New York’s Little Italy, Littler by the Year (Η "Μικρή Ιταλία" γίνεται όλο και μικρότερη)


Το 1950, οι μισοί κάτοικοι της Μικρής Ιταλίας, που συνολικά ανέρχονταν σε 10.000, ήταν ιταλικής καταγωγής. Οι στενοί δρόμοι αυτής της νεοϋορκέζικης γειτονιάς αντηχούσαν από τις παιδικές φωνές και τις μελωδικές κουβέντες που αντήλασσαν οι διερχόμενοι στα ιταλικά. Τότε ο ένας στους πέντε κατοίκους είχε γεννηθεί στην Ιταλία. 

Η απογραφή του 2000 έδειξε ότι οι Ιταλοαμερικανοί στη γειτονιά ανέρχονταν στο 6% του τοπικού πληθυσμού, ενώ μόνο 44 είχαν γεννηθεί στην Ιταλία. Μισό αιώνα νωρίτερα οι γεννημένοι στην Ιταλία ανέρχονταν σε 2.149 άτομα. Η πιο πρόσφατη απογραφή, του Δεκεμβρίου, υποδεικνύει ότι το ποσοστό των Ιταλοαμερικανών έχει συρρικνωθεί σε λιγότερο από 5%, ενώ ούτε ένας δεν έχει γεννηθεί στην Ιταλία.

Η Μικρή Ιταλία γίνεται όλο και μικρότερη. Η Τσάιναταουν επεκτάθηκε προς Βορράν, το Σόχο προς τη Δύση και μαζί «κατάπιαν» τη γειτονιά των Ιταλών. Σήμερα η καρδιά της ιταλικής κοινότητας της Νέας Υόρκης υπάρχει μόνο στις νοσταλγικές αναμνήσεις των παλαιότερων και στους τουριστικούς οδηγούς. Εκεί που κάποτε υπήρχαν μικρά ιταλικά εστιατόρια, σήμερα βλέπει κανείς διαφημιστικές πινακίδες στα κινεζικά για σπα και ευχές για την κινέζικη πρωτοχρονιά.

Η λέσχη της οικογένειας Γκαμπίνο στον αριθμό 247 της οδού Μάλμπερι έχει μετατραπεί σε μπουτίκ, ενώ πρόσφατα, έως το 2005, ο Βίνσεντ Τζιγκάντε, «νονός» της οικογένειας Τζενοβέζε, περιφερόταν στους δρόμους με μπουρνούζι και παντόφλες υποδυόμενος τον ψυχικώς ασθενή για να αποφύγει τη σύλληψη. Τον περασμένο μήνα απαγγέλθηκαν κατηγορίες εναντίον εκατό μαφιόζων της Νέας Υόρκης, κανείς από τους οποίους δεν κατοικεί στη Μικρή Ιταλία.

Πέρυσι η Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων, κατά τον σχεδιασμό του χάρτη της περιοχής, δεν χάραξε σαφή όρια ανάμεσα στις δύο γειτονιές.

Σε αυτήν, όμως, τη γειτονιά που εξαφανίζεται, πολλά από τα μικρά «μνημεία της ιστορίας της» επιβίωσαν και γνωρίζουν ιδιαίτερη ακμή χάρη στους τουρίστες και σε αυτό που ο συγγραφέας Νίκολας Πιλέτζι περιγράφει ως «Ιταλούς του Σαββατοκύριακου»: τους εύπορους και ευτραφείς γιους των αδύνατων μεταναστών πατεράδων τους.

Ενα από αυτά τα μνημεία της γειτονιάς είναι το μικρό μπακάλικο της οικογένειας Ντι Πάλο, που άνοιξε το 1903, μία μόλις δεκαετία από το Alleva, το οποίο επαίρεται ότι είναι το παλαιότερο τυροπωλείο των ΗΠΑ, και το κατάστημα της οικογένειας Ντι Φεράρα που άνοιξε τις πόρτες του το 1892. Πέντε γενιές συγγενών εργάζονται σε αυτά τα τρία καταστήματα, αλλά και τα τρία δεν έχουν αρνηθεί την τεχνολογία και πωλούν τα προϊόντα τους και μέσω Ιντερνετ.

Το 1990, διηγείται ο Λου ντι Πάλο, ο άρρωστος πατέρας του κληροδότησε τα κλειδιά της επιχείρησης στην επόμενη γενιά. «Ετσι αποφασίσαμε να γυρίσουμε προς το παρελθόν, προς την ιστορία και τις ρίζες μας, να υιοθετήσουμε τον τρόπο που δούλευαν το μαγαζί οι γονείς, οι παππούδες και προπαππούδες μας. Θελήσαμε να γίνουμε μια οικογενειακή, μια ανθρώπινη επιχείρηση που θα έχει στο κέντρο της τον πελάτη. Εξακολουθούμε να είμαστε ένα μικρό κατάστημα, αλλά ταυτόχρονα είμαστε σημείο αναφοράς, ένας προορισμός στη γειτονιά. Ο κόσμος μού λέει: “Τι ωραία. Ακόμα βρίσκεστε εδώ”. Τους απαντώ ότι θα βρίσκομαι εδώ όσο εξακολουθούν να έρχονται», καταλήγει ο Ιταλοαμερικανός επιχειρηματίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου