ΤΗΣ ΜΑΡΘΑΣ ΚΑΪΤΑΝΙ∆Η
Κάθονταν δίπλα δίπλα στο λεωφορείο. Ο συνδυασµός του µεσηµεριού και της ζέστης είχαν προκαλέσει µια γλυκιά υπνηλία στους συνεπιβάτες. Εκείνες όµως δεν ενέδωσαν. Εµειναν πιστές στην κουβεντούλα τους – και δυστυχώς για τουςυπολοίπουςδεν µιλούσαν χαµηλόφωνα. Ανέλυαν τα δικά τους – το ωράριό τους, τις συνθήκες εργασίας.
Η µία εκ των δύο ακουγόταν προβληµατισµένη. Η εξήγηση δόθηκε σύντοµα. Επαιρνε µετάθεση στη Νέα Σµύρνη.
Τα ερωτήµατα για το άγνωστο ήταν αυτά που την παίδευαν. Και τότε επήλθε η αποκάλυψη. Οι δύο γυναίκες µοιράζονταν, εκτός από τη φιλία τους, και την ίδια εργασία: είχαν διοριστεί στο ∆ηµόσιο.
Το οµολογούσαν ότι είναι καλοµαθηµένες, δεν έδειχναν όµως µετανοηµένες. Εξ ου και η έντονη ανησυχία. Γιατί η καθηµερινότητα στο γνώριµο περιβάλλον είναι στρωµένη. Αν αργήσω το πρωί (εκµυστηρεύτηκε η µία στηνάλλη), κάποιος συνάδελφος θα βρεθεί να µου χτυπήσει την κάρτα. Να ήταν µόνον αυτό; Οι συνάδελφοί της την κάλυπταν και όταν οι οικογενειακές υποχρεώσεις ή οι καταναλωτικές ανάγκες την οδηγούσαν στις κοντινές τράπεζες, στο σούπερ µάρκετ της γειτονιάς καιστα εµπορικά κέντρα της περιοχής.
Το ξεβόλεµα ήταν αυτό που απασχολούσε τη γυναίκα που είχε λάβει το µαντάτο της αναγκαστικής µετάθεσης. Και η σύντοµα πρώην συνάδελφος - φίλη την κατανοούσε και τη συµπονούσε.
Ούτε ένα λεπτό δεν εξέφρασαν αγωνία για την επιβίωση τη δική τους ή του Ελληνικού ∆ηµοσίου. Μια κουβεντούλα που θύµιζε εποχές προ ∆ΝΤ, µε τις καµπάνες να ηχούν σε ρυθµούς «hard rock ∆ΝΤ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου