Τα προικώα της μνήμης

Του ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

Στα μέσα του περασμένου αιώνα στα Αγραφα, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες παρακολουθούσες τις ακολουθίες του Νυμφίου θύμιζαν παπαδιαμαντικά διηγήματα. Σήμερα όλα είναι διαφορετικά.

Πριν από πολλά χρόνια, στα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα, νεαρός φοιτητής βρέθηκα τη Μεγαλοβδομάδα στα ορεινά χωριά στην περιοχή ανάμεσα στη Θεσσαλία και την Ηπειρο, στα Αντιχάσια. Με είχε προσκαλέσει ένας φίλος και συμφοιτητής για τις γιορτές, μαθητής στο γυμνάσιο του πατέρα μου που ήταν τότε γυμνασιάρχης στην Καλαμπάκα.

Δεν ήταν μόνο φιλική η πρόσκληση. Ηταν συνάμα και μια ερευνητική εκστρατεία. Ευτυχήσαμε τότε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών μαζί με άλλους έξοχους δασκάλους να ακούμε και τον μεγάλο λαογράφο Γεώργιο Μέγα. Δύσκολος άνθρωπος αλλά σοφός. Για να προσέλθουμε στις εξετάσεις στο μάθημά του οφείλαμε να καταθέσουμε και μια καταγραφή από τα χείλη λαϊκών ανθρώπων λαογραφικού υλικού: παραμύθια, τραγούδια, παραδόσεις, έθιμα, ακόμη και λαϊκές συνταγές φαγητών. Ο συμφοιτητής μου ως δέλεαρ για να γιορτάσω το Πάσχα στα Αγραφα προέβαλε τη βεβαιότητα πως θα καταγράψουμε υλικό από άγνωστες ακόμη τότε πηγές, π.χ. από φθίνουσες παραδόσεις και αφηγήσεις στα κουτσοβλάχικα, ιδίωμα γλωσσικό που επιχωριάζει στα μέρη εκείνα. Και πράγματι, βρήκα εκεί ψηλά γριούλες που πριν αφηγηθούν παραμύθια και στις δύο γλώσσες ρωτούσαν τους περαστικούς σαν ορεινές γοργόνες: «Πώς είναι η θάλασσα;»!

Αν μιλάω και γράφω σήμερα γι΄ αυτά τα πράγματα είναι γιατί στον χρόνο που κύλησε ο τόπος μας γύρισε τούμπα. Στα μέρη εκείνα σήμερα υπάρχουν θέρετρα πολυτελείας και στα κοιμητήρια της πλαγιάς αναπαύονται στα χορταριασμένα τους μνήματα οι γριούλες των παραμυθιών που έφυγαν από τη ζωή χωρίς να δουν ποτέ τη θάλασσα.

Εκείνο λοιπόν το μακρινό Πάσχα των πρώτων επιστημονικών σκιρτημάτων, μυήθηκα σε άλλα τοπικά ήθη μέσα στην οργιάζουσα ορεινή φύση και σε νομαδικούς πληθυσμούς ποιμένων, υλοτόμων και λαθροκυνηγών .

Σε συνθήκες που θύμιζαν παπαδιαμαντικά διηγήματα παρακολούθησα τις ακολουθίες του Νυμφίου σ΄ ένα απομονωμένο μοναστήρι.

Στα μέρη εκείνα υπάρχουν ποιμνιοστάσια, συχνά χιλίων προβάτων και κατσικιών και αποτελούν, διάσπαρτα όπως είναι στις δασωμένες πλαγιές και στα ξέφωτα, κοινότητες, με έδρα συνήθως του κοινοτάρχη σε κάποιο κεφαλοχώρι χιλιόμετρα μακριά.

Χωρίς ηλεκτρικό το μοναστήρι στη δεκαετία του ΄50, λίγα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, που στις περιοχές εκείνες οι δύο Ελλάδες αλληλοσφάζονταν, οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδος με τα λυρικά μέλη να μιλούν για μικρές παρθένες που ολιγώρησαν και χάσανε τον γάμο με τον Νυμφίο αναμένοντα, για ληστές, για πόρνες και προδότες μαθητές, για τον άπιστο και αμφιβάλλοντα Θωμά, ερχόντουσαν σιωπηλοί με τα πυκνά τους γένια και τα τσαρούχια τους, με το κοντογούνι και την γκρίζα τραγιάσκα οι ποιμένες με τα αρσενικά τους παιδιά. Μανάδες και σύζυγοι κατοικούσαν στα κεφαλοχώρια. Ερχονταν στα μαντριά κατά το μεσημέρι και κουβαλούσαν την κατσαρόλα με το φαΐ και την νταμιτζάνα με το κρασί. Τις μέρες της νηστείας που οι τσοπάνηδες δεν άγγιζαν γάλα, τυρί και ξινόγαλα, έφταναν λαχανόπιτες, όσπρια ανάλατα και τουρσιά. Υστερα οι γυναίκες επέστρεφαν στα σπίτια τους δύο και τρία χιλιόμετρα δασικού μονοπατιού διαδρομή.

Σε κείνες τις ακολουθίες ξεκινούσαμε μιαδυο ώρες πριν και φτάναμε στο μοναστήρι την ώρα που άρχιζε ο παπάς και ο μοναδικός καλόγερος ψάλτης. Η διαδρομή έως εκεί ήταν ένας ανοιξιάτικος μυριστικός παράδεισος .

Το μοναστήρι ήταν χτισμένο σε ένα ξέφωτο υψηλά στην κορυφή και η θέα από εκεί τη μέρα ήταν εξαίσια και τη νύχτα, κάτω από τον ανοιξιάτικο έναστρο ουρανό μυστική και σαγηνευτική ερωτική έλξη.

Τη Μεγάλη Παρασκευή από το πρωί ανηφόρισαν οι γυναίκες των ποιμένων, οι μανάδες, οι αδελφές και οι κόρες, με αγκαλιές χαμολούλουδα και άγριους βουνίσιους κρίνους. Στόλισαν τον μικροσκοπικό επιτάφιο ψέλνοντας μουρμουριστά κάτι σπαρακτικά αλλόγλωσσα μοιρολόγια. Ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Βίρβος κατάγονται από αυτά τα μέρη και μόνο έτσι εξηγούνται τα θλιβερά και πένθιμα τραγούδια τους.

Το βράδυ ο Επιτάφιος βγήκε από το μοναστήρι στον ώμο τεσσάρων παλικαριών, γιων τσελιγκάδων και ανηφόρισε μερικά μονοπάτια, πέρασε έξω από καμιά δεκαριά μαντριά και γύρισε στη θέση του στο κέντρο του ναού, δίπλα στον σταυρό που την προηγούμενη μέρα είχε κρατήσει το σώμα του Νυμφίου. 

Τη νύχτα του Μ. Σαββάτου, για πρώτη φορά εκείνη τη χρονιά η Ανάσταση έγινε τα μεσάνυχτα. Εως τότε, όπως και σ΄ όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου, η Ανάσταση γινόταν τα ξημερώματα, κατόπιν διαταγής του υπουργείου Ασφαλείας, γιατί τις νύχτες απαγορευόταν στις έκθετες περιοχές η κυκλοφορία.

Σε κείνα τα μέρη όπου τότε τουλάχιστον μιλούσαν πολλοί τα κουτσοβλάχικα, οι γηραιότεροι, χριστιανοί όντες, δεν έκαναν Ανάσταση αν δεν ήταν παρών ο πρόεδρος της κοινότητας. Ετσι εκείνο το Μ. Σάββατο η λειτουργία της Αναστάσεως ξεκίνησε χωρίς να έχει φτάσει ο κοινοτάρχης από το κεφαλοχώρι. Οταν ο ιερέας έφτασε στο ευαγγέλιο και τελείωσε ρώτησε το εκκλησίασμα: «veni;» (ήρθε;). «Νo veni», απάντησαν με ένα στόμα. Ετσι ξανάρχισε τη λειτουργία από την αρχή «κύματι θαλάσσης». 

Κάπου στη μέση της ακολουθίας τρέχοντας κάτι παιδιά έφτασαν φωνάζοντας: «veni, veni». Και ο παπάς βγήκε με τις λαμπάδες στην Ωραία Πύλη και έψαλε: «Χριστός Ανέστη»!

Αληθώς Ανέστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου