Το Πάσχα των αισθήσεων

Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος

Tο έχω κι άλλες φορές εδώ σ΄ αυτή τη θέση επισημάνει πως το πιο δογματικό μέρος της χριστιανικής θρησκείας, η μετά θάνατον ζωή, η εσχατολογία της Δεύτερης Παρουσίας, ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν υπάρχουν πουθενά ούτε στα δημοτικά τραγούδια ούτε στις παραδόσεις ούτε στα παραμύθια του ελληνικού λαού. 

Ο Κάτω Κόσμος, η επικράτεια του Χάροντα (Χάρωνος) στα μοιρολόγια και στα τραγούδια του, μοιάζει σκανδαλωδώς με το ήθος και τη «γεωγραφία» του ομηρικού Άδη. Ακόμα και τα φαντάσματα μοιάζουν με τον ομηρικό Ελπήνορα. Ο Κωνσταντής, ο νεκρός αδελφός, έρχεται κατευθείαν από την ομηρική ποίηση.

Επανέρχομαι λοιπόν για να τονίσω πως η λαϊκή ευσέβεια χωρίς μεταφυσικές ή μυστικιστικές φαντασιώσεις εντοπίζει την περιπέτεια του θνήσκοντος και του αναστάντος θεανθρώπου σε ό,τι γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις. Σαν τον άπιστο Θωμά ο απλός άνθρωπος θέλει να ψηλαφήσει, να δει, ν΄ ακούσει, να μυρίσει, να γευτεί το «θαύμα».

Αν θελήσετε να ανιχνεύσετε στον καθημερινό άνθρωπο τα χνάρια που αφήνει πάνω του η Μεγάλη Εβδομάδα δεν θα εκπλαγείτε αν τον ακούσετε να επιστρατεύει τις μνήμες των αισθήσεων, τις καταγραφές που έχει σωρεύσει μέσα του η εμπειρική και συναισθηματική επαφή με τα γεγονότα που διαδραματίζονται στις αναπαραστάσεις του Θείου Πάθους. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο πως οι πιο έντονες αισθητηριακές μνήμες είναι και οι λεγόμενες πιο πρωτόγονες. Η αφή, η όσφρηση και η γεύση.

Παρατηρήστε με πόση ευλάβεια οι πιστοί ψαύουν την Αγία Εβδομάδα ό,τι είναι προσιτό στην αφή. Και πρώτα τα χέρια και από τα χέρια τα ακροδάχτυλα. Δείτε πώς αγγίζουν στον Επιτάφιο το χρυσοκέντητο «νεκρό» σώμα του νυμφίου. Είναι σαν να θωπεύουν τον αγαπημένο, σαν να αποχαιρετούν με μια απαλή χειρονομία τον σύζυγο, τον γιο, τον ερωμένο, τη θυγατέρα. 

Δείτε πώς οι φιλακόλουθες γυναίκες στολίζουν τον Επιτάφιο, με πόση ευγένεια, τρυφερότητα στους χειρισμούς στρώνουν τη νεκρική κλίνη, απλώνουν πάνω της με προσεκτικά και επιδέξια χέρια το νεκρό σώμα. Και όταν έρχεται η ώρα των αποχαιρετισμών άνδρες, γυναίκες ακόμη και παιδιά, χωρίς να τα έχει δασκαλέψει κανείς, έτσι από ένστικτο, με πόση ευλάβεια φιλούν το ιερό σκήνωμα. Προσέξτε αυτά τα ευλαβικά χείλη, πόσο απαλά, στοργικά, τρέμοντα εναποθέτουν το φιλί της ευγνωμοσύνης και του θάμβους, σαν να προσκυνούν το τυραννισμένο, το κατατρυπημένο από τα καρφιά και τις λόγχες σώμα του αθώου θύματος, του χλευαζόμενου, του λοιδορούμενου αμνού. Αυτά τα χείλη, αυτά τα μάτια είναι κλειστά, ώστε η επαφή να περάσει μέσα από την ευαίσθητη μεμβράνη του δέρματος κατευθείαν στη μνήμη, είναι ο τρυφερός κρίκος που συνδέει το νεκρό σώμα με την προσδοκία της έγερσης.

Έχετε παιδικές μνήμες, γιατί εγώ μόνο τέτοιες έχω, από την αφή του βελούδου που σκεπάζει το άγιο δισκοπότηρο, τον «αέρα»; Όταν μια σταλιά παιδί η μάνα μου με νήστευε και έστεκα ανυπόμονα στη σειρά μπροστά στο σολέα για να κοινωνήσω, θυμάμαι πως όταν έπιανα με το χεράκι μου τον «αέρα», το βελούδινο απαλό ύφασμα για να το βάλω κάτω από το σαγόνι ώστε μετά τη μετάληψη να σκουπιστώ, αυτή η αφή του βελούδου κι άλλοτε του μεταξιού μού άφησε για πάντα ανεξίτηλη μια μνήμη απτικής πληρότητας που ακόμη τώρα με γεμίζει μια απέραντη ευφροσύνη.  

Πέρασαν από τότε πάνω από εξήντα χρόνια και η νοσταλγία εκείνης της αφής με κατέχει και ίσως γι΄ αυτό δεν θέλησα να την γκρεμίσω και να την απομυθοποιήσω με τον ορθολογισμό μου, αρνούμενος πια να θεωρήσω τον εαυτό μου άξιο αυτής της εγγύτητας.

Ύστερα ήταν οι μυρωδιές των ημερών των Παθών. Άλλο πράγμα η άνοιξη που οργιάζει έξω αυτήν την εποχή κι άλλο ως αίσθηση το άρωμα των λουλουδιών του Επιταφίου. Είναι αδιανόητο πόσο το άρωμά τους απέπνεε μια περίεργη μυστική, νωχελική, ναρκωτική, υγρή μυρωδιά που έφτανε έως βαθιά στις πιο απίθανες κυψελίδες των πνευμόνων. Ίσως γιατί τα κομμένα από τους μπαξέδες λουλούδια βαφτίζονταν στους αδιόρατους καπνούς του λιβανιού και αποτελούσαν μαζί αυτή τη γλυκιά, νυσταγμένη ευαισθησία στα ρουθούνια, που ένιωθες πως άνοιγαν και αχόρταγα ρουφούσαν τη διάχυτη στον αέρα του ναού λιτανεία των αρωμάτων.

Κι όταν ο Επιτάφιος έβγαινε στον δρόμο για την περιφορά, τότε οι υπέροχες οσμές των κήπων, το ελαφρύ αεράκι που μας ράπιζε απαλά, τα κοκκινισμένα από την κατάνυξη του ναού μάγουλα, έφερναν άλλες μυρωδιές ανάκατες με τις σπιτικές των μαγειρείων και των κατοικίδιων ζώων που αναστατώνονταν από τις κωδωνοκρουσίες. 

Εκείνη όμως η μυρωδιά ανήμερα το Πάσχα του ψημένου αρνιού, ανάκατη με την κάπνα των ξερών κλαδιών, την αψάδα του γιοματαριού που σου τρυπούσε τη μύτη και του φρέσκου σιταρένιου ψωμιού τη ζεστή αφράτη μυρωδιά σου στοιχειώνει τη μνήμη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου