Αλλο ιεραπόστολος, άλλο τραπεζίτης

Του LAURENT CORDONNIER 
Καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Paris1.

Από τη στιγμή που ξέσπασε η οικονομική και η χρηματοοικονομική κρίση, μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε πολλές χώρες τρέφει μάλλον εχθρικά συναισθήματα για τους τραπεζίτες.

Σε βαθμό μάλιστα που οι τελευταίοι αισθάνονται ότι γίνονται -αδίκως- θύματα αυτού που αποκλήθηκε «banker bashing» (του «μίσους για τους τραπεζίτες»), καθώς θεωρούνται υπεύθυνοι για τη συστημική κρίση που πυροδοτήθηκε το 2008, ενώ παράλληλα ο κόσμος είναι εξαγριωμένος με τα υπέρογκα ποσά των αμοιβών τους.

Οι τραπεζίτες θεωρούνται ένοχοι, τόσο γιατί πυροδοτούν την οικονομική αστάθεια, όσο κι επειδή επωφελούνται από αυτήν φερόμενοι ως αρπακτικά.

Ορισμένοι, πάντως, θα ήθελαν να ξεμπερδέψουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα με αυτήν την εποχή. Για παράδειγμα, ο Μομπ Ντάιμοντ, το αφεντικό της τράπεζας Barclays, επιθυμεί να μας κάνει να παραδεχτούμε ότι «ο καιρός των τύψεων έχει πλέον περάσει». Δεν είναι δουλειά ενός οικονομολόγου να αποφανθεί για το ποιο είναι το εύλογο διάστημα που οφείλουν να διαρκέσουν οι τύψεις, ούτε άλλωστε και για το εύρος των πράξεων συντριβής και μετάνοιας οι οποίες πρέπει να συνοδεύουν αυτές τις τύψεις. Ομως, ο καιρός των εξηγήσεων, αυτός δεν παρέρχεται ποτέ.

Δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία ότι η συμπεριφορά των τραπεζών -μέσα σε μια συγκυρία όπου ο χρηματοοικονομικός τομέας είχε επωφεληθεί από την απορύθμιση του ρυθμιστικού πλαισίου- υπήρξε η αιτία της οικονομικής κρίσης (τουλάχιστον ως αναγκαία, αν όχι και ικανή συνθήκη).

Το ζήτημα που συζητείται περισσότερο είναι το κατά πόσον ο τραπεζικός χρηματοοικονομικός τομέας (ο οποίος εμπλέκεται ιδιαίτερα σε όλες τις δραστηριότητες της αγοράς) συνιστά μια αρπακτική οικονομική δραστηριότητα, εάν δηλαδή αποτελεί ένα εξόγκωμα, έναν τομέα με αδικαιολόγητη ανάπτυξη ο οποίος σφετερίζεται δυσανάλογα υψηλό ποσοστό των εισοδημάτων σε σχέση με τους υπόλοιπους τομείς, και μάλιστα χωρίς καμία σχέση με την κοινωνική χρησιμότητά του. Με λίγα λόγια, μήπως ο τραπεζικός χρηματοοικονομικός τομέας είναι μια δραστηριότητα η οποία πραγματοποιεί μια αθέμιτη αφαίμαξη των εισοδημάτων των υπόλοιπων;

Εκ πρώτης όψεως, δεν φαίνεται να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πράγματι, οι συνήθεις τραπεζικές δραστηριότητες [χορήγηση πιστώσεων, σύναψη δανείων, αγοραπωλησίες τίτλων (trading), εξαγορές-συγχωνεύσεις, δημιουργία δομημένων και παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων κ.λπ.] αποφέρουν μάλλον χαμηλά κέρδη σε σχέση με το σύνολο των οικονομικών μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη της κερδοφορίας. Εάν συσχετίσουμε τα καθαρά κέρδη του τομέα με το σύνολο του ενεργητικού που βρίσκεται στην κατοχή των τραπεζών -το οποίο ενεργητικό αποτελεί τη βάση για την επίτευξη της κερδοφορίας- το επάγγελμα του τραπεζίτη δεν φαίνεται και τόσο ελκυστικό.

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BRI), την περίοδο 1995-2009 η απόδοση του ενεργητικού των τραπεζών ήταν της τάξης του 0,7% ετησίως. Πρόκειται για μια εξαιρετικά χαμηλή απόδοση εάν συγκριθεί με τις αποδόσεις των μη χρηματοοικονομικών τομέων (για την ακρίβεια σχεδόν πέντε φορές μικρότερη). Ομως, μετά από μια προσεκτικότερη ανάγνωση, τα πράγματα αρχίζουν αμέσως να αλλάζουν λιγάκι.Πράγματι, ο τραπεζικός τομέας χρησιμοποιεί πολύ μικρή αναλογία ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με το σύνολο του ενεργητικού του. Συνεπώς, η μόχλευση είναι ισχυρότατη (πενταπλάσια έως εξαπλάσια σε συγκριτικά με άλλες δραστηριότητες). Ετσι, εάν συσχετίσουμε την κερδοφορία της τράπεζας μονάχα με τα ίδια κεφάλαιά της (δηλαδή τα χρήματα που έχουν εισφέρει οι μέτοχοί της), τότε η απόδοση φτάνει το 12% και μπορεί ανετότατα να συγκριθεί με τις επιδόσεις των μη χρηματοοικονομικών τομέων.

Συνεπώς, από τη σκοπιά των μετόχων της, η τραπεζική δεν είναι μια δραστηριότητα η οποία υπολείπεται από τις υπόλοιπες. Βέβαια, από την άλλη πλευρά, δεν είναι ούτε και περισσότερο κερδοφόρος. Παράλληλα, λόγω της υψηλής μόχλευσης, αυτή η απόδοση υπόκειται σε μεγαλύτερες διακυμάνσεις (και άρα σε μεγαλύτερο ρίσκο).

Συνεπώς, η διάγνωση όσον αφορά την κερδοφορία του τραπεζικού τομέα ακυρώνει κάθε υποψία περί αρπακτικότητας του κλάδου... εκτός κι αν επεκτείνουμε αυτήν την υποψία στο σύνολο των επιχειρήσεων. Κι αυτός ο πειρασμός είναι ιδιαίτερα έντονος. Γιατί, εάν οι στατιστικές της BRI είναι ακριβείς, τότε το μέσο επίπεδο απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων (της απόδοσης δηλαδή που καρπώνονται οι μέτοχοι) θα πρέπει να ανέρχεται στο 12% για το σύνολο των τομέων της οικονομίας. Είναι δε προφανές ότι πρόκειται για μια απόδοση η οποία είναι κατά πολύ ανώτερη του ρυθμού ανάπτυξης των ανεπτυγμένων οικονομιών καθόλη τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου.

Για την ακρίβεια, στην καλύτερη περίπτωση, την περίοδο 1995-2009, ο μέσος όρος του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ των χωρών του ΟΟΣΑ δεν ξεπέρασε το 3% . Αυτό σημαίνει ότι, χοντρικά, η συσσώρευση του παραγωγικού κεφαλαίου (της επένδυσης που χρησιμεύει για την αύξηση ή τη βελτίωση του παραγωγικού εξοπλισμού) πρέπει να πραγματοποιήθηκε με ένα ρυθμό ο οποίος δεν διέφερε ιδιαίτερα από το 3% ετησίως.

Αρκεί λοιπόν να συσχετίσουμε τους δύο αριθμούς για να σχηματίσουμε μια ιδέα για την αναντιστοιχία που υπάρχει ανάμεσα στην αμοιβή του κεφαλαίου (τα κέρδη σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια) και στην παραγωγική χρήση αυτών των κερδών. Εάν όλα τα κέρδη των μετόχων είχαν επενδυθεί στη συσσώρευση παραγωγικού κεφαλαίου, οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αυξήσουν το μέγεθός τους κατά 12% ετησίως, χωρίς να χρειαστεί να αλλάξουν τον λόγο των δανειακών τους κεφαλαίων προς τα ίδια κεφάλαιά τους. Πράγμα το οποίο κάθε άλλο παρά συμβαίνει. Δεδομένου ότι η ετήσια μεγέθυνση των επιχειρήσεων είναι της τάξης του 3%, τα κέρδη χρησιμεύουν κατά κύριο λόγο για να αμείβονται οι μέτοχοί τους και για να τροφοδοτείται η ιδιωτική τους κατανάλωση, κι όχι για επενδύσεις.

Από αυτή την άποψη, οι τράπεζες δεν διαφέρουν από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Η μοναδική πραγματική διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι ο τραπεζικός τομέας γνώρισε μεγαλύτερη μεγέθυνση σε σχέση με τους υπόλοιπους τομείς. Την περίοδο 1980-2009 (πάντα σύμφωνα με την BRI), το μερίδιο του χρηματοοικονομικού τομέα στην προστιθέμενη αξία του συνόλου της οικονομίας διπλασιάστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αυστραλία και στον Καναδά και έφθασε στο 8% του ΑΕΠ (1). Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, στις Ηνωμένες Πολιτείες τα κέρδη των επιχειρήσεων του χρηματοοικονομικού τομέα εξαπλασιάστηκαν (τη στιγμή που εκείνα των επιχειρήσεων των υπόλοιπων τομέα απλώς τριπλασιάστηκαν) (2). Η μεγέθυνση του τομέα αποδόθηκε στο πλήθος των καινοτομιών που εισήγαγε.

Ομως, αυτό ακριβώς το στοιχείο μάς επιτρέπει να αμφιβάλλουμε για τη συλλογική χρησιμότητά του και επιβεβαιώνει τη διάγνωση ότι πρόκειται για ένα αφύσικο εξόγκωμα.

Κι όπως παρατηρεί ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ, «δυσκολεύεται κανείς να εντοπίσει την παραμικρή σχέση ανάμεσα στις "χρηματοοικονομικές καινοτομίες" και στην αύξηση της παραγωγικότητας [στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας]». Μάλιστα, ο βραβευθείς με το βραβείο Νόμπελ οικονομολόγος θεωρεί ακόμα πιο επιβαρυντικό στοιχείο το γεγονός ότι οι τράπεζες «δεν διακρίθηκαν ιδιαίτερα στο ζήτημα της αύξησης της απασχόλησης και της δημιουργίας νέων επιχειρήσεων, ενώ αποδείχθηκαν ιδιαίτερα δραστήριες όσον αφορά την καταστροφή των θέσεων εργασίας (στις υπόλοιπες επιχειρήσεις), στο πλαίσιο των σχεδίων για τη μείωση του κόστους τα οποία και αποτελούσαν και την αδιαμφισβήτητη ειδικότητά τους» (3). 

Συνεπώς, το ακόλουθο ερώτημα θα παραμένει επίκαιρο για μεγάλο χρονικό διάστημα: από ολόκληρο τον χρηματοοικονομικό τομέα, ποιο είναι το μερίδιο το οποίο πραγματικά χρειαζόμαστε;

(1) 80ή ετήσια έκθεση της BRI, 2009-10.

(2)«Taxer les activites financiers: un debat qui rebondit», La lettre du CEPII, n° 304, 23 Δεκεμβρίου 2010.

(3) Joseph Stiglitz, «Le triomphe de la cupidite», Παρίσι, Les liens qui liberent, 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου