Μνήμες μιας άλλης εποχής

Του ΚΩΣΤΑ Δ. ΚΑΒΒΑΘΑ 
(Φεβρουάριος 2004)

HΤΑΝ μια όχι και τόσο παλιά εποχή, που οι κινητήρες των αυτοκινήτων δε διέφεραν πολύ. Tέσσερις κύλινδροι, ένας εκκεντροφόρος στο πλάι, ωστήρες που ζύγιζαν μισό... κιλό και βαλβίδες που μπορούσες να φτιάξεις στο εργαστήριο, αρκεί να διέθετες ελάχιστες γνώσεις και να «έπιαναν τα χέρια σου». Εκείνος που παρακολουθούσε τις εξελίξεις έπρεπε να ψάξει πολύ για να βρει έναν κινητήρα που θα τον συγκινούσε με τη σχεδίαση, την απόδοση και -γιατί όχι;- την αισθητική του. 

Οι μόνοι χώροι όπου ένας νέος της δεκαετίας του ’60 μπορούσε να δει από κοντά καλούς ή και αγωνιστικούς κινητήρες ήταν οι εκκινήσεις των παλιών Pάλι Ακρόπολις και τα γκαράζ κάποιων, οικονομικά ισχυρών, Aθηναίων. Θυμάμαι τα «ευρήματα» της παρέας της οδού Φωτομάρα, στη συνοικία του Νέου Κόσμου: Alfa Romeo Zagato και Bugatti στην Κηφισιά, Jaguar XK και Healey 6 στο Κολωνάκι, Aston Martin BB6 στην Ακρόπολη, Dussenberg στην Τατοΐου (υπάρχουν ακόμα, αλλά δε γνωρίζω πού). 

Δύσκολα χρόνια, γεμάτα σχέδια για το μέλλον. Έτσι ήταν οι (περισσότεροι) νέοι την παλιά, «καλή» εποχή. Μεγάλωναν σε σπίτια χωρίς τηλεόραση, χωρίς Game Boy, Nokia και Ericsson. Η διαφορετικότητα περιοριζόταν στα Levis, στα αμπέχονα και στις στρατιωτικές μπότες απ’ την «αμερικανική αγορά», στο Μοναστηράκι, και στην τρέλα που κουβαλούσε η κάθε «φυλή» της Αθήνας. 

H φυλή του Νέου Κόσμου είχε ψώνιο με τον πετροπόλεμο, εκείνη στο Κουκάκι, με τα μοτοποδήλατα, στον Άγιο Δημήτριο, με τα... όπλα (η περιοχή ήταν «χωράφι» του ΕΛΑΣ στον Εμφύλιο), η δική μας, με τις σφαίρες και το μπαρούτι που έβγαζε απ’ τις οβίδες και το χάζεμα των αυτοκινήτων και μοτοσικλετών στις αντιπροσωπείες της Συγγρού. (...)

Όταν δε χαζεύαμε τις URAL και τα DKW, τα Ford και τα Austin, συγκεντρωνόμαστε σε μια αυλή, βγάζαμε τα βλήματα από τις οβίδες που βρίσκαμε στα χωράφια και μαζεύαμε την πυρίτιδα, για να τη χρησιμοποιήσουμε στην... ανατίναξη βράχων. Άγρια πράγματα που θα έκαναν μια politically correct μητέρα των ημερών μας να κάνει χαρακίρι καθώς ψωνίζει τα Prada της στο Κολωνάκι. Όχι πως οι μανάδες του ’50 και του ’60 δε νοιάζονταν για τα παιδιά τους. Νοιάζονταν, και μάλιστα πιο πολύ από τη συντριπτική πλειονότητα των σημερινών κλωσών, αλλά επειδή όλη την ημέρα έτρεχαν σαν τις «άδικες κατάρες» για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην (και για να αποφύγουν τις σφαίρες), δεν είχαν χρόνο να ψωνίζουν Nokia 7008 στους κανακάρηδές τους.

Πεινούσε τότε ο κόσμος. Όχι εκείνοι που τα είχαν πάει καλά με τους κατακτητές και τους νικητές του Eμφυλίου, αλλά οι άλλοι, που καταστράφηκαν, άφησαν την τελευταία τους πνοή στην Αλβανία και στο Γράμμο. Oι οικογένειες που αντιστάθηκαν στους ναζί και τους φασίστες και μετά τους έβαλαν να πολεμούν μεταξύ τους, πιόνια σ’ ένα από τα πιο βρόμικα παιχνίδια στην Iστορία (κάποια στιγμή, η ΝΕΤ πρέπει να προβάλει το ντοκιμαντέρ του Channel Four «Απ’ τη δικτατορία του Μεταξά στην δικτατορία του Παπαδόπουλου», για να καταλάβετε το βρόμικο ρόλο των «μεγάλων δυνάμεων» στον Εμφύλιο). Βέβαια, για να πω και «του στραβού το δίκιο», έστω και βρόμικος, απέτρεψε την πιθανότητα η Ελλάδα να περάσει στο στρατόπεδο του «υπαρχτού», με ηγέτες τύπου Τσαουσέσκου, Xόνεκερ και Χότζα! Τις φλέβες μας θα κόβαμε όλοι, ακόμα και η κυρία Αλέκα!

Το πέρασμα των χρόνων και η «ασθένεια» της νοσταλγίας επηρεάζουν την κρίση. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά έχω την εντύπωση ότι αυτή η γενιά ξεκίνησε και -κατά τα φαινόμενα- θα γράψει και το τέλος της Iστορίας στην Ελλάδα. Όσο και αν προσπαθώ, δε βρίσκω νέους που να διαθέτουν πάθος γι’ αυτό που κάνουν ή θέλουν να κάνουν, με τις εξαιρέσεις μόνο να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. 

Λένε ότι τα παιδιά δε μεγαλώνουν πια στο δρόμο. Κλεισμένα στα διαμερίσματα ή «προστατευμένα» από γονείς-κλώσες, δεν επιτρέπεται να κάνουν ούτε βήμα χωρίς την έγκριση της... ανώτατης αρχής. Μη το σκυλί, όχι το «μηχανάκι», μακριά απ’ το βουνό, όχι στις καταδύσεις, και τα παιδιά (των «καλών» οικογενειών) μεγαλώνουν σε γυάλες. Τα άλλα, ακολουθούν δύο δρόμους. Τα μισά τα καταφέρνουν (ακριβώς επειδή μεγαλώνουν δύσκολα), τα άλλα καταστρέφονται (κλοπές, εμπόριο ναρκωτικών, face control και λοιπά «επαγγέλματα» που ευδοκιμούν σε λαούς που ξέχασαν την Iστορία και τη γλώσσα). Αν δε με πιστεύετε, ανοίξτε ένα απ’ τα glossy έντυπα και θα διαπιστώσετε ότι τιμώμενα πρόσωπα είναι οι «φατσοελεγκτές»!

Συνεχίζω με τις διαφορές, ελπίζοντας ότι θα έρθει η μέρα που θα ξαναδώ παιδιά να κάνουν... car spotting! Τότε ήταν ένα Healey στην Πατριάρχου Ιωακείμ, μία Bugatti στην Κηφισιά, ένα «αγωνιστικό» DKW 1000 στο Νέο Κόσμο, ένα Saab Monte Carlo στο Πάντειο. Με τα πόδια ή με το λεωφορείο, πηγαίναμε για να θαυμάσουμε τα αντικείμενα του πόθου. Τα θυμάμαι και είναι κάτι ανάμεσα σε «Cinema Paradiso», «Milena» και «Sorpasso». Αν ήμουν Τορνατόρε, θα έκανα μια ταινία για τις διαφορές ανάμεσα στη χυδαιότητα της τηλεοπτικής χαβούζας των νεότερων χρόνων και στα παιδιά εκείνης της εποχής.

Αναρωτιέμαι αν οι σημερινοί νέοι θυμούνται με την ίδια νοσταλγία τα Audi Le Mans, τα Focus RS, τα Impreza WRC και τα κάθε λογής καταπληκτικά αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στις ημέρες μας. Όχι σταματημένα στα κλαμπ που «διασκεδάζει» και επιδεικνύεται η νεοελληνική μπουρζουαζία, αλλά στις πίστες και στις ειδικές διαδρομές με τις στροφές των κινητήρων και την αδρεναλίνη στο κόκκινο.

Καθώς φαίνεται, επειδή θα φύγω απ’ τη ζωή μ’ αυτό το παράπονο, επιτρέψτε μου να σας πω πως εκείνα τα χρόνια τα περισσότερα αυτοκίνητα είχαν αναρτήσεις με φύλλα... σούστας (όπως τα κάρα!), οι κινητήρες έπαιρναν το μίγμα από πρωτόγονα καρμπιρατέρ και τα εσωτερικά (τα σαλόνια, όπως έχει επικρατήσει να λέγονται) ήταν αληθινοί λαιμητόμοι! Όποιος είχε την ατυχία να τρακάρει μ’ ένα Morris Marina, ένα Ford Cortina ή ένα Chrysler Horizon ήταν τελειωμένος, αφού η απουσία ζωνών ασφαλείας, αερόσακων και τμημάτων που υποχωρούν προοδευτικά κατά την πρόσκρουση εξασφάλιζε το θάνατο. Μια από τις αιτίες που η Ελλάδα και η Πορτογαλία κατείχαν (η πρώτη ακόμα το κατέχει) το παγκόσμιο ρεκόρ θανάτων και τραυματισμών σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα ήταν (και είναι) η ποιότητα του στόλου, τμήμα του οποίου μπορείτε να δείτε σήμερα να οδηγούν οι οικονομικοί μετανάστες και οι «στρατιώτες» της ρωσικής μαφίας.(...)

Όταν οι νοσταλγοί αναφέρονται στην «παλιά, καλή εποχή», οι νέοι αναρωτιώνται αν πράγματι υπήρξε. Και βέβαια υπήρξε, αλλά σε δύο τομείς: στους αγώνες και στους ανοιχτούς δρόμους. Η σύγκριση ανάμεσα στο θλιβερό θέαμα που παρουσιάζει ένας αγώνας του «πρωταθλήματος» στο σιρκουί των Μεγάρων ή των Σερρών με έναν της δεκαετίας του ’60 στην Κέρκυρα, στη Ρόδο και στο Τατόι κλίνει συντριπτικά υπέρ της... νοσταλγίας. Τους παλιούς αγώνες παρακολουθούσαν 30.000 θεατές, τους σύγχρονους (μετά βίας) τριάντα!

Γιατί; Για δύο λόγους. 

α. Eπειδή η παιδεία, με την κατάντια της, αντί για άτομα με απορίες, παράγει αναίσθητα και απρόσωπα βλίτα που δεν είναι ικανά να καταλάβουν ακόμα και τις απλούστερες λέξεις της ελληνικής γλώσσας και 

β. διότι η πλειονότητα των πολιτικών που κυβέρνησαν τη χώρα διακρινόταν από ανοργασμική, κρυόκωλη και μικροαστική νοοτροπία. Άτομα που πάνε στα «χιόνια» φορώντας κοστούμι, γραβάτα και σκαρπίνια αισθάνονται φόβο και δέος όταν τους μιλάς για πίστες και αγώνες. Δε θα ξεχάσω τα μούτρα των υπουργών κυβερνήσεων της δεξιάς, αλλά και τα μουστάκια των συντρόφων των «σοσιαλιστικών» γκουβέρνων, όταν τους μιλούσα για την ανάγκη κατασκευής «πίστας στην Ελλάδα». Με αντιμετώπιζαν λες και τους ζητούσα να κάνουμε... σεξ! (...)

Είπα ότι η παλιά εποχή ήταν καλή στους δρόμους, ιδιαίτερα στους επαρχιακούς. Μπορεί η διαδρομή για τους Δελφούς να μην είχε τέσσερις λωρίδες, μπαριέρες και «ευρωπαϊκές» πινακίδες, αλλά λίγο απείχε απ’ το παραμύθι. Ελάχιστη κίνηση, χωριά γεμάτα χαμογελαστά πρόσωπα, άνθρωποι στα χωράφια (και όχι σε καφετέριες), σπίτια χτισμένα με μεράκι και αγάπη (και όχι με αλουμίνια, ελενίτ και τσιμεντόλιθους). Οι συνεχείς στροφές έκαναν τους οικογενειάρχες να τους αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι, αφού πίσω από κάθε (στροφή) περίμενε μια έκπληξη, αναγκάζοντάς σε να οδηγείς στα 10/10 και να απολαμβάνεις την οδήγηση σαν ποίημα.

Το κατέβασμα στην Ιτέα και η θέα του φιδωτού, στενού και άκρως επικίνδυνου δρόμου είναι ακόμα χαραγμένα στο νου. Ξαναπέρασα τελευταία με τη «γριούλα» μου, την Integrale, που ήταν και το μοναδικό αυτοκίνητο μέχρι να φτάσω στην Ιτέα, όπου η παραίσθηση έσκασε με κρότο. Τι εγωισμός! Να λέω ότι κατεβαίνω ένα βουνό και να νομίζω ότι κάτι κάνω! Τίποτα δεν κάνω. Απλώς αρπάζομαι απ’ τα χρόνια της αθωότητας και νομίζω ότι εκτελώ... το καθήκον μου. 

Σε μια χώρα «ασυστόλων και πεσμένων κώλων, καταστροφέων ονείρων και προοπτικών», ακόμα και να γράφεις (όπως τώρα) για τα «χόμπι» σου είναι έγκλημα. Ως δημοσιογράφος και εκδότης, θα «εδικαιούμην διά να ομιλώ» μόνο αν στην Ελλάδα υπήρχαν άνθρωποι σαν τον Giuseppe Lancia, τον Giovanni και τον Ernesto Ceirano ή τους Giovanni Agnelli, Nicola Romeo, Enzo Ferrari, Colin Chapman, Jack Brabham και Carlo Abarth.  

Όμως, ποτέ δεν υπήρξαν εφευρέτες και δημιουργοί. Και οι λίγοι που τόλμησαν να τα βάλουν με την κρατική «μηχανή» και τις πουλημένες, κομματικοποιημένες και συνδικαλισμένες παραφυάδες της έχασαν τις περιουσίες τους και κατέληξαν στη φυλακή. Οι μόνες «προσπάθειες» που επέζησαν ήταν κάτι στημένες δουλειές για συναρμολόγηση αυτοκινήτων που έσκασαν σαν μπαλόνια όταν το λάδωμα δυσκόλεψε λόγω ΕΟΚ. Μέσα σε μια νύχτα, οι «επενδυτές» μεταβλήθηκαν σε εισαγωγείς, στηρίζοντας παθιασμένα τις οικονομίες των χωρών του λεγόμενου «υπαρχτού σοσιαλισμού». Οι Έλληνες αγόραζαν τα αυτοκίνητα που έφτιαχναν οι Μπρέζνιεφ, Γιαρουζέλσκι και Χόνεκερ. Από Lada και Polski μέχρι IFA, Wartburg, ακόμα και... Trabant! Tα οδηγούσα και αναρωτιόμουν ποιος έχει καταραστεί την Ελλάδα - λες και δεν ήξερα. 

Μια ζωή αιθεροβάμων όμως, πίστευα –και ακόμα πιστεύω- ότι κάτι θ’ αλλάξει, και πράγματι άλλαξε!  

Τα cinema paradisο εξαφανίστηκαν και η χώρα γέμισε Village και Multiplex (ετοιμάζονται να φύγουν και ίσως γλιτώσουμε απ’ την κιτσαρία!).

Πόσο άδικη είναι, όμως, η ζωή... Τώρα που τα δέντρα της αυτοκίνησης άνθισαν (Focus RS, Impreza, Audi Le Mans και Nuvolari, αλλά και Nissan X-Trail, Range Rover και Toyota Land Cruiser) και ο κόσμος γέμισε ωραία SUV, ασφαλή και γρήγορα αυτοκίνητα, η χώρα πλημμύρισε σπιούνους, καταγραφικές κάμερες, και ο νόμος σε αντιμετωπίζει σαν... τρομοκράτη, αν αμφισβητήσεις τα ηλίθια όρια και τις βλακώδεις εντολές για την «αντιμετώπιση της τρομοκρατίας».  

Χίλιες φορές το έχω γράψει και θα το γράψω ακόμα μία για να το εμπεδώσετε: αν πρέπει να επιλέξω να ζήσω κάτω από το ζυγό ενός οργουελιανού, αστυνομικού, ανελεύθερου, φασιστικού κράτους όπου όλα επιτρέπονται στο βωμό της «τάξης» και της «ασφάλειας» και σε μια χώρα όπου κινδυνεύω να τιναχτώ στον αέρα, προτιμώ το τελευταίο! (...)

Ας συνεχίσουμε με τα δικά μας. Η προσχώρηση της χώρας στην ΕΟΚ/Ε.Ε. και την ΟΝΕ είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να γίνει η δεύτερη φθηνότερη χώρα της Ευρώπης για την αγορά «γιωταχί» (με πρώτο το Λουξεμβούργο). Αυτό σήμανε συναγερμό και η αγορά έφτασε, την πρώτη χρονιά της «απελευθέρωσης» από τα δεσμά, τα 350.000 αυτοκίνητα! Το όνειρο του Έλληνα για «φτηνό γιωταχί» έγινε πραγματικότητα και η Eλλάδα γέμισε αυτοκίνητα απ’ όλες τις χώρες του πλανήτη. Μια τυπική εξέλιξη του φαινομένου ήταν οι δέκα στους εκατό Έλληνες να γίνουν δημοσιογράφοι ή εκδότες περιοδικών αυτοκινήτου. Σε μια χώρα που δεν παράγει ούτε υαλοκαθαριστήρες, κυκλοφορούν... 29 αυτοκινητιστικά περιοδικά και πρέπει να υπάρχουν πάνω από... 500 αυτοκινητιστικοί συντάκτες! Αν ήξερα τι άρχιζα το 1967 με το Auto Express και το 1970 με τους 4Τ, ίσως και να μετανάστευα στην... Παταγονία.

Και καλά οι «πυροβολημένοι» και οι αυθεντικοί που στις φλέβες τους τρέχει βενζίνη. Τι γίνεται, όμως, μ’ αυτούς που δεν ξέρουν πώς λειτουργεί ένα σύστημα ανάρτησης και νομίζουν ότι η πρόσφυση έχει σχέση με το... βύζαγμα; Τίποτα. Η ελληνική αγορά έχει θέση για όλους, ακόμα και όσους αποφάσισαν να ασχοληθούν με το αυτοκίνητο, το οποίο -πρέπει να σημειώσω- σιχαίνονται σαν τις αμαρτίες τους.

Πού πάει το πράγμα; Θα σας πω στο 500ό τεύχος, όταν γράφω στους... τοίχους, αφού περιοδικά σαν τους 4Τ θα έχουν απαγορευτεί απ’ το Κράτος της Τάξης και Ασφάλειας ως επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία. Πού ακούστηκε το 2015 να «πηγαίνεις άνεμος» από το Λεωνίδιο στην Τρίπολη με ένα Impreza ή μία Ducatti 1000; Η αστυνομία της Σκέψης και των Προθέσεων θα σε περιμένει πίσω από κάθε θάμνο, δέντρο, στροφή και βράχο. 

Η Ελλάδα θα γίνει Λουξεμβούργο, όχι γιατί θα έχει τα πιο φτηνά «γιωταχί», αλλά επειδή, όπως το δεύτερο, θα είναι χώρα-μοντέλο της κοινωνίας του «Μαμ, Κακά και Νάνι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου