Ιούλιος 1943. Δυσοίωνα νέα έφταναν για το χωριό μας σύμφωνα με τα οποία οι Γερμανοί, υπό τον τότε Διοικητή του Γερμανικού σώματος Στρατού Λάντς, από τα Γιάννενα περνώντας τα Δωδωνοχώρια, είχαν φτάσει στη Ζόριστα (Πεντόλακκο), την οποία βρήκαν έρημη από τους κατοίκους που πρόλαβαν και κρύφτηκαν. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, σειρά είχε το χωριό μας. Φοβισμένοι οι κάτοικοι του Μαχαλά έσπευσαν να αναζητήσουν καταφύγιο στη θέση «Σπιθάρι», τον τόπο όπου και παλιότερα, επί τουρκοκρατίας, έβρισκαν ασφαλή για να γιορτάσουν την Ανάσταση, χωρίς οι Τούρκοι να τους αντιληφθούν.
Την 24η Ιουλίου 1943 ανηφόρισαν από τον δρόμο Άρτας-Ιωαννίνων περί τα 30-50 στρατιωτικά Γερμανικά αυτοκίνητα. Την ίδια ημέρα γερμανικό αεροπλάνο, εκτελώντας χαμηλή πτήση πάνω από το χωριό, πετούσε προκηρύξεις, γραμμένες στα ελληνικά, που καλούσαν τους κατοίκους του χωριού μας για να μη φύγουν από τα σπίτια τους. Περνώντας πάνω από τη θέση «Σπιθάρι» άφησε μαύρους καπνούς, άγνωστο για πιο λόγο, πιθανό για να προσδιορίσει τη θέση των κρυμμένων συγχωριανών μας.
25η Ιουλίου ημέρα Κυριακή και ώρα 9η πρωινή. Η Γερμανική συντονισμένη επίθεση γίνεται από τέσσερα περιφερειακά σημεία, με τέσσερις ομάδες στρατού και με απώτερο στόχο να αποκλειστεί εντελώς η έξοδος από το χωριό.
Η πρώτη ομάδα πέρασε από τη σημερινή Νέα Μουσιωτίτσα-τότε δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί ο οικισμός αυτός-προχώρησε στη Φούριζα, στο Κοστέκι, στη Λέθμη, στη Σεστρίγλα και κατέληξε στο Κουκλέσι. Το διάβα τους από τη Φούριζα, άφησε νεκρό τον Κων/νο Δήμο, που είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι ο πρώτος νεκρός. Έτρεξε να κρυφτεί κοντά σε μία βρύση, αλλά δεν στάθηκε τυχερός, οι Γερμανοί τον είδαν και δίχως δεύτερη σκέψη τον εκτέλεσαν.
Η δεύτερη ομάδα πέρασε από το Μαχαλά(Άνω Μουσιωτίτσα). Στη θέση Γκούρι συνάντησαν τον Αναστάσιο Δόση, το Νικόλαο Δόση και το Γεώργιο Κότσιο, οι οποίοι από το φόβο τους στη θέα των Γερμανών, τους προσέφεραν γάλα από τα πρόβατά τους. Η γερμανική απάντηση ήταν η σύλληψή τους και η μεταφορά τους στο Σπιθάρι. Προχώρησαν στο Σιουργέλι, στη Σιάλιζα και από κει μέσα στο χωριό-σημερινή Κάτω Μουσιωτίτσα, όπου έκαψαν σπίτια και άρπαξαν ζωντανά.
Η Ευθυμία Σταύρου, «δασκαλίνα», ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να ξεχάσει όσα εκείνη την ημέρα έζησε: Οι Γερμανοί μπήκαν στο σπίτι και με τα όπλα πέταξαν κάτω το γίκο, ανακάτεψαν τα ρούχα της κασέλας, ψάχνοντας για όπλα. Όπλα δε βρήκαν και πήραν το δάσκαλο Σταύρο Σταύρου αιχμάλωτο. Στην πορεία τους συνέλαβαν συνολικά 45 άτομα, τους οποίους εξέτασαν προσεκτικά στους ώμους και στα πόδια ερευνώντας για σημάδια που αφήνουν τα στρατιωτικά σακίδια και οι αρβύλες. Το γερμανικό αυτό τμήμα προχώρησε μαζί με τους αιχμαλώτους στην Κονσταντίστα και κατάληξη είχε τη Βούλιστα παναγιά. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι Γερμανοί επεφύλασσαν διαφορετική μεταχείριση στους κατοίκους του χωριού μας, έδειχναν για παράδειγμα τρομερή σκληρότητα και αβάσταχτη βιαιότητα σε όσους ήταν ξανθοί, πιστεύοντας πως είναι Εγγλέζοι.
Η τρίτη ομάδα, αποτελούνταν από επίλεκτα μέλη των ΕΣ-ΕΣ της ορεινής μεραρχίας «Εντελβάις», υπό τον αρχιδήμιο Ζάλμιγκερ. Στην ουσία αυτό ήταν το εκτελεστικό απόσπασμα των γερμανών. Το τμήμα αυτό εισέβαλε στο Μαχαλά, κατέκαψε αδιάκριτα ανθρώπους και σπίτια. Πίσω του άφησε μόνο στάχτη. Στο Σιεσφρούγγου σκοτώνουν τη Γιωργοκώσταινα που ήταν με τη γριά Κυράννα, η οποία μετέφερε στη ράχη της την ανήλικη εγγονούλα της, που παρά το νεαρό της ηλικίας της βρήκε τραγικό θάνατο μπροστά στα μάτια της τραυματισμένης γιαγιάς της.
Στο Μετσίτι βρήκαν τα νεαρά (9 μόλις ετών τότε) ξαδέλφια Νικόλαο Αναγνώστου και Βασίλειο Αναγνώστου, που έβοσκαν τα πρόβατά τους. Τα παιδιά μικρά καθώς ήταν, δίχως αίσθηση του κινδύνου, δεν άκουσαν την συμβουλή του κρυμμένου μπάρμπα-Φώτη Μπάρκα και του κυρ-Θανάση του Αναστάση να κρυφτούν και εκείνα, αντίθετα χοροπηδούσαν και κορόιδευαν, ατρόμητα στην άγνοιά τους για το τι τα περίμενε. Η ριπή του πολυβόλου θέρισε την τρυφερή ζωούλα του Βασίλη, ενώ ο Νίκος φέρει το σημάδι της πληγής στο πρόσωπό του. Στη θέα του τραυματισμένου παιδιού, οι δύο μεγαλύτεροι σάστισαν τόσο πολύ, που ο ένας προέτρεπε τον άλλον να τον αποτελειώσει για να μην υποφέρει. Ο μικρός Νίκος έμεινε εκεί αιμόφυρτος μέχρι το βράδυ, κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει, πίστευαν ότι είχε πεθάνει. Η ανυποψίαστη μητέρα του έλειπε από το πρωί στο μύλο. Όπως η ίδια έλεγε το πρωϊ εκείνης της ημέρας έβλεπε από το μύλο να αντιφεγγίζουν στον ήλιο οι παλάσκες και τα φονικά σίδερα των Γερμανών από την πλαγιά της Μπιτέρας. Το βραδάκι η γιαγιά του, η γριά Νικόλαινα Αναγνώστου, τον κατέβασε στο χωριό, μισοπεθαμένο.
Το τμήμα αυτό λοιπόν συνέχισε ακάθεκτο την πορεία τους προς το Σπιθάρι-όπου βρίσκονταν τα θερινά βοσκοτόπια και οι στάνες του Δημητρίου Δήμου-όπου προφανώς πίστευαν ότι ήταν κρυμμένες οικογένειες ανταρτών, αρπάζοντας άλλους από τα αλώνια που αλώνιζαν ή λίχνιζαν το στάρι-και εκείνη τη χρονιά όπως έλεγαν ήταν πλούσια η σοδειά-άλλους από τη στρούγγα, το ζύμωμα ή το ψήσιμο του ψωμιού, συγκεντρώνοντας του νοικοκυραίους από τα σπιτοκάλυβά τους που προετοιμάζονταν για το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής της επόμενης ημέρας. Ερεύνησαν τα καλύβια για όπλα και στη συνέχεια τα έκαψαν.
Στη γραμμή τους έβαλαν, τον ένα δίπλα στον άλλον, 78 άτομα συνολικά, αδιακρίτως φύλλου και ηλικίας. Διάλεξαν καμιά 15αριά από τους γερούς και νέους, ανάμεσα στους οποίους και το Νέστορα Κολιό, δεν δίστασαν να χωρίσουν τον 6χρονο Ιωάννη Γκόγκα από τον πατέρα του, τους φόρτωσαν και τους διέταξαν να προχωρήσουν, σ΄ αυτούς η τύχη χαμογέλασε μόνο και μόνο γιατί οι Γερμανοί χρειάζονταν υποζύγια. Οι υπόλοιποι έμειναν εκεί ο ένας δίπλα στον άλλον, κατά μήκος ενός δέματος του χωραφιού του Νακητάκη(Δημήτριου Δήμου), οι γυναίκες με τα παιδιά στην αγκαλιά, μωρά αχρόνιαγα, οι γέροι με τις μαγκούρες, γριές με λιοκαμμένα πρόσωπα και βαθιά αυλακωμένα μάγουλα από τις ρυτίδες και γυρτές ράχες από την κούραση, ακόμα και νιόπαντρες με τον καλό τους δίπλα που δεν μπορούσαν μπροστά στο φόβο ούτε το χέρι του να αδράξουν και νιόγαμπροι και αυτοί ανήμποροι να γυρίσουν το βλέμμα τους, γιατί ένιωθαν πως δεν μπορούσαν καθόλου το ταίρι τους να υπερασπίσουν μπροστά στο αδηφάγο θηρίο, οι αρραβωνιασμένοι είδαν τα όνειρά τους να σβήνουν και να χάνονται να σκορπίζουν κάτω στις φρεσκοθερισμένες καλαμιές και στη θρούμη…Όλοι τους εκεί, χωρίς διαμαρτυρία, χωρίς να ζητήσουν εξηγήσεις, ξαπλώθηκαν χάμω..
Επέζησαν δύο, ένα 6χρονο παιδί, ο Ιωάννης Γκόγκας, το οποίο σώθηκε χάρη στη μητέρα του, που στην απόγνωσή της έκρυψε το μικρό γιο της κάτω από το συγγούνι της, κατά δική του μαρτυρία, και ένας 19χρονος ο Κων/νος Αναστασίου. Ο μικρός Ιωάννης Γκόγκας έμεινε ανάμεσα στα πτώματα, νοιώθοντας κοντά του νεκρή τη μάνα του, μέχρι το απόγευμα, οπότε τον βρήκαν ο Γεώργιος Τάσσης και ο Βασίλειος Νότης. Ήταν μοιραίο να γνωρίσει σε τόσο τρυφερή ηλικία την πιο σκληρή και απάνθρωπη όψη του πολέμου. Παγωμένο πια το χέρι της μάνας του δεν μπορούσε να του μεταδώσει τη θέρμη της αγάπης της, να καταλαγιάσει το κλάμα και να νικήσει κάθε φόβο, του είχε ωστόσο χαρίσει δύο φορές της ζωή.
Ο Κωνσταντίνος Αναστασίου περιγράφει με λεπτομέρειες στιγμή προς στιγμή τα γεγονότα της ημέρας εκείνης. Μόλις οι Γερμανοί έφτασαν στο Σπιθάρι, όσοι δεν ήταν κρυμμένοι τους προσέφεραν φαγητό (γάλα, αυγά και ό,τι άλλο είχαν) σε μια προσπάθεια να τους «καλοπιάσουν». Κανείς τους δεν άγγιξε τίποτα. Διέταξαν τη συγκέντρωση όλων κατά μήκος του δέματος και προετοιμάζονταν για την εκτέλεση. Ένας από τους πολυβολητές διεπληκτίσθηκε έντονα με τον ανώτερο του αξιωματικό και γυρίζοντας το πολυβόλο του προς το Κουκλέσι άρχισε να πυροβολεί, αδειάζοντάς το στον αέρα και εγκατέλειψε τρέχοντας προς τους προπορευόμενους Γερμανούς που έφευγαν με τους αιχμαλώτους. Ευαίσθητος και ρομαντικός; Κανείς δεν ξέρει. Σίγουρα όμως άνθρωπος που δεν μπορούσε να αφαιρέσει έτσι άδικα ζωή ανθρώπου. Έστησαν τα πολυβόλα σε ύψος 50 εκατοστών περίπου από τη γη και άρχισαν να πυροβολούν τυφλά τους συγκεντρωμένους στην κοιλιά. Τα κορμιά σωριάζονταν χτυπημένα στο χώμα και τα πολυβόλα χαμήλωσαν στους τριάντα πλέον πόντους και κατόπιν ακόμα πιο χαμηλά σύρριζα στο χώμα για να μην υπάρχει καμία περίπτωση να γλιτώσει κανείς.
Με το πρώτο κτύπημα ο Κωνσταντίνος Αναστασίου έπεσε κάτω, περισσότερο από το φόβο του και σωτήριο ένστικτο, και βρέθηκε στην τελευταία αυλακιά του χωραφιού, σύρριζα στο δέμα. Οι αισθήσεις του είναι σε εγρήγορση, αντιλαμβάνεται τα πάντα και η αγωνία του κορυφώνεται καθώς το πολυβόλο χαμηλώνει για το δεύτερο χτύπημα. Νοιώθει ένα τσούξιμο στο λαιμό του. Εκείνη την ώρα πέφτει πάνω του νεκρός ένας συνομήλικός του από το Μαχαλά, νοιώθει το αίμα του νεαρού Μαχαλιώτη, ανακατεμένο με χώμα, να γίνεται ένας ζεστός πηχτός πολτός, να τον λούζει, πλημμυρίζοντάς τον σε όλο το κεφάλι και το πρόσωπο, δεν βλέπει τίποτα, δεν μπορεί καν να αναπνεύσει. Αισθάνεται στα πόδια του, κάτω από το χώμα να περνά και άλλη σφαίρα, τότε πια το πολυβόλο εκτελεί το τρίτο χτύπημα. Όταν πια σταμάτησαν να ρίχνουν με το πολυβόλο, άκουγε πυροβολισμούς πιο αραιά, κατάλαβε ότι επρόκειτο για τη χαριστική βολή σε εκείνους που ήταν ακόμη ζωντανοί. Τον πλησίασαν, ένιωσε ένα ξύλο να του ανασηκώνει την αριστερή πλάτη, το κορμί του μουδιασμένο, αφού τόση ώρα πάνω του ήταν πεσμένο ο ήδη νεκρός μαχαλιώτης, πετρωμένος από το φόβο με το κεφάλι καταματωμένο έμοιαζε νεκρός και αυτό ήταν που τον γλίτωσε.
Αφού αποτελείωσαν συνεχίζοντας με τη χαριστική βολή, φόρτωσαν δύο μουλάρια και απομακρύνθηκαν. Επικράτησε απόλυτη σιωπή. Βρέθηκε τότε μόνος απέναντι στο φρικιαστικό θέαμα των εκτελεσμένων συγχωριανών μας. Το σοκ ισχυρότατο, και πώς να μην ήταν, αφού αντίκρισε διαμελισμένα πτώματα και αίμα, παντού γύρω του αθώο αίμα που άχνιζε ζεστό ακόμα, γύρω του και πάνω του….Χαρακτηριστικά αναφέρει για εκείνες τις στιγμές: «Δεν ήξερα να ήμουν ζωντανός ή πεθαμένος. Έμεινα πεσμένος εκεί μέχρι τα απόσκια. Τότε ανασήκωσα το ένα χέρι μου, μετά το άλλο και τέλος κούνησα τα πόδια μου. Δεν πίστευα ότι ήμουν ζωντανός». Προσπάθησε να σηκωθεί. Το μακάβριο σκηνικό του προκάλεσε εμετό. Αισθάνθηκε δίψα. Σύρθηκε στη στέρνα του Γιωρτάσση. Συνάντησε την Κωτσβάσαινα. Της είπε μόνο «Είναι όλοι σκοτωμένοι». Μόλις η γυναίκα τον αντίκρισε και άκουσε τη θλιβερή είδηση τρόμαξε τόσο πολύ που το βαλε στα πόδια φωνάζοντας και κλαίγοντας. Συνέχισε την πορεία του προς το χωριό, φωνάζοντας και ο ίδιος δυνατά λέξεις ακατάληπτες δίχως νόημα, προξενώντας τον τρόμο και το δέος σε όσους τον άκουγαν. Στο σπίτι του θείου του Παναγιώτη Παππά μόλις τον αντίκρισαν άρχισαν τα μοιρολόγια. Επί ώρες οι ξαδέλφες του προσπαθούσαν να του καθαρίσουν το πρόσωπο. Το αίμα δεν έφευγε με τίποτα. Φτάνοντας στα πηγάδια, συνάντησε την Αικατερίνη Κίτσου, η οποία δεν μπορεί να ξεχάσει τη μορφή εκείνου του αγοριού. Έμοιαζε με άνθρωπο που είχε γυρίσει από την κόλαση, το πρόσωπό του ήταν ακόμη καλυμμένο από ξερό, πηχτό αίμα. Της ζήτησε νερό να πιει και εκείνη σαστισμένη ακόμη, του έριχνε νερό να πλυθεί και το πρόσωπο με τίποτε δεν καθάριζε. Είναι σίγουρο πως όσα χρόνια και αν περάσουν, οι σκηνές αυτές θα μείνουν χαραγμένες στην ψυχή του.
Ενώ αυτά συνέβαιναν στο χώρο της σφαγής, το ίδιο αυτό τμήμα των Γερμανών έχοντας αφήσει πίσω του τόσους νεκρούς, προχώρησε στη Λιάσκα Παναγιά, δεν είχε ακόμη χορτάσει αίμα. Εκεί συναντήθηκε με το τέταρτο τμήμα των Γερμανών που ήταν η πλαγιοφυλακή τους.
Το πρώτο μέλημα ήταν να κάψουν τις στάνες του Μαρούτσου και του Κίτσου και να μαζέψουν όλα τα μεγάλα ζώα συλλαμβάνοντας αιχμαλώτους μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Κίτσος. Η μάνα του Ανδρέα άρχισε να κλαίει, οι Γερμανοί όμως δεν ήταν ευσυγκίνητοι. Το κλάμα της προκάλεσε το θυμό και την υστερία τους και δίχως δισταγμό κανένα, τη σκότωσαν μαζί με τους υπόλοιπους.
Κανείς δεν έμεινε όρθιος. Στη θέση Σούλα Παναγιά ήταν το σπίτι του Ξενοφώντα Γάκιου. Στο σπίτι αυτό φιλοξενούνταν η Ελένη Ίκκου, σύζυγος του δημοδιδάσκαλου Γ. Ίκκου, γιατί είχε φιλίες με την οικογένεια Γάκιου και κάθε χρόνο ερχόταν στο χωριό για να φτιάξει τυρί και τραχανά. Επρόκειτο, σύμφωνα με τις διηγήσεις, για γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς με επιβλητικό παρουσιαστικό, λευκό πρόσωπο και χρυσά δόντια. Οι Γερμανοί κατέκαψαν το πλούσιο σπίτι του Ξενοφώντα Γάκιου, τον ίδιο τον χτύπησαν βάναυσα και επί ώρα πολλή, γιατί ξανθός και όμορφος καθώς ήταν, έδινε την εντύπωση Εγγλέζου. Τον φόρτωσαν με δύο κιβώτια φυσίγγια και τον πήραν αιχμάλωτο. Τους υπολοίπους τους σκότωσαν όλους ανεξαίρετα, ενώ για την Ελένη Ίκκου επεφύλασσαν «ειδική μεταχείριση». Το πτώμα της βρέθηκε φουσκωμένο και πρησμένο, με ένα χοντρό ξύλο δαυλό περασμένο στο λαιμό της. Δεν υπήρχε στο κορμί της ίχνος σφαίρας. Δεν έδειξαν καν τον οίκτο να την πυροβολήσουν απαλλάσσοντάς την από τον ανείπωτο πόνο του βασανιστηρίου. Ο Θωμάς Αλεξίου ήταν εκείνος που αφαίρεσε από το στόμα της Ελένης Ίκκου το φονικό όργανο.
Την ίδια ώρα στη θέση Μερέτα ακριβώς απέναντι από τη Λάσκα Παναγιά, διαδραματίζονταν τραγικές στιγμές στην οικογένεια Χρήστου Γκοντέβα (Μπάρμπα Τσάκου). Η οικογένεια αυτή λοιπόν αντιλαμβανόμενη από τους πυροβολισμούς το μακελειό στο Σπιθάρι και στη Λιάσκα, έτρεξαν να κρυφτούν αναζητώντας καταφύγιο στους θάμνους. Αφήνοντας πίσω τη στάνη όπου ο γερο-Τζαβέλας (πατέρας) παρέμεινε ανήμπορος να τρέξει. Οι Γερμανοί δε σεβάστηκαν την ηλικία του. Τον έκαψαν ζωντανό μαζί με το κοπάδι του, αποτελούμενο από 170 γίδια. Η Οικογένεια Γκοντέβα λοιπόν πρόχειρα κρυμμένη παρακολουθεί έντρομη τα τεκταινόμενα, με ανάμεικτα συναισθήματα αγωνίας, τρόμου, θλίψης και πόνου. Όταν ο μικρός Βσιλάκης Γκοντέβας έβαλε τα κλάματα τότε γίνεται κάτι το συγκλονιστικό. Ο πατέρας του παιδιού, έβγαλε το σουγιά του και άρπαξε το παιδί για να το σκοτώσει, φοβούμενος πως το κλάμα του θα πρόδιδε τη θέσης τους και οι Γερμανοί θα τους ανακάλυπταν και θα τους σκότωναν όλους. Το παιδί σώθηκε χάρη στη δυναμική επέμβαση της μητέρας του που το έβαλε αμέσως στο στήθος της καταλαγιάζοντας το κλάμα, προτιμώντας να διακινδυνεύσει τις ζωές όλων, παρά να δει το παιδί της να χάνεται από τα χέρια του ίδιου του πατέρα του.
Στην θέση Πάλια, κοντά στον πάνω κάμπο, όπου προχώρησαν στη συνέχεια οι Γερμανοί, σκότωσαν 3 γυναίκες μεταξύ των οποίων και την Γιωργκοντέβαινα, για την οποία αναφέρεται ότι τέντωσε το κορμί της και άπλωσε τα χέρια μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της μη επιτρέποντας στους Γερμανούς την είσοδο στο σπίτι της.
Λίγο μετά το μεσημέρι έφταναν στο Κουρτέσι οι Γερμανοί. Κάθισαν στον ίσκιο αφήνοντας τους αιχμαλώτους στον ήλιο. Εκεί ο Ξενοφών Γάκιος έβγαλε τα παπούτσια του. Ο Νέστορας Κολιός τον ρώτησε γιατί και του απάντησε «γιατί δεν μπορώ να τα σύρω». Τότε ο νεαρός Νακητάκης ζήτησε νερό. Ο γερμανός αντί για νερό τον χτύπησε με δυνατές κλωτσιές και στο θυμό του σκότωσε τρεις Κουκλεσίτες. Όταν πήγαν να σηκωθούν για να συνεχίσουν την πορεία ο Γάκιος που είχε ήδη βγάλει τα παπούτσια, παράτησε τα κιβώτια που τον είχαν φορτώσει και άρχισε να τρέχει. Οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν, χωρίς να πετύχουν το στόχο τους γιατί ο Γάκιος ήξερε καλά το χώρο και κρύφτηκε γρήγορα.
Κατά τις 6 το απόγευμα είχαν φτάσει στη Βούλιστα Παναγιά, όπου ήταν ο τόπος συνάντησης όλων των ομάδων. Έβαλαν τους αιχμαλώτους σε πρόχειρους καταυλισμούς και πολύ κοντά τους ήταν και οι άλλοι αιχμάλωτοι που είχαν συλληφθεί από το δεύτερο τμήμα μέσα στο χωριό. Τα δύο τμήματα των αιχμαλώτων προσποιήθηκαν ότι δεν είχαν σχέση μεταξύ τους, υποψιαζόμενοι ότι κάθε τμήμα αιχμαλώτων περίμενε διαφορετική μοίρα. Ο Νακητάκης ξαναζήτησε νερό λιωμένος από δίψα. Ο Γερμανός τον πλησίασε με μια καραβάνα νερό, του έδωσε να πιει και πριν αποσώσει, του κατάφερε ένα γερό χτύπημα στο πρόσωπο με τη σιδερένια αυτή καραβάνα, προκαλώντας τρομερό πρήξιμο στο πρόσωπο του άντρα.
Άρχισαν τότε να στήνουν τα πολυβόλα και ανά δύο φώναζαν τους αιχμαλώτους, τους εκτελούσαν. Ακολουθούσε η χαριστική βολή στο κρανίο-όπως διαπιστώθηκε από την εκταφή τους αργότερα- και τους πετούσαν σε μια γρέβια. Ο Νέστορας Κολιός, ένας από τους αιχμαλώτους, 21 ετών τότε, διηγείται πως ο πατέρας του, αιχμάλωτος και εκείνος, από την αρχή της αιχμαλωσίας τον σκουντούσε και του έκανε νοήματα για να το σκάσει συναισθανόμενος ότι το τέλος τους πλησίαζε και τους περίμενε βέβαιος θάνατος.
Ο Νέστορας Κολιός προέτρεψε τον Ανδρέα Κίτσο να το σκάσουν μαζί αλλά εκείνος συγκλονισμένος από το θάνατο της γυναίκας του, την οποία είχαν εκτελέσει στη Λιάσκα οι Γερμανοί, είπε πως δεν ήθελε πια να ζει αφού εκείνη είχε πεθάνει. Οι αιχμάλωτοι, ανήσυχοι, άλλαζαν συνεχώς θέση αποφεύγοντας να είναι στην πρώτη γραμμή δίνοντας μια μικρή αναβολή στο θάνατο. Όταν κόντευε η σειρά του Νέστορα είχε πάρει πια την απόφασή του. «Έτσι και αλλιώς χαμένος είμαι, ποιος ξέρει μπορεί και εγώ να γλιτώσω όπως ο Γάκιος» ήταν οι σκέψεις που έκανε.
Την ώρα που ο Γερμανός συνόδευε τους δύο προπορευομένους του αιχμαλώτους για εκτέλεση ο Νέστορας ξέφυγε από τη γραμμή και άρχισε να τρέχει. Ο Γερμανός τον άρπαξε από το μανίκι αλλά ήταν τόση η ορμή και η φόρα του Νέστορα που το μανίκι σχίστηκε και έμεινε στα χέρια του άναυδου Γερμανού ενώ ο Νέστορας χάθηκε γρήγορα στο σούρουπο. Ο Νέστορας έτρεχε, οι αισθήσεις του όλες σε εγρήγορση, άκουγε πίσω του τις φωνές, τα χάχανα των Γερμανών που περιγελούσαν εκείνο που είχε μείνει με το μανίκι στο χέρι και τους πυροβολισμούς του άλλου που είχε θυμώσει με την απόδραση. Έτρεχε συνέχεια, ώσπου εξουθενωμένος τρύπωσε σε ένα θάμνο. Εκεί πια αναλογιζόμενος όλα όσα είχαν συμβεί, άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Σκεφτόταν πως είχε σκοτωθεί η εγκυμονούσα γυναίκα του, ο πατέρας και τόσοι άλλοι φίλοι και συγγενείς του. Από την κούραση τον πήρε ο ύπνος. ¨Όταν ξύπνησε ήταν όλα ήσυχα και τη νύχτα πια πήρε το δρόμο για το χωριό.
Και ενώ το θάρρος και η τύχη έσωσαν το Νέστορα Κολιό, το άλλο τμήμα των 45 αιχμαλώτων-εκείνοι που δεν εκτελέστηκαν- οδηγήθηκαν στο Κεράσοβο όπου αφέθηκαν ελεύθεροι. Μια ελευθερία που δεν κράτησε παρά λίγες ώρες, αφού έπεσαν σε Γερμανικό μπλόκο, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές της Παλαιάς Ζωσιμαίας στα Γιάννενα. Από αυτούς κοντά στο Μπιζάνι δραπέτευσε ένας ο Δημήτριος Γκοντέβας. Προσποιούμενος ότι ήθελε να ικανοποιήσει σωματική του ανάγκη, εξαφανίστηκε.
Στα σκοτεινά υπόγεια της Ζωσιμαίας Σχολής είχαν μαζευτεί αιχμάλωτοι από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Οι συνθήκες κράτησής τους ήταν άθλιες, η τροφή τους ήταν σάπια και σκουληκιασμένη και σαν να μην έφτανε αυτό είχαν και τις ψείρες να τους ρουφούν το αίμα. Έμειναν εκεί φυλακισμένοι μέχρι τις 26 Αυγούστου.
Η ημέρα εορτασμού της Αγίας Παρασκευής. Τη χρονιά όμως αυτή κανείς δεν ξεκίνησε για το πανηγύρι όπως άλλοτε. Ποιος θα πήγαινε στην εκκλησιά για τη γιορτή; Άλλοι ήταν φοβισμένοι και διασκορπισμένοι στα βουνά ή στη Λάκκα Σουλίου-που ήταν νεκρή ζώνη-άλλοι ήταν αιχμάλωτοι και τόσοι νεκροί, οι δε υπόλοιποι, όλοι ανεξαίρετα είχαν κάποιον να θρηνήσουν συγγενή ή φίλο.
Η ταφή των νεκρών υπήρξε ένα έργο πολύ δύσκολο. Από τη μια το έδαφος ήταν κατάξερο μέσα στο καλοκαίρι από την άλλη ο αριθμός των νεκρών ήταν τέτοιος που δεν επέτρεπε την ξεχωριστή ταφή για τον καθένα. Το θέαμα και η μυρωδιά του αίματος ήταν αφόρητα και αυτοί ήταν οι λόγοι που το δύσκολο έργο της ταφής ανέλαβαν ο Τασγιώργας(Γεώργιος Τάσσης) μαζί με άλλους δύο Μαχαλιώτες-οι οποίοι ήταν κρυμμένοι στα βουνά. Στον τόπο της σφαγής βρισκόταν ένα πηγάδι που εξυπηρετούσε τους βοσκούς. Σκέφτηκαν πως αφού δεν ήταν δυνατόν να ανοιχτούν τόσοι τάφοι, το μόνο που απέμενε να κάνουν ήταν να χρησιμοποιήσουν το πηγάδι αυτό για κοινοτάφιο. Το πηγάδι γέμισε δίχως να χωρέσουν όλοι οι νεκροί και άνοιξαν έναν επιφανειακό λάκκο-αφού όπως είπαμε το χώμα ήταν ξερό και ήταν αδύνατο το άνοιγμα τάφων- και τοποθέτησαν τους υπόλοιπους νεκρούς λοξά τον έναν δίπλα στον άλλο, για να χωρέσουν και καθημερινά επί πολλές ημέρες πρόσθεταν από λίγο χώμα.
Όσοι από τους αιχμαλώτους είχαν εκτελεσθεί στη Βούλιστα Παναγιά, τάφηκαν εκεί εκτός από τον Ανδρέα Κίτσο η σωρός του οποίου μεταφέρθηκε στο χωριό για την ταφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου