Γράφει ο Υπτγος ε.α. Βασίλειος Διάμεσης,
τ. Καθηγητής ΣΣΕ, Μέλος ΔΣ ΣΕΕΘΑ
τ. Καθηγητής ΣΣΕ, Μέλος ΔΣ ΣΕΕΘΑ
Θα εθεωρούμην κομίζων γλαύκα εις Αθήνας, εάν σας παρέθετα μια απλή και ξηρά αφήγηση των γεγονότων, τα οποία άλλωστε είναι λίγο πολύ γνωστά. Δεν μπορούμε όμως, παρά να σταθούμε σε ορισμένα από αυτά.
Η ιστορία τιμωρεί τους λαούς που παραμελούν την άμυνα τους. Όταν ανήλθε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ανελάμβανε το σταυρόν του μαρτυρίου που του επε φύλασσε η μοίρα της Ιστορίας. Περιεβλήθη τον ακάνθινο στέφανο του αγωνιώντος Βυζαντίου. Γιατί όμως; Η Πόλη περιζώνεται από παντού από τον εχθρό, σε διάστημα πολλών ήδη ετών. Δε διαθέτει οργανωμένο σύστημα άμυνας, ούτε ικανή φρουρά.
Την 29η Μαΐου ο Ελληνισμός θρηνεί. Αλλά και θυμάται, συγκρίνει, προβληματίζεται. Στη διαδρομή της Ιστορίας, όλα σχεδόν τα Έθνη έχουν να καταγράψουν σελίδες δόξης, αλλά και καταισχύνης. Είναι λοιπόν προφανές ότι, όπως διδασκόμεθα και εορτάζουμε τις επιτυχίες μας, κατά παρόμοιο τρόπο πρέπει να προβληματιζόμεθα και διδασκόμεθα από τις αποτυχίες και τα λάθη μας. Αυτά όμως πρέπει να μην επαναλαμβάνονται και να είναι κατά το δυνατόν ε πανορθώσιμα. Νομίζω ότι περιττεύει να αναφέρω σχετικά παραδείγματα. Ο διαπρεπής Βρετανός Βυζαντινολόγος, Σερ Στίβεν Ράνσιμαν αναφέρει στο έργο του, «Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως », τα εξής: «Αυτή η Δ’ Σταυροφορία του 1204 έθεσε τέρμα στην παλιά Ανατολική Αυτοκρατορία ως υπερεθνικό κράτος. Η Αυτοκρατορία πουαποκαταστάθηκε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο το 1261 δεν ήταν πια η κυριαρχούσα δύναμη στη Χριστιανική Ανατολή. Ο Αυτοκράτωρ εξακολουθούσε να είναι, τουλάχιστον σταμάτια των Ανατολικών, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μόνοένας ηγεμόνας μεταξύ άλλων, εξ ίσου ή περισσότερον ισχυρών ».
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, όταν επέστη η στιγμή, ήταν αδύνατο να ξεφύγει από το πεπρωμένο που του είχαν υφάνει οι κληρονομικές και ιστορικές του καταβολές. Ήταν Έλληνας και συγχρόνως Αυτοκράτωρ. Μετέφερε, μέσα από τα βάθη των αιώνων, το Λεωνίδα της Σπάρτης και τον Κόδρο των Αθηνών. Η απάντηση επομένως προς τον Μωάμεθ ήταν αναμενόμενη. «Κοινή γαρ γνώμη αυ τοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών ».
Έμεινε, παρά τις δελεαστικές προτάσεις, πολέμησε και χάθηκε μαχόμενος στην Πύλη του Ρωμανού. Η Πόλη δεν παραδόθηκε, αλλά καταλήφθηκε όταν έπεσε και ο τελευταίος υπερασπιστής της.
Όσο για το μεγαλείο και τα επιτεύγματα του Βυζαντίου και της αρχαίας Ελλάδος, ας θυμηθούμε τα λόγια του καθηγητού της Οξφόρδης Σερ Λίβινγκστον: «Εάν επρόκειτο τα πάντα να καταστραφούν, δύο μόνο φάροι θα ήθελα να διασω θούν. Ο Παρθενών και η Αγία Σοφία, η οποία είναι η συνισταμένη του ολοκληρωμένου Βυζαντινού πολιτισμού, όπως και ο Παρθενών είναι το κορύφωμα της αθηναϊκής μεγαλοφυΐας. Οι Έλληνες μπορούν να είναι υπερήφανοι και για τα δύο».
Χάσαμε το καλλιτεχνικό και πνευματικό αριστούργημα παγκοσμίου ακτινοβολίας, την Αγία Σοφία, και μαζί μας όλος ο πολιτισμένος κόσμος. Αν θέλουμε λοιπόν να διατηρήσουμε τον Παρθενώνα, τον τηλαυγή αυτό φάρο της ανθρωπότητας, ας έχουμε κατά νουν,συνεχώς και αδιαλείπτως, τα λόγια του διαπρεπούς συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ, από το μνημειώδες έργο του, «Οι μεγάλες ώρες της Ανθρωπότητας »:
«Στην Ιστορία, όπως και στη ζωή, καμιά λύπη, καμιά μεταμέλεια δε μπορούν ν’ αναπληρώσουν την απώλεια μιας μοιραίας στιγμής όπως και χίλια χρόνια δεν μπορούν να εξαγοράσουν μιας ώρας απερισκεψία ».
«Η ανθρωπότητα δε θα μπορέσει ποτέ να εκτιμήσει εις όλη του την έκταση το κακό που μπήκε από την Κερκόπορτα εκείνη τη μοιραία ώρα, ούτε τι έχασε ο κόσμος του πνεύματος με την κατάληψη του Βυζαντίου ».
Πως παρουσιΑζεται Ομως η κατΑσταση και η γενικΟτερη εικΟνα του ΒυζαντΙου λΙγα χρΟνια προ της αλΩσ εως; Κάθε άνθρωπος και κάθε Έθνος είναι στενά συνδεδεμένα με την Ιστορία και το παρελθόν τους και δεν είναι εύκολο να απεμπλακούν από αυτά. Μια σειρά λαμπρών αυτοκρατόρων - στρατηλάτων, όπως ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Ιωάννης Τσιμισκής και ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, θα οδηγήσουν το Βυ ζάντιο σε πολεμικούς θριάμβους, αλλά και σε ειρηνικά επιτεύγματα, έτσι ώστε η περίοδος 945-1025, δίκαια να ονομασθεί εποχή της μεγαλύτερης ακμής και δόξας της μεγάλης Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Είναι βέβαιο όμως ότι το «τηρήσαι τα αγαθά χαλεπώτερον του κτήσασθαι ».
Ποια Ηταν Ομως η αρχΗ και τα αΙτια της παρακμΗς; Όταν πέθανε ο Βασίλειος ο Β΄, το 1025, τα σύνορα του Βυζαντίου εκτείνονταν από το Δούναβη, ως την Αρμενία και τη Συρία. Η στρατιωτική του ισχύς και ο πληθυσμός του, μαζί με την πολιτιστική και θρησκευτική του ακτινοβολία, το καθιστούσαν μια μεγάλη παγκόσμια δύναμη της εποχής. Η θέση του Βυζαντίου και η πρόσφατη επέκταση των εδαφών του, θα προκαλέσουν οικονομική άνοδο και ευημερία, που θα εμφανιστούν πιο έντονα στην πρωτεύουσα και λιγότερο ή και καθόλου στις επαρχίες.
Αυτή η ευημερία και η μη ύπαρξη αξιόλογου εξωτερικού εχθρού την εποχή εκείνη, θα δημιουργήσουν στους ηγέτες και την αριστοκρατία της Πόλης ένα πνεύμα ασφαλείας, που δεν θα αργήσει να προκαλέσει τάσεις ευζωίας, ευδαιμονισμού, ραστώνης ή ακόμη και αδιαφορίας, τόσο για τη στρατιωτική οργάνωση και ασφάλεια του Κράτους, όσο και για τα προβλήματα των επαρχιών.
Έτσι, κατά την εποχή των διαδόχων του Βασιλείου του Β΄, θα αρχίσει να εμφανίζεται δυσαρέσκεια, κυρίως των Ανατολικών επαρχιών, έναντι του κέντρου. Η ανισότητα αυτή θα ενισχυθεί από θρησκευτικές διακρίσεις, διωγμούς και, κυρίως, καταπιεστική φορολογική πολιτική, που θα φέρει οικονομική κρίση στους μικρούς και μεσαίους ιδιοκτήτες γης Όμως οι άνθρωποι αυτοί αποτελούσαν βάθρο για τη στρατιωτική οργάνωση και ασφάλεια του Κράτους, γιατί, είτε σαν Ακρίτες, είτε σαν προσωπικό του στρατού των Θεμάτων,έδιναν τον εθνικό χαρακτήρα στο Βυζαντινό στρατό.
Η οικονομική καχεξία των μικροκτηματιών θα προκαλέσει τη μετακίνηση τους προς τα αστικά κέντρα, ενίσχυση των μεγάλων κτημάτων των στρατιωτικών επαρχιών και, τέλος, τάσεις ανυπακοή ς των τελευταίων προς τον Αυτοκράτορα.
Η στρατιωτική οργάνωση του Βυζαντίου θα δεχθεί ένα αληθινά καίριο πλήγμα, όταν ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος θα επεκτείνει το μέτρο εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας και στις δυσαρεστημένες Ανατολικές επαρχίες. Συγχρόνως, η κεντρική εξουσία θα γίνει απόλυτα συγκεντρωτική και θα περάσει στα χέρια διανοούμενων γραφειοκρατών της πρωτεύουσας. Από την εποχή αυτή παρατηρείται ενίσχυση του μισθοφορικού στρατού και, αντίστοιχα, αποδυνάμωση του στρατού των θεμάτων, που, κυριολεκτικά, θα μείνουν σχεδόν ανυπεράσπιστα. Αυτές οι συνθήκες θα επιδεινωθούν, συν τω χρόνω, από γενική αποδιοργάνωση του Κράτους, δυναστικές έριδες και στρατιωτικές επαναστάσεις.
Έτσι, μέσα σ’ αυτό το γενικό κλίμα, θα εμφανισθούν περί τα μέσα του 11ου αιώνα, στα Ανατολικά σύνορα, οι Ογούζοι ή Σελτζούκοι Τούρκοι, λαός νομαδικός και πολεμικός. Φανατισμένοι από τα κηρύγματα του Ισλάμ, θα προσπαθήσουν να κυριαρχήσουν στις Ανατολικές επαρχίες. Ολιγαρκείς και ανθεκτικοί πολεμιστές, εξαίρετοι ιππείς και τοξότες, μπορούσαν να μετακινούνται εύκολα, να επιτίθενται αιφνιδιαστικά και να φεύγουν γρήγορα. Φαίνεται όμως, ότι και το Σχίσμα των Εκκλησιών, το 1054, άσκησε σημαντική επίδραση στην επιδείνωση της κατάστασης.
Μετά από λίγα χρόνια ακολουθεί η ολοκληρωτική καταστροφή ενός ευάριθμου αλλά ανομοιογενούς μισθοφορικού στρατού, στη γνωστή μάχη του Ματζικέρτ, κοντά στη λίμνη Βαν της Ανατολίας, το 1071. Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά για τον Ρωμανό Δ’ Διογένη και το Βυζάντιο.
Τι επακολοΥθησε στη συνΕχεια; Η τύφλωση του Ρωμανού και ο εμφύλιος πόλεμος θα επιτρέψουν στον Αλπ Αρσλάν την ολοκληρωτική σχεδόν κατάληψη της Μ. Ασίας και την εγκαθίδρυση σ’ αυτή, μέσα σε 10 χρόνια, ενός ισχυρού τουρκικού κράτους.
Με τον τρόπο αυτό, οι Τούρκοι επέτυχαν μέσα σε 10 μόνο χρόνια (1071-1081) ό,τι δεν επέτυχαν οι Άραβες σε 3 ολόκληρους αιώνες.
Η 2η χαριστική βολή θα δοθεί μετά από 105 χρόνια, το 1176, στη μάχη του Μυριοκέφαλου, που βρίσκεται στις πηγές του Μαιάνδρου Ακά, της σημερινής πόλεως Ντενισλί της Δυτικής Μικράς Ασίας. Όμως παρά τις δύο αυτές αποτυχίες του Μάτζικερτ και του Μυριοκέφαλου, η δυναστεία των Κομνηνών, που επακολούθησε, θεωρείται γενικά σαν περίοδος ανόρθωσης και ακμής του Βυζαντίου. Κατά τη διάρκεια της, η Αυτοκρατορία όχι μόνο κατόρθωσε να αναδιοργανωθεί, αλλά απέκρουσε σημαντικούς εχθρούς όπως Νορμανδούς, Σταυροφόρους και Τούρκους και κατάφερε να επεκτείνει και σταθεροποιήσει τα σύνορα της τόσο στην Ευρώπη, όσο και στη Μικρά Ασία. Το πιο σοβαρό πλήγμα καταφέρθηκε από τους Σταυροφόρους το 1204.
Ο γνωστός διαπρεπής Βυζαντινολόγος Ράνσιμαν, γράφει: «Η δυνατότητα κατακτήσεως της Πόλης υπό των Οθωμανών οφείλεται στο έγκλημα των Σταυροφόρων. Στις 29 Μαΐου 1453 ένας πολιτισμός σαρώθηκε αμετάκλητα ». Έτσι κατερρίφθη και το άπαρτο της Βασιλεύουσας. ΠΩς εξελΙχθηκε η κατΑσταση; Η ίδρυση και γρήγορη σχετικά επέκταση του Οθωμανικού κράτους από τις αρχές του 14ου αιώνα, δεν οφειλόταν μόνο στη στρατιωτική του ισχύ και το θρησκευτικό φανατισμό των υπηκόων του. Έχει την αιτία του, κυρίως, στους εμφύλιους αγώνες κατά την εποχή των διαδόχων του Μιχαή λ Η΄ Παλαιολόγου, το γνωστό εθνικό σπορ των Ελλήνων.
Άλλο αίτιο, της μη έγκαιρης καταπολέμησης των Οθωμανών στη Μ. Ασία, ήταν η απασχόληση του Βυζαντίου στη Δύση, για την απόκρουση μιας πιθανής επιθέσεως, που επί χρόνια προπαρασκευαζόταν από τον Κάρολο Ανδεγαυινό (Charles d’ Anzou). Η επίθεση αυτή, τελικά, δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά τα ανατολικά εδάφη της Αυτοκρατορίας έμειναν για σημαντικό χρόνο ακάλυπτα από δυνάμεις, με αποτέλεσμα την επικράτηση εκεί των Οθωμανών.
Πέρα όμως από τους παραπάνω λόγους, η δημιουργία στα Βαλκάνια, κατά την εποχή των Παλαιολόγων, ενός ισχυρού Σερβικού κράτους, θα συμβάλει στην αποδυνάμωση του Βυζαντίου και, επομένως, θα βοηθήσει έμμεσα την Οθωμανική επέκταση. Το 1354 οι Οθωμανοί πέρασαν στην Ευρώπη και κατέλαβαν την χερσόνησο της Καλλίπολης. Εκεί εγκατέστησαν αμέσως Τούρκους εποίκους, κατά τη γνωστή τακτική τους. Το ευρωπαϊκό αυτό προγεφύρωμα των Οθωμανών και η ανυπαρξία ικανής στρατιωτικής δύναμης στη Θράκη για να τους αναχαιτίσει, θα επιτρέψουν την κεραυνοβόλα επέκταση τους στη Χερσόνησο του Αίμου επί του Μουράτ του Α΄ (1360-1389) και ιδίως του Βαγιαζήτ 1389-1402.
Και ενώ όλα, σχεδόν, είναι έτοιμα για την κατάκτηση των τελευταίων προπυργίων του Βυζαντίου, ένα αναπάντεχο γεγονός θα παρατείνει τη ζωή του Ελληνικού κράτους για άλλα 50, περίπου, χρόνια. Ήταν η εμφάνιση ενός ισχυρού, μογγολικού στρατού στην ανατολική Μ. Ασία, υπό τον περίφημο για την αγριότητα και τις κατακτήσεις του Ταμερλάνο. Η κρίσιμη μάχη μεταξύ Οθωμανών και Μογγόλων θα δοθεί στην Άγκυρα, στις 28 Ιουλίου 1404. Οι Οθωμανοί θα συντριβούν ολοκληρωτικά και θα συλληφθεί αιχμάλωτος και ο σουλτάνος Βαγιαζήτ, που θα πεθάνει μετά από λίγο στην αιχμαλωσία. Η καταστροφή του Οθωμανικού στρατού στην Άγκυρα και ο θάνατος του Βαγιαζήτ θα προκαλέσουν εμφύλιους πολέμους επί 20, περίπου, χρόνια μεταξύ των διαδόχων του και, μοιραία, την εξασθένηση των Οθωμανών.
Δυστυχώς όμως το Βυζάντιο, την εποχή εκείνη, δε θα έχει πια τη δύναμη να ανορθώθεί και, έτσι, δεν θα μπορέσει να επωφεληθεί από τις έριδες των Τούρκων. Είναι μια θνήσκουσα, μόνο κατ’ όνομα, «Αυτοκρατορία ».
Από τους εμφύλιους σπαραγμούς των Τούρκων δε θα επωφεληθούν ούτε οι Βαλκανικοί λαοί ούτε οι Λατίνοι. Θα έλθει λοιπόν ένα νέος Σουλτάνος, ο Μουράτ Β΄ (1421-1451), που, όχι μόνο, θα υποτάξει όλους τους αποστάτες και τους υποτελείς τους στα Βαλκάνια και την Ασία, αλλά θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για νέα σημαντική επέκταση της αυτοκρατορίας του στο Βορρά.
Μέσα στην τουρκική πλημμύρα απέμεναν τρεις σημαντικές ελληνικές νησίδες: η Κωνσταντινούπολη η Πελοπόννησος και η Θεσσαλονίκη. Ο Μουράτ θ’ αρχίσει από την τελευταία, που μετά από πολιορκία, θα καταλάβει και θα καταστρέψει το 1430. Και εδώ η σφαγή και ο εξανδραποδισμός των κατοίκων ήταν, σχεδόν, γενικός.
Τι συνΕβ η Ομως τα επΟμενα χρΟνια; Οι συστηματικές προσπάθειες του Μωάμεθ για κατάκτηση της Πόλης θα αρχίσουν από το χειμώνα του 1451/52. Στις 26 Ιανουαρίου 1453, δύο γενουάτικα πλοία μετέφεραν 700 πολεμιστές στη Βυζαντινή πρωτεύουσα. Αρχηγός τους ήταν ο έμπειρος στρατιωτικός Ιω άννης Ιουστινιάνης. Στις 23 Μαρτίου οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις με τον Σουλτάνο είχαν οριστικά αποτύχει.
Ο Κωνσταντίνος του έγραφε «...και κλείων τας πύλας της Πρωτευούσης θα υπερασπίσω το λαό μου μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματος μου».
Στις 17 Απριλίου κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία. Γύρω στις 20 του ιδίου μηνός έφτασαν στην Πόλη, φορτωμένα με προμήθειες, 3 γενουάτικα καράβια και 1 βυζαντινό υπό τον ικανό και έμπειρο καπετάνιο Φλαντανέλα. Επακολούθησε φοβερή ναυμαχία. Υπερίσχυσαν οι Χριστιανοί. Ο Σουλτάνος καθήρεσε το ναύαρχο του, διέταξε να μαστιγωθεί και τον άφησε να πεθάνει στην αφάνεια και τη φτώχεια. Εφαρμόστηκε έτσι το γνωστό στους Τούρκους «τίμημα της αποτυχίας ». Η μικρή αυτή ενίσχυση ήταν και η τελευταία τονωτική ένεση.
Η αναμενόμενη τελικά βοήθεια από τη Δύση δε θα φθάσει ποτέ. Θα μπορούσαν άραγε οι Δυτικοί της εποχής εκείνης να φανταστούν ότι η, εν τη γενέσει της τότε και μετέπειτα, Οθωμανική Αυτοκρατορία θα έκρουε απειλητικά τις Πύλες της Ευρώπης, κατά τις μάχες της Βιέννης μετά από δύο περίπου αιώνες;
Φαίνεται όμως ότι η Ιστορία εκδικείται και τιμωρεί τους αμνήμονες. Τις επόμενες ημέρες, επειδή η κατάσταση εξελισσόταν δυσμενώς, πολλοί Βυζαντινοί και ξένοι συμβούλευαν τον Αυτοκράτορα να εγκαταλείψει την Πόλη και να συνεχίσει τον αγώνα από την Πελοπόννησο. Και η μεγαλειώδης απάντηση: «Μου είναι αδύνατο να φύγω. Ποτέ δε θα σας αφήσω. Είμαι αποφασισμένος να πεθάνω εδώ μαζί σας».
Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες του Μωάμεθ, θα τον αναγκάσουν να στείλει πρέσβη στον Κωνσταντίνο. Η πρόταση: να του παραδώσουν την Πόλη, με αντάλλαγμα την αποχώρηση του Αυτοκράτορα και όσων κατοίκων το επιθυμούσαν με τα υπάρχοντά τους. Η απάντηση διαπνεόταν από υψηλό πνεύμα αποφασιστικότητας, αξιοπρέπειας, ευθύνης, αυτοθυσίας και ήθους. Ήταν το μεγάλο και ηρωικό «ΟΧΙ » του τελευταίου και μαρτυρικού Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Με αυτό, η θυσία του θα περάσει από την ιστορία στο θρύλο.
Στις 28 Μαΐου, οι Τούρκοι άρχισαν να μεταφέρουν κοντά στα τείχη σκάλες και διάφορα προκαλύμματα για την έφοδο. Τα ξημερώματα της Τρίτης, 29 Μαΐου, άρχισε η επίθεση σε πολλά μέρη των τειχών, με κύρια όμως προσπάθεια στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου το τείχος ήταν σχεδόν κατεστραμμένο. Δύο έφοδοι θα αποτύχουν και αμέσως οι Τούρκοι θα προχωρήσουν σε τρίτη με ανανεωμένες δυνάμεις. Κατά την έφοδο αυτή, τραυματίζεται ο Ιουστινιάνης, του οποίου η αποχώρηση φαίνεται ότι παρέσυρε σε φυγή και τους Λατίνους συμπολεμιστές. Από το κενό θα αρχίσουν να εισβάλουν στην πόλη χιλιάδες Τούρκοι, που εύκολα θα εξουδετερώσουν από τα νώτα τους υπερασπιστές του τείχους τείχους.
Τότε ηκούσθη η κραυγή «Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ ». Ακολούθησε έσχατη αντίσταση στους δρόμους της πόλεως. Κατ’ αυτή, θα σκοτωθεί πολεμώντας σαν απλός στρατιώτης και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Προηγουμένως ανέκραξε ο Έλληνας ηγεμών: «Δεν υπάρχει Χριστιανός να πάρει την κεφαλήν μου;», ή κατ’ άλλους, «Η πόλις αλίσκεται και εγώ έτι ζω;»
Θα επακολουθήσει γενική λεηλασία και καταστροφή, κατά την οποία, όσοι κάτοικοι δε σφαγούν, θα οδηγηθούν στα σκλαβοπάζαρα. Ο θάνατος του Κωνσταντίνου και η κατάληψη της Πόλης θα σημάνουν την οριστική κατάλυση της χιλιόχρονης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την αρχή της μακράς περιόδου των δεινών της δουλείας.
ΕπΙλογος
Το αίσθημα ασφαλείας, η παραμέληση των επαρχιών της περιφέρειας και η εξαγορά της στρατιωτικής θητείας, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, θα προκαλέσουν σταδιακά την αποδιοργάνωση του Κράτους και του στρατού, που θα μεταβληθεί από εθνικός σε μισθοφορικό. Η εξασθένηση του στρατού και, κυρίως, οι ήττες στο Ματζικέρτ και το Μυ ριοκέφαλο, θα γίνουν αιτία σταδιακής εγκαταστάσεως, αρχικά, και επεκτάσεως, μετέπειτα, των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία και μεθοδικού εξισλαμισμού της.
Η Δ΄ Σταυροφορία, το 1204, έθεσε τέρμα στην παλιά Ανατολική Αυτοκρατορία ως υπερεθνικό κράτος. Απετέλεσε την αρχή του τέλους των υπολειμμάτων της Αυτοκρατορίας.
Η φιλοδοξία των Δυτικών αρχηγών, η ζηλότυπη πλεονεξία των Ενετών και των συμμάχων τους, καθώς και ο φθόνος που ο κάθε Δυτικός ένοιωθε, ιδίως μετά το σχίσμα, εναντίον της Βυζαντινής εκκλησίας, έστρεψαν τα όπλα κατά της Πόλης. Κατάφεραν καίριο πλήγμα κατά του Βυζαντίου, σε ό,τι είχε απομείνει, γεγονός που απετέλεσε και το «κύκνειο άσμα » της πάλαι ποτέ κραταιάς Αυτοκρατορίας.
Η βοήθεια που ανεμένετο ματαίως από τη Δύση, το κρίσιμο 1453, δεν έφθασε ποτέ. «Δεν είναι εύκολες οι θύρες όταν η χρεία τες κουρταλεί », γράφει ο εθνικός μας ποιητής
Η Ελλάς, λόγω ειδικών γεωπολιτικών και ιστορικών συνθηκών, αντιμετώπιζε, σχεδόν, πάντοτε πρόβλημα επιβιώσεως. Κάποιος ξένος ιστορικός έγραψε: «Λαμβανομένων υπόψη της θέσεως της Ελλάδος και του ολιγάριθμου των Ελλήνων, σχεδόν σε όλη τη διαδρομή της Ιστορίας, η επιβίωση και η παρούσα κατάστασή της ως ανεξάρτητου Έθνους εις την ελευθέραν Ευρώπην, προκαλεί έκπληξιν ».
Με βάση όλα τα ιστορικά προηγούμενα, οι Έλληνες έπρεπε να είχαν εξαφανιστεί, αφήνοντας τόσα λίγα ίχνη, όσα οι Ασσύριοι, οι Φοίνι κες, οι Σουμέριοι και οι Χετταίοι. Ωστόσο, ο μελετητής της Ιστορίας δοκιμάζει και την αντίθετη έκπληξη, πώς, δηλαδή, η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να καταστεί το κέντρο ενός μεγάλου Οικουμενικού Κράτους. Η απάντηση είναι, η «διχόνοια η δολερή », που επικαλείται και ο Εθνικός μας ποιητής. Τα ελληνικά κρατίδια εμάχοντο μεταξύ των και μερικά από αυτά ζητούσαν τη βοήθεια της Ρώμης ή του κοινού εχθρού για να νικήσουν τους αντιπάλους τους. Μερικοί αρχηγοί διέφευγαν στο εχθρικό στρατόπεδο και εγένοντο σύμβουλοι των αντιπάλων.
Βέβαια, ο άνθρωπος πρέπει να διδάσκεται από την εκ προσωπικής εμπειρίας συμφοράν. Ο Αισχύλος λέγει: «Πάθει μάθος ».
Οι λαοί οφείλουν να διατηρούν την ιστορική τους μνήμη δια να διδάσκονται από τις συμφορές των προηγουμένων γενεών. Η συνειδητή πορεία του τελευταίου Έλληνα αυτοκράτορα και των ολίγων συμπολεμιστών του προς το θάνατο, θα αποτελέσει βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επί αιώνες θα χαλυβδώνει τη θέληση του Έθνους για αποτίναξη του ζυγού και αποκατάσταση της ελευθερίας του. Οι αγώνες και οι θυσίες του Ελληνισμού, για 400 χρόνια, θα έχουν σαν φάρο και σύμβολο το «Μαρμαρωμένο Βασιλιά », που με την ηρωική θυσία του θα περάσει στο Πάνθεο των ηρώων της Ελληνικής Ιστορίας.
Εις το σύνθημα «έχουν γνώσιν οι φύλακες », εμείς απαντούμε: «Φύλακες γρηγορείτε»
Η ιστορία τιμωρεί τους λαούς που παραμελούν την άμυνα τους. Όταν ανήλθε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ανελάμβανε το σταυρόν του μαρτυρίου που του επε φύλασσε η μοίρα της Ιστορίας. Περιεβλήθη τον ακάνθινο στέφανο του αγωνιώντος Βυζαντίου. Γιατί όμως; Η Πόλη περιζώνεται από παντού από τον εχθρό, σε διάστημα πολλών ήδη ετών. Δε διαθέτει οργανωμένο σύστημα άμυνας, ούτε ικανή φρουρά.
Την 29η Μαΐου ο Ελληνισμός θρηνεί. Αλλά και θυμάται, συγκρίνει, προβληματίζεται. Στη διαδρομή της Ιστορίας, όλα σχεδόν τα Έθνη έχουν να καταγράψουν σελίδες δόξης, αλλά και καταισχύνης. Είναι λοιπόν προφανές ότι, όπως διδασκόμεθα και εορτάζουμε τις επιτυχίες μας, κατά παρόμοιο τρόπο πρέπει να προβληματιζόμεθα και διδασκόμεθα από τις αποτυχίες και τα λάθη μας. Αυτά όμως πρέπει να μην επαναλαμβάνονται και να είναι κατά το δυνατόν ε πανορθώσιμα. Νομίζω ότι περιττεύει να αναφέρω σχετικά παραδείγματα. Ο διαπρεπής Βρετανός Βυζαντινολόγος, Σερ Στίβεν Ράνσιμαν αναφέρει στο έργο του, «Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως », τα εξής: «Αυτή η Δ’ Σταυροφορία του 1204 έθεσε τέρμα στην παλιά Ανατολική Αυτοκρατορία ως υπερεθνικό κράτος. Η Αυτοκρατορία πουαποκαταστάθηκε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο το 1261 δεν ήταν πια η κυριαρχούσα δύναμη στη Χριστιανική Ανατολή. Ο Αυτοκράτωρ εξακολουθούσε να είναι, τουλάχιστον σταμάτια των Ανατολικών, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μόνοένας ηγεμόνας μεταξύ άλλων, εξ ίσου ή περισσότερον ισχυρών ».
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, όταν επέστη η στιγμή, ήταν αδύνατο να ξεφύγει από το πεπρωμένο που του είχαν υφάνει οι κληρονομικές και ιστορικές του καταβολές. Ήταν Έλληνας και συγχρόνως Αυτοκράτωρ. Μετέφερε, μέσα από τα βάθη των αιώνων, το Λεωνίδα της Σπάρτης και τον Κόδρο των Αθηνών. Η απάντηση επομένως προς τον Μωάμεθ ήταν αναμενόμενη. «Κοινή γαρ γνώμη αυ τοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών ».
Έμεινε, παρά τις δελεαστικές προτάσεις, πολέμησε και χάθηκε μαχόμενος στην Πύλη του Ρωμανού. Η Πόλη δεν παραδόθηκε, αλλά καταλήφθηκε όταν έπεσε και ο τελευταίος υπερασπιστής της.
Όσο για το μεγαλείο και τα επιτεύγματα του Βυζαντίου και της αρχαίας Ελλάδος, ας θυμηθούμε τα λόγια του καθηγητού της Οξφόρδης Σερ Λίβινγκστον: «Εάν επρόκειτο τα πάντα να καταστραφούν, δύο μόνο φάροι θα ήθελα να διασω θούν. Ο Παρθενών και η Αγία Σοφία, η οποία είναι η συνισταμένη του ολοκληρωμένου Βυζαντινού πολιτισμού, όπως και ο Παρθενών είναι το κορύφωμα της αθηναϊκής μεγαλοφυΐας. Οι Έλληνες μπορούν να είναι υπερήφανοι και για τα δύο».
Χάσαμε το καλλιτεχνικό και πνευματικό αριστούργημα παγκοσμίου ακτινοβολίας, την Αγία Σοφία, και μαζί μας όλος ο πολιτισμένος κόσμος. Αν θέλουμε λοιπόν να διατηρήσουμε τον Παρθενώνα, τον τηλαυγή αυτό φάρο της ανθρωπότητας, ας έχουμε κατά νουν,συνεχώς και αδιαλείπτως, τα λόγια του διαπρεπούς συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ, από το μνημειώδες έργο του, «Οι μεγάλες ώρες της Ανθρωπότητας »:
«Στην Ιστορία, όπως και στη ζωή, καμιά λύπη, καμιά μεταμέλεια δε μπορούν ν’ αναπληρώσουν την απώλεια μιας μοιραίας στιγμής όπως και χίλια χρόνια δεν μπορούν να εξαγοράσουν μιας ώρας απερισκεψία ».
«Η ανθρωπότητα δε θα μπορέσει ποτέ να εκτιμήσει εις όλη του την έκταση το κακό που μπήκε από την Κερκόπορτα εκείνη τη μοιραία ώρα, ούτε τι έχασε ο κόσμος του πνεύματος με την κατάληψη του Βυζαντίου ».
Πως παρουσιΑζεται Ομως η κατΑσταση και η γενικΟτερη εικΟνα του ΒυζαντΙου λΙγα χρΟνια προ της αλΩσ εως; Κάθε άνθρωπος και κάθε Έθνος είναι στενά συνδεδεμένα με την Ιστορία και το παρελθόν τους και δεν είναι εύκολο να απεμπλακούν από αυτά. Μια σειρά λαμπρών αυτοκρατόρων - στρατηλάτων, όπως ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Ιωάννης Τσιμισκής και ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, θα οδηγήσουν το Βυ ζάντιο σε πολεμικούς θριάμβους, αλλά και σε ειρηνικά επιτεύγματα, έτσι ώστε η περίοδος 945-1025, δίκαια να ονομασθεί εποχή της μεγαλύτερης ακμής και δόξας της μεγάλης Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Είναι βέβαιο όμως ότι το «τηρήσαι τα αγαθά χαλεπώτερον του κτήσασθαι ».
Ποια Ηταν Ομως η αρχΗ και τα αΙτια της παρακμΗς; Όταν πέθανε ο Βασίλειος ο Β΄, το 1025, τα σύνορα του Βυζαντίου εκτείνονταν από το Δούναβη, ως την Αρμενία και τη Συρία. Η στρατιωτική του ισχύς και ο πληθυσμός του, μαζί με την πολιτιστική και θρησκευτική του ακτινοβολία, το καθιστούσαν μια μεγάλη παγκόσμια δύναμη της εποχής. Η θέση του Βυζαντίου και η πρόσφατη επέκταση των εδαφών του, θα προκαλέσουν οικονομική άνοδο και ευημερία, που θα εμφανιστούν πιο έντονα στην πρωτεύουσα και λιγότερο ή και καθόλου στις επαρχίες.
Αυτή η ευημερία και η μη ύπαρξη αξιόλογου εξωτερικού εχθρού την εποχή εκείνη, θα δημιουργήσουν στους ηγέτες και την αριστοκρατία της Πόλης ένα πνεύμα ασφαλείας, που δεν θα αργήσει να προκαλέσει τάσεις ευζωίας, ευδαιμονισμού, ραστώνης ή ακόμη και αδιαφορίας, τόσο για τη στρατιωτική οργάνωση και ασφάλεια του Κράτους, όσο και για τα προβλήματα των επαρχιών.
Έτσι, κατά την εποχή των διαδόχων του Βασιλείου του Β΄, θα αρχίσει να εμφανίζεται δυσαρέσκεια, κυρίως των Ανατολικών επαρχιών, έναντι του κέντρου. Η ανισότητα αυτή θα ενισχυθεί από θρησκευτικές διακρίσεις, διωγμούς και, κυρίως, καταπιεστική φορολογική πολιτική, που θα φέρει οικονομική κρίση στους μικρούς και μεσαίους ιδιοκτήτες γης Όμως οι άνθρωποι αυτοί αποτελούσαν βάθρο για τη στρατιωτική οργάνωση και ασφάλεια του Κράτους, γιατί, είτε σαν Ακρίτες, είτε σαν προσωπικό του στρατού των Θεμάτων,έδιναν τον εθνικό χαρακτήρα στο Βυζαντινό στρατό.
Η οικονομική καχεξία των μικροκτηματιών θα προκαλέσει τη μετακίνηση τους προς τα αστικά κέντρα, ενίσχυση των μεγάλων κτημάτων των στρατιωτικών επαρχιών και, τέλος, τάσεις ανυπακοή ς των τελευταίων προς τον Αυτοκράτορα.
Η στρατιωτική οργάνωση του Βυζαντίου θα δεχθεί ένα αληθινά καίριο πλήγμα, όταν ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος θα επεκτείνει το μέτρο εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας και στις δυσαρεστημένες Ανατολικές επαρχίες. Συγχρόνως, η κεντρική εξουσία θα γίνει απόλυτα συγκεντρωτική και θα περάσει στα χέρια διανοούμενων γραφειοκρατών της πρωτεύουσας. Από την εποχή αυτή παρατηρείται ενίσχυση του μισθοφορικού στρατού και, αντίστοιχα, αποδυνάμωση του στρατού των θεμάτων, που, κυριολεκτικά, θα μείνουν σχεδόν ανυπεράσπιστα. Αυτές οι συνθήκες θα επιδεινωθούν, συν τω χρόνω, από γενική αποδιοργάνωση του Κράτους, δυναστικές έριδες και στρατιωτικές επαναστάσεις.
Έτσι, μέσα σ’ αυτό το γενικό κλίμα, θα εμφανισθούν περί τα μέσα του 11ου αιώνα, στα Ανατολικά σύνορα, οι Ογούζοι ή Σελτζούκοι Τούρκοι, λαός νομαδικός και πολεμικός. Φανατισμένοι από τα κηρύγματα του Ισλάμ, θα προσπαθήσουν να κυριαρχήσουν στις Ανατολικές επαρχίες. Ολιγαρκείς και ανθεκτικοί πολεμιστές, εξαίρετοι ιππείς και τοξότες, μπορούσαν να μετακινούνται εύκολα, να επιτίθενται αιφνιδιαστικά και να φεύγουν γρήγορα. Φαίνεται όμως, ότι και το Σχίσμα των Εκκλησιών, το 1054, άσκησε σημαντική επίδραση στην επιδείνωση της κατάστασης.
Μετά από λίγα χρόνια ακολουθεί η ολοκληρωτική καταστροφή ενός ευάριθμου αλλά ανομοιογενούς μισθοφορικού στρατού, στη γνωστή μάχη του Ματζικέρτ, κοντά στη λίμνη Βαν της Ανατολίας, το 1071. Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά για τον Ρωμανό Δ’ Διογένη και το Βυζάντιο.
Τι επακολοΥθησε στη συνΕχεια; Η τύφλωση του Ρωμανού και ο εμφύλιος πόλεμος θα επιτρέψουν στον Αλπ Αρσλάν την ολοκληρωτική σχεδόν κατάληψη της Μ. Ασίας και την εγκαθίδρυση σ’ αυτή, μέσα σε 10 χρόνια, ενός ισχυρού τουρκικού κράτους.
Με τον τρόπο αυτό, οι Τούρκοι επέτυχαν μέσα σε 10 μόνο χρόνια (1071-1081) ό,τι δεν επέτυχαν οι Άραβες σε 3 ολόκληρους αιώνες.
Η 2η χαριστική βολή θα δοθεί μετά από 105 χρόνια, το 1176, στη μάχη του Μυριοκέφαλου, που βρίσκεται στις πηγές του Μαιάνδρου Ακά, της σημερινής πόλεως Ντενισλί της Δυτικής Μικράς Ασίας. Όμως παρά τις δύο αυτές αποτυχίες του Μάτζικερτ και του Μυριοκέφαλου, η δυναστεία των Κομνηνών, που επακολούθησε, θεωρείται γενικά σαν περίοδος ανόρθωσης και ακμής του Βυζαντίου. Κατά τη διάρκεια της, η Αυτοκρατορία όχι μόνο κατόρθωσε να αναδιοργανωθεί, αλλά απέκρουσε σημαντικούς εχθρούς όπως Νορμανδούς, Σταυροφόρους και Τούρκους και κατάφερε να επεκτείνει και σταθεροποιήσει τα σύνορα της τόσο στην Ευρώπη, όσο και στη Μικρά Ασία. Το πιο σοβαρό πλήγμα καταφέρθηκε από τους Σταυροφόρους το 1204.
Ο γνωστός διαπρεπής Βυζαντινολόγος Ράνσιμαν, γράφει: «Η δυνατότητα κατακτήσεως της Πόλης υπό των Οθωμανών οφείλεται στο έγκλημα των Σταυροφόρων. Στις 29 Μαΐου 1453 ένας πολιτισμός σαρώθηκε αμετάκλητα ». Έτσι κατερρίφθη και το άπαρτο της Βασιλεύουσας. ΠΩς εξελΙχθηκε η κατΑσταση; Η ίδρυση και γρήγορη σχετικά επέκταση του Οθωμανικού κράτους από τις αρχές του 14ου αιώνα, δεν οφειλόταν μόνο στη στρατιωτική του ισχύ και το θρησκευτικό φανατισμό των υπηκόων του. Έχει την αιτία του, κυρίως, στους εμφύλιους αγώνες κατά την εποχή των διαδόχων του Μιχαή λ Η΄ Παλαιολόγου, το γνωστό εθνικό σπορ των Ελλήνων.
Άλλο αίτιο, της μη έγκαιρης καταπολέμησης των Οθωμανών στη Μ. Ασία, ήταν η απασχόληση του Βυζαντίου στη Δύση, για την απόκρουση μιας πιθανής επιθέσεως, που επί χρόνια προπαρασκευαζόταν από τον Κάρολο Ανδεγαυινό (Charles d’ Anzou). Η επίθεση αυτή, τελικά, δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά τα ανατολικά εδάφη της Αυτοκρατορίας έμειναν για σημαντικό χρόνο ακάλυπτα από δυνάμεις, με αποτέλεσμα την επικράτηση εκεί των Οθωμανών.
Πέρα όμως από τους παραπάνω λόγους, η δημιουργία στα Βαλκάνια, κατά την εποχή των Παλαιολόγων, ενός ισχυρού Σερβικού κράτους, θα συμβάλει στην αποδυνάμωση του Βυζαντίου και, επομένως, θα βοηθήσει έμμεσα την Οθωμανική επέκταση. Το 1354 οι Οθωμανοί πέρασαν στην Ευρώπη και κατέλαβαν την χερσόνησο της Καλλίπολης. Εκεί εγκατέστησαν αμέσως Τούρκους εποίκους, κατά τη γνωστή τακτική τους. Το ευρωπαϊκό αυτό προγεφύρωμα των Οθωμανών και η ανυπαρξία ικανής στρατιωτικής δύναμης στη Θράκη για να τους αναχαιτίσει, θα επιτρέψουν την κεραυνοβόλα επέκταση τους στη Χερσόνησο του Αίμου επί του Μουράτ του Α΄ (1360-1389) και ιδίως του Βαγιαζήτ 1389-1402.
Και ενώ όλα, σχεδόν, είναι έτοιμα για την κατάκτηση των τελευταίων προπυργίων του Βυζαντίου, ένα αναπάντεχο γεγονός θα παρατείνει τη ζωή του Ελληνικού κράτους για άλλα 50, περίπου, χρόνια. Ήταν η εμφάνιση ενός ισχυρού, μογγολικού στρατού στην ανατολική Μ. Ασία, υπό τον περίφημο για την αγριότητα και τις κατακτήσεις του Ταμερλάνο. Η κρίσιμη μάχη μεταξύ Οθωμανών και Μογγόλων θα δοθεί στην Άγκυρα, στις 28 Ιουλίου 1404. Οι Οθωμανοί θα συντριβούν ολοκληρωτικά και θα συλληφθεί αιχμάλωτος και ο σουλτάνος Βαγιαζήτ, που θα πεθάνει μετά από λίγο στην αιχμαλωσία. Η καταστροφή του Οθωμανικού στρατού στην Άγκυρα και ο θάνατος του Βαγιαζήτ θα προκαλέσουν εμφύλιους πολέμους επί 20, περίπου, χρόνια μεταξύ των διαδόχων του και, μοιραία, την εξασθένηση των Οθωμανών.
Δυστυχώς όμως το Βυζάντιο, την εποχή εκείνη, δε θα έχει πια τη δύναμη να ανορθώθεί και, έτσι, δεν θα μπορέσει να επωφεληθεί από τις έριδες των Τούρκων. Είναι μια θνήσκουσα, μόνο κατ’ όνομα, «Αυτοκρατορία ».
Από τους εμφύλιους σπαραγμούς των Τούρκων δε θα επωφεληθούν ούτε οι Βαλκανικοί λαοί ούτε οι Λατίνοι. Θα έλθει λοιπόν ένα νέος Σουλτάνος, ο Μουράτ Β΄ (1421-1451), που, όχι μόνο, θα υποτάξει όλους τους αποστάτες και τους υποτελείς τους στα Βαλκάνια και την Ασία, αλλά θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για νέα σημαντική επέκταση της αυτοκρατορίας του στο Βορρά.
Μέσα στην τουρκική πλημμύρα απέμεναν τρεις σημαντικές ελληνικές νησίδες: η Κωνσταντινούπολη η Πελοπόννησος και η Θεσσαλονίκη. Ο Μουράτ θ’ αρχίσει από την τελευταία, που μετά από πολιορκία, θα καταλάβει και θα καταστρέψει το 1430. Και εδώ η σφαγή και ο εξανδραποδισμός των κατοίκων ήταν, σχεδόν, γενικός.
Τι συνΕβ η Ομως τα επΟμενα χρΟνια; Οι συστηματικές προσπάθειες του Μωάμεθ για κατάκτηση της Πόλης θα αρχίσουν από το χειμώνα του 1451/52. Στις 26 Ιανουαρίου 1453, δύο γενουάτικα πλοία μετέφεραν 700 πολεμιστές στη Βυζαντινή πρωτεύουσα. Αρχηγός τους ήταν ο έμπειρος στρατιωτικός Ιω άννης Ιουστινιάνης. Στις 23 Μαρτίου οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις με τον Σουλτάνο είχαν οριστικά αποτύχει.
Ο Κωνσταντίνος του έγραφε «...και κλείων τας πύλας της Πρωτευούσης θα υπερασπίσω το λαό μου μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματος μου».
Στις 17 Απριλίου κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία. Γύρω στις 20 του ιδίου μηνός έφτασαν στην Πόλη, φορτωμένα με προμήθειες, 3 γενουάτικα καράβια και 1 βυζαντινό υπό τον ικανό και έμπειρο καπετάνιο Φλαντανέλα. Επακολούθησε φοβερή ναυμαχία. Υπερίσχυσαν οι Χριστιανοί. Ο Σουλτάνος καθήρεσε το ναύαρχο του, διέταξε να μαστιγωθεί και τον άφησε να πεθάνει στην αφάνεια και τη φτώχεια. Εφαρμόστηκε έτσι το γνωστό στους Τούρκους «τίμημα της αποτυχίας ». Η μικρή αυτή ενίσχυση ήταν και η τελευταία τονωτική ένεση.
Η αναμενόμενη τελικά βοήθεια από τη Δύση δε θα φθάσει ποτέ. Θα μπορούσαν άραγε οι Δυτικοί της εποχής εκείνης να φανταστούν ότι η, εν τη γενέσει της τότε και μετέπειτα, Οθωμανική Αυτοκρατορία θα έκρουε απειλητικά τις Πύλες της Ευρώπης, κατά τις μάχες της Βιέννης μετά από δύο περίπου αιώνες;
Φαίνεται όμως ότι η Ιστορία εκδικείται και τιμωρεί τους αμνήμονες. Τις επόμενες ημέρες, επειδή η κατάσταση εξελισσόταν δυσμενώς, πολλοί Βυζαντινοί και ξένοι συμβούλευαν τον Αυτοκράτορα να εγκαταλείψει την Πόλη και να συνεχίσει τον αγώνα από την Πελοπόννησο. Και η μεγαλειώδης απάντηση: «Μου είναι αδύνατο να φύγω. Ποτέ δε θα σας αφήσω. Είμαι αποφασισμένος να πεθάνω εδώ μαζί σας».
Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες του Μωάμεθ, θα τον αναγκάσουν να στείλει πρέσβη στον Κωνσταντίνο. Η πρόταση: να του παραδώσουν την Πόλη, με αντάλλαγμα την αποχώρηση του Αυτοκράτορα και όσων κατοίκων το επιθυμούσαν με τα υπάρχοντά τους. Η απάντηση διαπνεόταν από υψηλό πνεύμα αποφασιστικότητας, αξιοπρέπειας, ευθύνης, αυτοθυσίας και ήθους. Ήταν το μεγάλο και ηρωικό «ΟΧΙ » του τελευταίου και μαρτυρικού Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Με αυτό, η θυσία του θα περάσει από την ιστορία στο θρύλο.
Στις 28 Μαΐου, οι Τούρκοι άρχισαν να μεταφέρουν κοντά στα τείχη σκάλες και διάφορα προκαλύμματα για την έφοδο. Τα ξημερώματα της Τρίτης, 29 Μαΐου, άρχισε η επίθεση σε πολλά μέρη των τειχών, με κύρια όμως προσπάθεια στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου το τείχος ήταν σχεδόν κατεστραμμένο. Δύο έφοδοι θα αποτύχουν και αμέσως οι Τούρκοι θα προχωρήσουν σε τρίτη με ανανεωμένες δυνάμεις. Κατά την έφοδο αυτή, τραυματίζεται ο Ιουστινιάνης, του οποίου η αποχώρηση φαίνεται ότι παρέσυρε σε φυγή και τους Λατίνους συμπολεμιστές. Από το κενό θα αρχίσουν να εισβάλουν στην πόλη χιλιάδες Τούρκοι, που εύκολα θα εξουδετερώσουν από τα νώτα τους υπερασπιστές του τείχους τείχους.
Τότε ηκούσθη η κραυγή «Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ ». Ακολούθησε έσχατη αντίσταση στους δρόμους της πόλεως. Κατ’ αυτή, θα σκοτωθεί πολεμώντας σαν απλός στρατιώτης και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Προηγουμένως ανέκραξε ο Έλληνας ηγεμών: «Δεν υπάρχει Χριστιανός να πάρει την κεφαλήν μου;», ή κατ’ άλλους, «Η πόλις αλίσκεται και εγώ έτι ζω;»
Θα επακολουθήσει γενική λεηλασία και καταστροφή, κατά την οποία, όσοι κάτοικοι δε σφαγούν, θα οδηγηθούν στα σκλαβοπάζαρα. Ο θάνατος του Κωνσταντίνου και η κατάληψη της Πόλης θα σημάνουν την οριστική κατάλυση της χιλιόχρονης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την αρχή της μακράς περιόδου των δεινών της δουλείας.
ΕπΙλογος
Το αίσθημα ασφαλείας, η παραμέληση των επαρχιών της περιφέρειας και η εξαγορά της στρατιωτικής θητείας, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, θα προκαλέσουν σταδιακά την αποδιοργάνωση του Κράτους και του στρατού, που θα μεταβληθεί από εθνικός σε μισθοφορικό. Η εξασθένηση του στρατού και, κυρίως, οι ήττες στο Ματζικέρτ και το Μυ ριοκέφαλο, θα γίνουν αιτία σταδιακής εγκαταστάσεως, αρχικά, και επεκτάσεως, μετέπειτα, των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία και μεθοδικού εξισλαμισμού της.
Η Δ΄ Σταυροφορία, το 1204, έθεσε τέρμα στην παλιά Ανατολική Αυτοκρατορία ως υπερεθνικό κράτος. Απετέλεσε την αρχή του τέλους των υπολειμμάτων της Αυτοκρατορίας.
Η φιλοδοξία των Δυτικών αρχηγών, η ζηλότυπη πλεονεξία των Ενετών και των συμμάχων τους, καθώς και ο φθόνος που ο κάθε Δυτικός ένοιωθε, ιδίως μετά το σχίσμα, εναντίον της Βυζαντινής εκκλησίας, έστρεψαν τα όπλα κατά της Πόλης. Κατάφεραν καίριο πλήγμα κατά του Βυζαντίου, σε ό,τι είχε απομείνει, γεγονός που απετέλεσε και το «κύκνειο άσμα » της πάλαι ποτέ κραταιάς Αυτοκρατορίας.
Η βοήθεια που ανεμένετο ματαίως από τη Δύση, το κρίσιμο 1453, δεν έφθασε ποτέ. «Δεν είναι εύκολες οι θύρες όταν η χρεία τες κουρταλεί », γράφει ο εθνικός μας ποιητής
Η Ελλάς, λόγω ειδικών γεωπολιτικών και ιστορικών συνθηκών, αντιμετώπιζε, σχεδόν, πάντοτε πρόβλημα επιβιώσεως. Κάποιος ξένος ιστορικός έγραψε: «Λαμβανομένων υπόψη της θέσεως της Ελλάδος και του ολιγάριθμου των Ελλήνων, σχεδόν σε όλη τη διαδρομή της Ιστορίας, η επιβίωση και η παρούσα κατάστασή της ως ανεξάρτητου Έθνους εις την ελευθέραν Ευρώπην, προκαλεί έκπληξιν ».
Με βάση όλα τα ιστορικά προηγούμενα, οι Έλληνες έπρεπε να είχαν εξαφανιστεί, αφήνοντας τόσα λίγα ίχνη, όσα οι Ασσύριοι, οι Φοίνι κες, οι Σουμέριοι και οι Χετταίοι. Ωστόσο, ο μελετητής της Ιστορίας δοκιμάζει και την αντίθετη έκπληξη, πώς, δηλαδή, η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να καταστεί το κέντρο ενός μεγάλου Οικουμενικού Κράτους. Η απάντηση είναι, η «διχόνοια η δολερή », που επικαλείται και ο Εθνικός μας ποιητής. Τα ελληνικά κρατίδια εμάχοντο μεταξύ των και μερικά από αυτά ζητούσαν τη βοήθεια της Ρώμης ή του κοινού εχθρού για να νικήσουν τους αντιπάλους τους. Μερικοί αρχηγοί διέφευγαν στο εχθρικό στρατόπεδο και εγένοντο σύμβουλοι των αντιπάλων.
Βέβαια, ο άνθρωπος πρέπει να διδάσκεται από την εκ προσωπικής εμπειρίας συμφοράν. Ο Αισχύλος λέγει: «Πάθει μάθος ».
Οι λαοί οφείλουν να διατηρούν την ιστορική τους μνήμη δια να διδάσκονται από τις συμφορές των προηγουμένων γενεών. Η συνειδητή πορεία του τελευταίου Έλληνα αυτοκράτορα και των ολίγων συμπολεμιστών του προς το θάνατο, θα αποτελέσει βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επί αιώνες θα χαλυβδώνει τη θέληση του Έθνους για αποτίναξη του ζυγού και αποκατάσταση της ελευθερίας του. Οι αγώνες και οι θυσίες του Ελληνισμού, για 400 χρόνια, θα έχουν σαν φάρο και σύμβολο το «Μαρμαρωμένο Βασιλιά », που με την ηρωική θυσία του θα περάσει στο Πάνθεο των ηρώων της Ελληνικής Ιστορίας.
Εις το σύνθημα «έχουν γνώσιν οι φύλακες », εμείς απαντούμε: «Φύλακες γρηγορείτε»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου