Άξιον εστί τα μαραμένα παιδιά στο Ριζοκάρπασο

Της ΕΛΕΝΗΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ

Όποιος δεν υφίσταται τον εξευτελισμό της κατοχής, όποιος δεν νιώθει στο πετσί του τον εξευτελισμό της κατοχής, συνήθως ξεχνάει την ύπαρξή της. Το πέρασμα του οδοφράγματος τη Μεγάλη Παρασκευή του 2011, ήταν ένας οδυνηρός εξευτελισμός, ίδιος όπως κάθε φορά, όπως συμβαίνει σε κάθε προσκύνημα μου στα κατεχόμενα.

Ήταν το φρικτό πάθος που συνοδεύει την τακτή διακόρευση της Αλήθειας. Μου θύμισε όλους τους εξευτελισμούς που έχω υποστεί στη ζωή μου από κατοχικές δυνάμεις και τυραννικά καθεστώτα. Στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στο Ιράν, στη Μέση Ανατολή, στην Τουρκία, αλλού. Ευτελισμούς της ανθρώπινης ύπαρξής μου, της αξιοπρέπειάς μου, της υπόστασής μου. Ευτελισμούς που τους ανέχθηκα γιατί στόχος μου ήταν να συνεισφέρω στον απελευθερωτικό αγώνα λαών που τελούν υπό διωγμό .

Και αυτό το πέρασμα στα κατεχόμενα ήταν πιο κι απ’ τον θάνατο λυπηρό. Και πάλιν έκλεινα τα μάτια συνεχώς για να μη βλέπω τα κτίσματα και τα έργα των κατακτητών που χαρακώνουν βαθιά την πανέμορφη γη μας. Ο Πενταδάκτυλος μέσα στο μεγαλείο της απεραντοσύνης του, έχει μιαν εικόνα σκωληκόβρωτου αρσενικού και πληγωμένου θεριού, από τα αμέτρητα λατομεία που τον κατατρώγουν. Η θλίψη στραγγίζει την ελληνική φυσιογνωμία του γλυκύτατου τοπίου και σαρώνει το πύκνωμα του αέρα ανάμεσα στις δύο θάλασσες,

«Η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν και να φύγουν», έλεγε ο Σεφέρης αντηχώντας τις σκέψεις του Μακρυγιάννη. 

«Δεν του πάει Τούρκος τούτου του τόπου ρε παιδιά, πώς να το κάνουμε» έλεγε ο Κώστας Μόντης.

«Κώμη του Γιαλού μην κλαις, σήμερα δεν είναι χτες» θρηνούσαμε μέσα στην παραλογή ενός ελληνικού τραγουδιού από τις απαρχές της κατοχής.

Η φράση «είμαστε ανάξιοι», κατέτρωγε τα σωθικά μου. Καθώς περπατούσα στην Καρπασία των Αγίων, μέσα σε μια αργοπορημένη άνοιξη, τέλη ενός βροχερού Απρίλη, με αγριολούλουδα και με ζουμπούλια, με κυκλάμινα και μανδραγόρες, μέσα στα δάκρυα των Αγίων Φίλωνα, Συνέσιου, Θέρισου, Ανδρόνικου, Ανδρέα, Θεόδωρου, σκεφτόμουν «δεν του πάει Τούρκος αυτού του τόπου ρε παιδιά…

Σκεφτόμουν τα μαραμένα παιδιά του Ριζοκάρπασου, τα σκλαβωμένα Ελληνόπουλα που τα αλυσοδένουν όχι μόνο οι κατοχικές δυνάμεις αλλά και η δικιά μας ξεφτίλα και ανημπόρια και η δικιά μας αχρειότητα.

Μέσα στην εκκλησία του Αγίου Συνεσίου μας ακολούθησαν οι «αστυνομικοί». Με φωτογράφιζαν προκλητικά και καθώς ψέλναμε με τα παιδιά το «Άξιον Εστί» άκουγα συνεχώς τις φωνές της γης να μου λένε «είστε ανάξιοι». Τις ψαλμουδιές μας, κάλυψε αίφνης η φωνή του μουεζίνη, η ακολουθία του Επιτάφιου είχε ξεκινήσει πολύ νωρίς, γιατί έπρεπε να έχει τελειώσει μέχρι τις έξι.

Σήκωσα το κεφάλι να ιδώ τα χελιδόνια που μπαινοβγαίναν από τους σπασμένους φεγγίτες και άκουσα τη βλοσυρή φωνή του Αγίου να μου λέει «Είστε ανάξιοι».

Και όταν πήγα να αποθέσω λίγα λουλούδια στον κοινό τάφο των εφήβων Παναγιώτη Κάσπη και Πέτρου Γιάλλουρου, με τους σπασμένους σταυρούς και τα ιερά οστά τους διασκορπισμένα επάνω στις θρυμματισμένες ταφόπλακες, μούγκρισε η φωνή της γης και σείστηκε η οικουμένη: «Είστε ανάξιοι και τιποτένιοι».

Νεφέλη τότες με ανήρπασε και είδα την Καρπασία από ψηλά, να γέρνει το κεφάλι σαν τον Εσταυρωμένο του Νταλί και μέσα στον παφλασμό των κυμάτων άκουσα τη σπαρακτική κραυγή της: «Είστε ανάξιοι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου