούνται» στη λογική του αντιπολιτευτικού λόγου, ενώ όταν έλθει η ώρα των προτάσεων, η ανέξοδη μεγαλοστομία είναι το κυρίαρχο στοιχείο με γενικόλογες αναφορές του τύπου: «Ριζική ανασυγκρότηση του υπουργείου Γεωργίας» ή «Οργανική διασύνδεση και συνεργασία των αγροτικών εκμεταλλεύσεων με τις επιχειρήσεις του ευρύτερου αγροτικού»...Αναδιοργάνωση του συστήματος στήριξης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων» κ.ο.κ. 

Παρότι, η ελληνική γεωργία είναι σε θέση να παράγει προϊόντα μοναδικής ποιότητας και ποικιλίας, διεθνώς αναγνωρίσιμα, απαξιώθηκε μέσα από μια πολιτική που επί δεκαετίες χαρακτηρίστηκε από την κακοδιαχείριση, την επιδοματική λογική, την αμυντική προσέγγιση.

Υπήρχαν βέβαια και οι αντικειμενικές δυσκολίες, όπως π.χ. τα πλαφόν παραγωγής (γάλα, πελτές, κ.λπ.) και η αντιαγροτική πολιτική της ΕΟΚ (π.χ. πλήρωναν επιδοτήσεις για τις χωματερές και όχι για την αγορά), η οποία ενσωματώθηκε από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα.

Χάσαμε την αυτάρκεια
Έτσι, η χώρα έχασε την αυτάρκειά της σε σιτηρά, ζάχαρη, όσπρια κ.λπ, ενώ διογκώθηκε το μεγάλο χρέος! Σήμερα, για παράδειγμα, η παραδοσιακή ελληνική φασολάδα, αποτελείται κατά το ήμισυ σχεδόν από εισαγόμενα φασόλια, αφού σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το 46% των αναγκών καλύπτεται από εισαγωγές. Τα ποσοστά μειώνονται ακόμη περισσότερο όσον αφορά το κρέας, αφού οι Έλληνες κτηνοτρόφοι καλύπτουν μόλις το 34% των αναγκών της ελληνικής αγοράς σε μοσχαρίσιο κρέας και το 40% σε χοιρινό. Στο μεταξύ, παράγοντες του γεωργικού εμπορίου επισημαίνουν ότι η χώρα δεν διαθέτει επιθετική πολιτική εξαγωγών και τονίζουν ότι όσα δαπανά η Ελλάδα για την προώθηση όλων των αγροτικών της προϊόντων σε όλες τις αγορές του εξωτερικού δαπανά η Ισπανία μόνο για το ελαιόλαδο, μόνο σε μία χώρα.

Εμπορικό ισοζύγιο
Ωστόσο, χαραμάδα αισιοδοξίας ανοίγει το γεγονός ότι το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου των αγροτικών προϊόντων κατά το 11μηνο (πλην Δεκεμβρίου) του 2010 μειώθηκε κατά 20% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2009.

Κι αυτό, καθώς λόγω της ύφεσης μειώθηκαν 4,7% οι εισαγωγές, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν 4,2% οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων. Το έλλειμμα δηλαδή από 2,2 δισ. ευρώ το 2009 μειώθηκε το 2010 σε 1,76 δισ. ευρώ. Μάλιστα στους στόχους που θέτει ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Κ.Σκανδαλίδης είναι μέσα στο 2011 το έλλειμμα να μειωθεί κάτω από το 1 δισ. και συνολικά το ισοζύγιο στις εισαγωγές-εξαγωγές αγροτικών προϊόντων να γίνει θετικό μέχρι το 2013 που τελειώνει η ισχύουσα Κοινή Αγροτική Πολιτική.

ΗΜΕΡΗΣΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου