ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Oι χαμηλόμισθοι έχτισαν το οικονομικό θαύμα (Economic Miracle Eludes Germany’s Lowest-Paid)


Τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας και οι σταθεροί αναπτυξιακοί ρυθμοί παρά την παγκόσμια ύφεση, κατέστησαν τη Γερμανία αξιοζήλευτη μεταξύ των Ευρωπαίων εταίρων της. 

Πίσω από το λεγόμενο γερμανικό οικονομικό θαύμα, όμως, κρύβεται κατώτερη τάξη χαμηλόμισθων εργαζόμενων, που όχι μόνο επωφελήθηκαν ελάχιστα από τη σταθερότητα της χώρας, αλλά υπέστησαν και συρρίκνωση μισθών την τελευταία δεκαετία. Την ίδια στιγμή, η κυβερνητική πολιτική, που ευνοεί τους χαμηλούς μισθούς για να αποθαρρύνει τη φυγή επιχειρήσεων στο εξωτερικό, εγγυάται ότι οι αμοιβές των εργαζομένων αυτών δεν πρόκειται να αυξηθούν. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι αυτοί θα συνεχίσουν να εξαρτώνται από κοινωνικά βοηθήματα, επιβαρύνοντας τους φορολογούμενους με δισ. ευρώ κάθε χρόνο. 

Το παράδοξο αυτό φαινόμενο οφείλεται εν μέρει στην απουσία ομοσπονδιακά νομοθετημένου κατώτατου μισθού, αλλά και σε πρόσφατες πολιτικές πρωτοβουλίες, με στόχο τη διατήρηση της ανεργίας σε χαμηλά επίπεδα. Ενώ οι αμοιβές των Γερμανών που αμείβονται με 3.400 ευρώ τον μήνα σημείωσαν σχετική αύξηση μεταξύ 2000 και 2010, τα καθαρά εισοδήματα όσων εξασφαλίζουν 960 ευρώ ή λιγότερα τον μήνα, υποχώρησαν κατά 10%, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου DIW.

Παρά τις παγκοσμίως προσπάθειες της Γερμανίας να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, που διατηρήθηκε κατά μέσο όρο στο 1,7% τη δεκαετία 2000-10, ολοένα και περισσότεροι χαμηλόμισθοι Γερμανοί αναφέρουν ότι αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Τα κρατικά βοηθήματα, στα οποία πολλοί Γερμανοί βασίζονται για να συμπληρώσουν το πενιχρό εισόδημά τους, και περιλαμβάνουν επιδότηση ενοικίου, κοστίζουν στους φορολογούμενους 11 δισ. ευρώ ετησίως.

Το χάσμα αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στη συνοικία του Μίτε στο Βερολίνο. Η εύπορη γειτονιά στο κέντρο της πρωτεύουσας, είναι γεμάτη καλαίσθητα κυβερνητικά κτίρια και καλά εστιατόρια. Ενα βροχερό καλοκαιρινό πρωινό, μόλις δέκα λεπτά από τη λαμπρότητα της λεωφόρου «Ούντερ ντεν Λίντεν», εκατοντάδες φτωχικά ντυμένοι πολίτες σχημάτισαν ουρά στο γραφείο απασχόλησης της περιοχής. Ορισμένοι βρίσκονταν εκεί αναζητώντας εργασία, άλλοι για να εισπράξουν κοινωνικό βοήθημα και άλλοι πάλι ως συνοδοί φίλων τους. Η 63χρονη Μαρία Μίλερ, εργάζεται σε γηροκομείο της πρωτεύουσας, που ειδικεύεται σε αναπήρους. «Ο ακαθάριστος μισθός μου είναι 900 ευρώ. Δεν μου έχει δοθεί αύξηση από το 2002. Παρά όσα λέει η κυβέρνηση για την καλή κατάσταση της οικονομίας μας, δυσκολεύομαι να τα βγάλω πέρα», λέει η Μαρία, ενώ περιμένει φίλη της.

Σύμφωνα με το ινστιτούτο εργασίας της Γερμανίας, 1,37 εκατομμύρια εργαζόμενοι εξαρτώνται από κοινωνικά βοηθήματα. «Σκεφτείτε τους 358.000 ανθρώπους από αυτούς τους δικαιούχους βοηθημάτων, που εργάζονται σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Αυτό σημαίνει ότι αδυνατούν να ζήσουν με το εισόδημά τους. Τα ημερομίσθιά τους είναι υπερβολικά χαμηλά. Δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αναζητήσουν κρατική βοήθεια», λέει ο ειδικός εργασιολόγος Χέλμουτ Ρούντολφ.

Η απουσία κατώτατου μισθού οφείλεται επίσης στην ισχύ των γερμανικών εργατικών συνδικάτων, που επέτρεψαν στο κράτος να μείνει εκτός μισθολογικών διαπραγματεύσεων. Το σύστημα αυτό συνεχίζει να λειτουργεί στον κατασκευαστικό τομέα και τη χημική βιομηχανία, όπου η πλειοψηφία των εργαζομένων ανήκουν σε συνδικάτα. Στις οικοδομές της Γερμανίας, ακόμη και ο ανειδίκευτος εργάτης εξασφαλίζει τουλάχιστον 11 ευρώ την ώρα. Αλλοι τομείς αντιμετωπίζουν, όμως, προβλήματα. Τα τελευταία επτά χρόνια, το ένα τρίτο των επιχειρήσεων υπαναχώρησαν από τις συλλογικές συμβάσεις που είχαν υπογράψει με σωματεία.

Οι χαμηλότεροι μισθοί συναντώνται στον τομέα των υπηρεσιών, με τις κομμώτριες να αμείβονται με 4 ευρώ την ώρα και τους αρτοποιούς με 5,5 (640 ευρώ τον μήνα). Παρά ταύτα, ο μέσος μηνιαίος μισθός στη χώρα παραμένει στα 2.366 ευρώ. Οι εργοδότες υποστηρίζουν ότι η επιβολή κατώτατου μισθού θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα, αν και οικονομολόγοι διατείνονται ότι μια άνοδος των χαμηλότερων μισθών θα προσείλκυε νέους εργαζόμενους, που προτιμούν σήμερα τα κοινωνικά βοηθήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου